Κάποιοι παίζουν την τύχη του ελληνικού λαού στη ρουλέτα, λέει ο πρώην υπουργός κ. Τάσος Γιαννίτσης προειδοποιώντας ότι έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, υπάρχει πιθανότητα να πάνε χαμένες οι θυσίες του ελληνικού λαού. Αν όμως προκύψει από τις ενέργειές τους το δυσάρεστο γεγονός, τότε θα πρέπει να «ξέρουμε με ονοματεπώνυμο ποιοι θα αναλάβουν την ευθύνη απέναντι σε όσους υποστούν τις συνέπειες» σημειώνει. Οσον αφορά την Κεντροαριστερά και τις προσπάθειες που γίνονται για την ανασύνταξή της, αναφέρει ότι ο χώρος αυτός πλήρωσε ιστορικά την έμμονη άρνησή του να συνθέσει διαφορές και να βρει λύσεις που θα αντιστοιχούσαν στα κοινωνικά αιτήματα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ο πρώην υπουργός εντοπίζει το πρόβλημα στο αν η ελληνική κοινωνία που τον ψήφισε (17%), ή δεν τον ψήφισε (83%) εκφράζονται από όσα λέει.
Η χώρα, όπως είπατε, πήρε μια πορεία με οδηγό μια απομαγνητισμένη πυξίδα. Δηλαδή, δεν υπάρχει διέξοδος, ό,τι κι αν γίνει;
«Λάθος ερώτημα, όχι δικό σας, αλλά όσων το σκέφτονται έτσι. Στον ιστορικό χρόνο, διέξοδος υπάρχει πάντα. Δεν αρκεί όμως να λέμε ότι υπάρχει διέξοδος. Γιατί δεν είναι αδιάφορο αν αυτή προκύψει σε δέκα αντί σε πέντε χρόνια, αν η ανεργία φτάσει στα 1,5 εκατομμύρια άτομα αντί σε πολύ λιγότερα, αν φτάσουμε σε ένα νέο διχαστικό κλίμα ή αν θα τα βρούμε κάπου στη μέση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών».
Υπάρχει κινητήριος μοχλός διεξόδου από το αδιέξοδο;
«Θεωρώ ότι κινητήριος μοχλός της διεξόδου είμαστε εμείς οι ίδιοι. Θα ήμασταν σήμερα σε καλύτερη κατάσταση αν εδώ και πέντε χρόνια είχαμε καταλάβει τι πρέπει εμείς να κάνουμε. Ας σκεφτούμε πόσο οι δικές μας επιλογές οδήγησαν στην ύφεση, την ανεργία και τη μείωση των εισοδημάτων. Αποκτήσαμε τη μεγαλύτερη διεθνή εξειδίκευση στο να καταστρέφουμε σε χρόνο ρεκόρ το κέντρο της πρωτεύουσας, να κλείνουμε μικρομεσαίους, να διώχνουμε μαζικά τουρίστες, να φοβίζουμε τους πολίτες, να δημιουργούμε απόγνωση στους νησιώτες, να απορροφά το κράτος κάθε ρευστότητα για τα ελλείμματά του και να κλαίμε γιατί υποφέρουν οι επιχειρήσεις. Τι επιπτώσεις νομίζετε ότι έχουν όλα αυτά στην ύφεση, που πολλοί προπαγανδίζουν ότι έρχεται μόνο από την Ευρώπη και διόλου από εμάς τους ίδιους;».
Ο κ. Παπαδήμος είπε ότι δεν έγιναν οι θυσίες μάταια, δεν έγιναν για ένα πουκάμισο αδειανό, όπως είπε χαρακτηριστικά. Υπάρχει περίπτωση να πάνε άδικα οι θυσίες και πώς;
«Ναι, υπάρχει. Στην ιστορία μας σε διάφορες φάσεις το πετύχαμε. Οπως έπειτα από προγράμματα εξυγίανσης, που αντί να είναι αφετηρία πρόσθετης βελτίωσης, έδιναν πάτημα σε επόμενες κυβερνήσεις (του ίδιου ή άλλου κόμματος) να εκτροχιάσουν ξανά το σύστημα. Σήμερα έχουμε πετύχει πολλά. ‘Η συνεχίζουμε (με όποιες αλλαγές είναι εφικτές) μια δύσκολη πορεία προς τα εμπρός ή ξαναπάμε 6 ή 16 ή και 360 μήνες πίσω. Δεν υπερβάλλω. Και θεωρώ απαράδεκτο να παίζεται η τύχη του ελληνικού λαού στη ρουλέτα από όσους με αβάσταχτη ελαφρότητα πιπιλίζουν τα περί κινδυνολογίας. Αν θέλουμε, ας ρισκάρουμε να κάνουμε ό,τι νομίζουμε ως ευχάριστο. Ομως, αν αντί το ευχάριστο προκύψει το δυσάρεστο, να ξέρουμε με ονοματεπώνυμο ποιοι θα αναλάβουν την ευθύνη απέναντι σε όσους υποστούν τις συνέπειες».
Πόσο ορατός είναι ο κίνδυνος ενός «ξαφνικού θανάτου» στην οικονομία κατά τη διάρκεια της νέας προεκλογικής περιόδου;
«Ελάχιστος. Μόνο αν οι πολιτικές συγκρούσεις καταφέρουν να δημιουργήσουν κλίμα κινδύνου στην κοινωνία θα προκύψουν προβλήματα ρευστότητας. Πάλι η Ευρώπη – που την κατηγορούμε αδιάκοπα -, μόλις διέγνωσε ότι όσα γίνονται σήμερα στο πολιτικό πεδίο μπορεί να δημιουργήσουν επικίνδυνες τάσεις στην οικονομία μας, αποφάσισε τη διάθεση 18 δισ. ευρώ για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας».
Είναι υπαρκτό το δίλημμα ευρώ ή δραχμή; Τα διλήμματα γενικά πιστεύετε ότι εκνευρίζουν τους πολίτες, τη στιγμή που πολλά προέρχονται από τους δανειστές μας;
«Πολλά διλήμματα προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Θυμίζουν ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τον φανταζόμαστε. Φυσικά αυτό είναι δυσάρεστο. Ομως δυσάρεστη είναι η ίδια η πραγματικότητα, όχι το δίλημμα με το οποίο αυτή εκφράζεται. Και τη δυσάρεστη πραγματικότητα συχνά την έχουμε φτιάξει εμείς στο παρελθόν».
Από τη μακρόχρονη εμπειρία σας στην Κεντροαριστερά πώς νομίζετε ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα συνεργασίας όλων των δυνάμεών της;
«Δεν θα δώσω συμβουλές σε έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο. Ομως ο χώρος της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα πλήρωσε ιστορικά την έμμονη άρνησή του να συνθέσει διαφορές και να βρει λύσεις που θα αντιστοιχούσαν στα κοινωνικά αιτήματα. Σήμερα η ελληνική κοινωνία δεν αναζητεί δογματικές, αλλά πραγματιστικές θέσεις, που θα δώσουν μια αισιόδοξη προοπτική. Το ζητούμενο από την Κεντροαριστερά είναι είτε να κάνει εφικτό ένα πιο συναινετικό μείγμα πολιτικής είτε, σε ένα περιβάλλον που δεν μπορεί να το αλλάξει όπως θα ήθελε, να αντιμετωπίσει ένα-ένα τα προβλήματα της χώρας με πολιτική πράξη και όχι με ρητορικές εξάρσεις και δόγματα. Τα κόμματα όμως δεν έχουν συνηθίσει στην άσκηση πραγματικής πολιτικής, αλλά σε ρητορείες, στερεότυπα και ιδεοληψίες. Και έτσι φτάσαμε εδώ και έτσι συνεχίζουμε. Στη δημόσια συζήτηση η άγνοια, η αδιαλλαξία, οι ανακρίβειες, οι ιδεοληψίες, συχνά δεμένα και με σκοπιμότητες, βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη. Ομως αυτό δεν είναι πολιτική. Ας δούμε την προσέγγιση του Φρανσουά Ολάντ. Μόλις εξελέγη δεν έτρεξε στους εταίρους του απαιτώντας να τους επιβάλει τις θέσεις του;».
Ποιο όμως μπορεί να είναι το μέλλον της Αριστεράς, με δεδομένο ότι το ΠαΣοΚ έφερε ένα ιστορικό χαμηλό αποτέλεσμα και η ΔΗΜΑΡ εμφανίζεται να ταλαντεύεται;
«Το μέλλον εξαρτάται πάντα από τις ιδέες και το όραμα που ένας πολιτικός χώρος μπορεί να αρθρώσει. Οι επιδόσεις μεμονωμένων κομμάτων δεν εκφράζουν παρά τη δική τους ικανότητα να κατανοήσουν τη σημερινή πραγματικότητα και να προτείνουν λύσεις. Σήμερα επιπλέον εκφράζουν και εξόφληση λογαριασμών για στρατηγικά λάθη του παρελθόντος. Είναι τραγικό ότι η σημερινή κρίση, που για δεκαετίες ήταν το πιο τρελό όνειρο της Αριστεράς προκειμένου να δικαιωθεί, πουθενά δεν έστρεψε αισθητά τις κοινωνίες προς τα αριστερά. Αντίθετα, έχουμε την επικίνδυνη ενδυνάμωση ακραίων δεξιών δυνάμεων».
Oι πολίτες καταδίκασαν με την ψήφο τους το σημερινό πολιτικό σύστημα. Υπάρχει περίπτωση να επανασυνταχθεί αυτό και με ποιες προϋποθέσεις;
«Μια μεγάλη κρίση εμπεριέχει μια διαδικασία «εκκαθάρισης», όχι μόνο των αδύναμων επιχειρήσεων, αλλά και των αδύναμων παικτών στο πολιτικό πεδίο. Μεγάλα συστήματα, όπως το πολιτικό, πιέζονται από το παρελθόν τους, την ιδεολογική αδράνειά τους, τις επενδύσεις που έχουν γίνει σε αυτά από δυνάμεις που αντιστέκονται στις αλλαγές. Η πολιτική ανασύνταξη όμως δεν μπορεί παρά να γίνει με όρους «δημιουργικής καταστροφής»».
Η πολυφωνία που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως όσον αφορά το οικονομικό πρόγραμμα που προτίθεται να εφαρμόσει, νομίζετε ότι δημιουργεί πρόβλημα στους δανειστές μας;
«Πέρα από την πολυφωνία, το πρόβλημα είναι στο αν η ελληνική κοινωνία που τον ψήφισε (17%) ή δεν τον ψήφισε (83%) εκφράζεται από όσα λέγονται».
Το μήνυμα των εκλογών
«Η λαϊκή βούληση εκβιάζεται να τοποθετηθεί ξανά»
Ποιος κατά τη γνώμη σας ευθύνεται για το γεγονός ότι η χώρα οδηγείται σε νέες εκλογές και γιατί;
«Η αντίφαση είναι σαρκαστική. Στη θεωρία όλες οι πολιτικές δυνάμεις αρέσκονται να λένε ότι υποτάσσονται στη λαϊκή βούληση. Στην πράξη γίνεται το αντίθετο. Επιδιώκεται να χειραγωγηθεί η λαϊκή βούληση στον κομματικό βολονταρισμό. Στις πρόσφατες εκλογές η λαϊκή βούληση είπε με τον πιο σαφή τρόπο ότι δεν εμπιστεύομαι κανέναν σας να κυριαρχήσει ιδεολογικά και προγραμματικά και να τα βρείτε, να κάνετε μια πιο ισόρροπη σύνθεση πολιτικής από αυτή που ο καθένας σας μόνος του επαγγέλλεται. Η λαϊκή βούληση απέρριψε στο 81% τη ΝΔ, στο 83% τον ΣΥΡΙΖΑ και στο 87% το ΠαΣοΚ. Ομως η λαϊκή αυτή βούληση δεν άρεσε. Ετσι, η λαϊκή βούληση εκβιάζεται να τοποθετηθεί ξανά, με διλήμματα που θα την πάνε σε πιο διχαστικές επιλογές, ώστε να υποταχθεί στις κομματικές λογικές που αρνούνται το πολιτικό μήνυμα της λαϊκής ψήφου».