Η «επιστροφή στο χωριό» είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα σλόγκαν της εποχής. Οπως διαβεβαίωσε πρόσφατα και ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης μέσω έρευνας που έγινε για λογαριασμό του υπουργείου του, επτά στους δέκα κατοίκους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης σκέφτονται τη μετακόμιση στην επαρχία – μάλιστα ένας στους δύo επιλέγει τις αγροτικές εργασίες ως πιθανότερο τρόπο επαγγελματικής αποκατάστασης. Την ίδια στιγμή οι λέξεις «εναλλακτικές καλλιέργειες», «σαλιγκάρια», «αρωματικά φυτά», «ιπποφαές» και άλλα τέτοια καταλαμβάνουν πλέον σημαντικό χώρο των τηλεοπτικών δελτίων και των εφημερίδων, όπως κάποτε – σε εποχές που ακριβώς οι περισσότεροι ήθελαν να αφήσουν το χωριό και ό,τι αυτό συνεπάγεται πίσω τους – άκουγες για μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια και blue chips. Κάποιοι συμπολίτες μας, επαγγελματίες αγρότες και μη, επιχείρησαν αυτή τη στροφή προτού γίνει μόδα. Μιλούν στο «Βήμα της Κυριακής» και εξηγούν τις δυσκολίες που συνάντησαν, το κενό ενημέρωσης που υπάρχει για πολλά ζητήματα και τους σκοπέλους που έχει να ξεπεράσει ο επίδοξος «εναλλακτικός» καλλιεργητής. Ο κ. Κώστας Κουτάλης, ιδιωτικός υπάλληλος από την Ξάνθη, ξεκίνησε το 2008 ένα σαλιγκαροτροφείο ανοιχτού τύπου. «Οι υποσχέσεις της εταιρείας που προωθούσε τη μέθοδο εκτροφής έκαναν λόγο για παραγωγή ύστερα από 18 μήνες και απόδοση που έφτανε τον 1,5 τόνο ανά στρέμμα. Τίποτε από όλα αυτά δεν πραγματοποιήθηκε. Τελικά το καλοκαίρι του 2010 και ενώ είχα πάρει δάνειο και είχα δώσει στην εταιρεία περίπου 25.000 ευρώ, σταμάτησα να μετράω τα σπασμένα. Αλλαξα κάποια πράγματα στην εκτροφή, σταμάτησα τη συνεργασία μαζί τους, ρώτησα κάποιους ανθρώπους που γνώρισα στην πορεία. Αυτές τις ημέρες ετοιμάζομαι να μαζέψω την πρώτη μου παραγωγή. Με απόδοση 500 κιλά ανά στρέμμα θα είμαι ευχαριστημένος».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που απευθύνθηκαν σε αυτόν για συμβουλές επί του θέματος. «Παραμένει το γεγονός ότι αρκετοί είναι δύσπιστοι όταν τους αποθαρρύνω. Θεωρούν πως φοβάμαι τον ανταγωνισμό». Ο ίδιος εμφανίζεται μετανιωμένος για την επιλογή που έκανε τότε, «τώρα όμως δεν μπορώ να κάνω πίσω. Απλά ελπίζω κάποια στιγμή να βγάλω τα σπασμένα και ίσως να καταφέρω να ενισχύσω το εισόδημά μου».
Εκτός από προβλήματα στη διαδικασία της εκτροφής, που σε κάποιον βαθμό είναι αναμενόμενα όταν μιλάμε για ένα σχετικά καινούργιο προϊόν, ο έλληνας επίδοξος σαλιγκαροεκτροφέας έχει να αντιμετωπίσει τις εισαγωγές φθηνών σαλιγκαριών ελευθέρας βοσκής από γειτονικά κράτη όπως η Βουλγαρία και η Τουρκία ή ακόμη διάφορους «επιτηδείους» που μαζεύουν σαλιγκάρια ελεύθερης βοσκής και εν συνεχεία προχωρούν σε πάχυνση λίγων μηνών πουλώντας τα ως «εκτροφείου». «Πρέπει να πείσεις για την ποιότητα του δικού σου προϊόντος» λέει ο κ. Κουτάλης, ο οποίος ως επόμενο στόχο έχει «να αποκτήσω άδεια ώστε να προωθήσω την παραγωγή μου σε τοπικά σουπερμάρκετ».
«Τα σαλιγκάρια δεν είναι μια χαμένη υπόθεση για την Ελλάδα, αρκεί το θέμα να μπει στις πραγματικές του διαστάσεις, μακριά από τις τυμπανοκρουσίες των εταιρειών που μιλούν για ασφαλή επένδυση» σχολιάζει ο κ. Δημήτρης Μάλκας, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Φυσικής Εκτροφής Σαλιγκαριών. Το εκτροφείο του είναι μεγέθους 7,5 στρεμμάτων με μια παραγωγή που υπολογίζεται στα 500 κιλά ανά στρέμμα. «Οι τιμές έχουν μεγάλη απόκλιση. Μπορεί να πουλήσεις και 2, μπορεί και 5 ευρώ το κιλό».
Και αυτός δέχεται συνεχώς τηλεφωνήματα από υποψήφιους καλλιεργητές. «Συνήθως δεν κρατάνε πάνω από δέκα λεπτά, όλοι έχουν την εντύπωση ότι θα γίνουν πλούσιοι από τη μια στιγμή στην άλλη. Εγώ τους εξηγώ ότι στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να ελπίζουν σε ένα καλό συμπληρωματικό εισόδημα. Και βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις, π.χ. στην Κρήτη, που απέτυχαν τελείως και εγκατέλειψαν την προσπάθεια».
Η «σαλιγκαρομανία» των τελευταίων ετών θα μπορούσε να αποδοθεί στην υπερβολική διαφήμιση, στην άπελπι δύναμη που στρέφει αρκετούς ανθρώπους στο να αναζητούν νέες διεξόδους από τα οικονομικά προβλήματα και βέβαια στην προσδοκία του εύκολου κέρδους. Πέρα από τις «ψυχολογικού» χαρακτήρα εξηγήσεις, υπάρχουν βέβαια και οι αντικειμενικές.
«Εδώ και μια δεκαετία η έρευνα όσον αφορά τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα είναι εν υπνώσει. Για προϊόντα όπως τα σαλιγκάρια όχι μόνο δεν υπάρχουν επιστημονικές, αμερόληπτες έρευνες που να δείχνουν αν ένα φυτό ή ζώο μπορεί να παραχθεί επί ελληνικού εδάφους. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αγρότες μετατρέπονται σε πειραματόζωα και οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι εταιρείες που πουλάνε «τεχνογνωσία». Ακόμη και στην περίπτωση που αυτές οι καλλιέργειες αποδειχθούν κατάλληλες, τίθεται το ζήτημα πώς θα απορροφηθεί όλη αυτή η παραγωγή που θα προκύψει από τη στιγμή που όλοι πέφτουν με τα μούτρα σε κάθε μόδα» λέει ο κ. Θανάσης Βασιλακάκης, γεωπόνος. «Μου θυμίζει το φαινόμενο με τις φάρμες στρουθοκαμήλου που είχαν γίνει τόσο της μόδας μία δεκαετία πριν. Υπερκάλυψαν πολύ γρήγορα τη ζήτηση και αυτή τη στιγμή έχουν απομείνει ελάχιστες».
«Σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει κάποιος να προσπαθήσει, ιδιαίτερα ο επαγγελματίας αγρότης, να εντάξει τις εναλλακτικές καλλιέργειες στη δραστηριότητά του» τονίζει από την πλευρά του ο κ.
Βασίλης Κόλλιας, ειδικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Νέων Αγροτών.
«Απλά πρέπει να προσέξει δέκα φορές περισσότερο.
Ας ξεκινήσει αναζητώντας πληροφορίες στο Διαδίκτυο, αν είναι δυνατόν σε μια ξένη γλώσσα. Εν συνεχεία, ας αναζητήσει τυχόν επιστημονικές ελληνικές έρευνες για την ίδια καλλιέργεια. Ας μάθει ποιοι έλληνες αγρότες προχώρησαν σε αυτήν και ας τους ρωτήσει. Αν τελικά πειστεί από όλα αυτά, ας ξεκινήσει πειραματικά φυτεύοντας μια μικρή έκταση ή λίγα δέντρα. Και βέβαια καλό θα ήταν να έχει ή να προσπαθήσει να αποκτήσει ακριβή εικόνα για τις εμπορικές δυνατότητες του κάθε προϊόντος».
Η χαμένη (;) ευκαιρία της στέβιας
Σε αντίθεση με τα σαλιγκάρια ή τις άλλες εναλλακτικές καλλιέργειες, η στέβια (φωτογραφία αριστερά), ένα φυτό το προϊόν του οποίου χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης, έχει μελετηθεί επιστημονικά και έχει καλλιεργηθεί πειραματικά σε εκτεταμένο βαθμό στη χώρα μας. Πρωτεργάτης σε αυτό υπήρξε ένας – συνταξιούχος σήμερα – καθηγητής Γεωπονικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο κ. Πέτρος Λόλας.
«Το συγκεκριμένο φυτό μπορεί να καλλιεργηθεί επί ελληνικού εδάφους με καλά αποτελέσματα και χαμηλό σχετικά κόστος. Αρχικά μάλιστα θα μπορούσε να είναι μια λύση για τους καπνοκαλλιεργητές που εγκατέλειψαν τον καπνό». Ως και το 2011 η στέβια δεν είχε εγκριθεί από την ΕΕ ως υποκατάστατο της ζάχαρης σε τρόφιμα παρά μόνο σε προϊόντα ειδικής διατροφής. «Ακόμη κι έτσι όμως αυτή τη στιγμή απαιτείται άδεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την καλλιέργειά της» εξηγεί ο κ. Λόλας.
«Δεν είναι όμως αυτό το βασικό εμπόδιο για την εξάπλωση της καλλιέργειάς της. Το κύριο θέμα είναι ότι, όπως συμβαίνει και με τη ζάχαρη, για την εκμετάλλευση του προϊόντος απαιτείται βιομηχανική επεξεργασία. Η στέβια στην Ελλάδα έχει τύχη και μέλλον όχι με ελεύθερη παραγωγή» εξηγεί ο κ. Λόλας «αλλά μόνο με συντεταγμένη, ελεγχόμενη και συμβολαιακή παραγωγή μέσω εθνικού φορέα στέβιας, ο οποίος θα είναι και μέλος του αντιστοίχου στην ΕΕ. Αλλιώς και η στέβια θα καταλήξει μια χαμένη υπόθεση για την ελληνική γεωργία».
Μόνη λύση η καθετοποιημένη παραγωγή
Το χαρτί της μεταποίησης και της διάθεσης
Πρόσφατα στη Μεσσηνία ιδρύθηκε ένας συνεταιρισμός από περίπου 100 ανθρώπους, επαγγελματίες αγρότες και μη, που στόχο έχει να παράγει προϊόντα που προέρχονται από το ιπποφαές. «Πέρα από τις καλλιέργειες ετοιμάζεται παράλληλα και μονάδα που θα επεξεργάζεται το προϊόν» λέει ο κ. Βασίλης Κωνσταντινίδης, εκ των πρωτεργατών του συνεταιρισμού που φέρει το όνομα «Πελοποννησιακό Ιπποφαές».
«Στους στόχους μας είναι η εξαγωγή λαδιού που χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία καλλυντικών αλλά και στη μαγειρική. Επιπλέον θέλουμε να κυκλοφορήσουμε τον δικό μας χυμό σε τοπικό αρχικά επίπεδο. Ο συνεταιρισμός δημιουργήθηκε ακριβώς για να δώσει μακρά προοπτική στην όλη ιστορία. Ακόμα και όταν έχεις ένα προϊόν για το οποίο υπάρχει ζήτηση, αν δεν καταφέρεις να κινηθείς μόνος σου δεν κάνεις τίποτα. Θα καταλήξεις σαν τους παραγωγούς λαδιού ή άλλων παραδοσιακών ελληνικών προϊόντων που ενώ είχαν ένα εξαιρετικό προϊόν είναι έρμαιο των μεσαζόντων» καταλήγει.
Παρόμοια είναι και η αντίληψη του κ. Ιωάννη Γαλάτουλα, γεωπόνου ερευνητή που πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Υπερτροφών Θεσσαλίας, ενός συνεταιρισμού που ασχολείται με προϊόντα σχετικά άγνωστα στη χώρα μας όπως το γκότζι μπέρι, η αρώνια και το μύρτιλλο. «Στόχος μας είναι να καλύψουμε τη (χαμηλή πάντως αυτή τη στιγμή) εγχώρια ζήτηση και αν είναι δυνατόν να στραφούμε σε εξαγωγές με προϊόντα όπως μαρμελάδα και αποξηραμένα φρούτα. Οι έλληνες αγρότες ξέρουν να καλλιεργούν, αυτό που τους λείπει είναι η τεχνογνωσία της μεταποίησης και της διάθεσης. Αυτός ήταν και ο στόχος της δημιουργίας του συνεταιρισμού».
Ο κ. Γαλάτουλας δεν κρύβει πως «ακόμα δεν μπορούμε να είμαστε 100% βέβαιοι για τις προοπτικές που θα έχουν αυτές οι καλλιέργειες στη χώρα μας. Οσοι όμως συμμετέχουν στον συνεταιρισμό, είτε είναι επαγγελματίες αγρότες που αναζητούν διέξοδο από τις παραδοσιακές καλλιέργειες είτε επιχειρηματίες, έχουν υπολογίσει το ρίσκο. Οσοι το έβλεπαν ως αναγκαστική επιλογή συνήθως δεν έχουν τα χρήματα που απαιτούνται για να συμμετάσχουν».
Συμβουλή για αγρότες, εναλλακτικούς ή μη
Είναι απαραίτητο ένα σημαντικό κεφάλαιο
Ο κ. Κωνσταντίνος Παναγιώτου, 31 ετών σήμερα, λίγα χρόνια πριν επέλεξε να επιστρέψει στην Αλίαρτο και να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες, όπως έκανε και η οικογένειά του. «Δούλευα σε τράπεζα με καλές προοπτικές εξέλιξης. Παρ’ όλα αυτά, δεν άντεχα ούτε να είμαι όλη μέρα μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή ούτε να περιμένω… να ανάψει το φανάρι».
Οι καλλιέργειές του περιλαμβάνουν κυρίως προϊόντα όπως βαμβάκι ή καλαμπόκι. «Φύτεψα όμως και 5 στρέμματα αχλαδιές με μέθοδο πυκνής φύτευσης. Αυτό σημαίνει ότι έχω περίπου χίλια δέντρα όταν με παραδοσιακές μεθόδους θα είχα περίπου το 1/4. Ο λόγος δεν έχει να κάνει με προσδοκώμενα υψηλά οφέλη, είναι μια κίνηση καταμερισμού του ρίσκου. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν θα συμβούλευα κάποιον να επιχειρήσει να γίνει αγρότης, εναλλακτικός ή μη, αν δεν έχει πίσω του σημαντικό κεφάλαιο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ