Αυτή την εβδομάδα μίλησα σε ένα ακροατήριο από κυρίως νέους Ευρωπαίους σε μια αρχαία και μαγευτική πόλη της Ολλανδίας που αρχίζει να ανησυχεί λιγάκι για τη θέση της στα βιβλία της Ιστορίας. Λέγεται Μάαστριχτ. Κοιτάζοντας πίσω, στον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία οδήγησε στην ευρωζώνη τού σήμερα, βρίσκω ένα μάθημα ζωτικής σημασίας.
Το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης έχει αλλάξει θεμελιωδώς τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά δεν έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αποφασίζεται αυτή η πολιτική. Τώρα, όπως τότε, για τις κρίσιμες συμφωνίες αποφασίζουν λίγοι εθνικοί ηγέτες από χώρες-κλειδιά και οι σύμβουλοί τους πίσω από κλειστές πόρτες, συχνά σε δείπνα με καλό φαγητό και καλό κρασί.
Τότε ήταν ο Φρανσουά Μιτεράν της Γαλλίας και ο Χέλμουτ Κολ της Γερμανίας. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι. Την ερχόμενη εβδομάδα θα είναι ο Φρανσουά Ολάντ, ο πρώτος Σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας μετά τον Μιτεράν, που θα κάνει το πρώτο μετεκλογικό προσκύνημα στην Ανγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο. Από Φρανσουά σε Φρανσουά: όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια.
Σήμερα, με δημοσιευμένα έγγραφα ενισχυμένα από τη δημοσιογραφική έρευνα, μπορούμε να δούμε ακριβώς πώς μαγειρεύθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ή μάλλον πώς μισοψήθηκε: δηλαδή, πώς έγινε η νομισματική ένωση χωρίς τη δημοσιονομική ένωση που είναι απαραίτητη για τη διατήρησή της.
Εδώ, για παράδειγμα, είναι ο Μιτεράν που γράφει στον Κολ τον Δεκέμβριο του 1989: «Επί ιρλανδικής και ιταλικής προεδρίας οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών μπορούν να βελτιώσουν τις προτάσεις για τον συντονισμό των προϋπολογισμών». Συντονισμό των εθνικών προϋπολογισμών! Κρατήστε τα πλευρά σας και γελάστε δυνατά, αλλιώς θα πρέπει να κλάψετε.
Και τώρα ρίξτε μια ματιά σε αυτές τις δύο γριές αλεπούδες, τον Αντρεότι και τον Μιτεράν, που συναντώνται σε ένα ξενοδοχείο έξω από το Μάαστριχτ το βράδυ πριν από τη σύνοδο του Δεκεμβρίου του 1991 για να συνεννοηθούν, στο δείπνο, για το πώς θα πείσουν τον Κολ για το χρονοδιάγραμμα της νομισματικής ένωσης που ήταν σαφές ότι είχε στόχο να δεσμεύσει μια προσφάτως (και γι’ αυτούς ανησυχητικά) επανενωμένη Γερμανία σε ένα πιο σφιχτό ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Απάντηση: κάνοντας αυτόματη την ένταξη, αρκεί να εκπληρώνονται ορισμένα αυστηρά κριτήρια α λα γερμανικά, όπως ελλείμματα κάτω του 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω του 60%. Κρατήστε πάλι τα πλευρά σας και γελάστε για να μην κλάψετε.
Ελπίζω να ζήσω αρκετά χρόνια για να διαβάσω τα επίσημα γαλλικά και γερμανικά αρχεία για τη συζήτηση της ερχόμενης εβδομάδας μεταξύ Ολάντ και Μέρκελ στο Βερολίνο και αφηγήσεις από πρώτο χέρι για τα σχετικά συνωμοτικά δείπνα.
Με αυτές τις καλά δοκιμασμένες μεθόδους οι ηγέτες της Ευρώπης θα καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό. Πιθανώς θα περιέχει ένα «σύμφωνο για την ανάπτυξη» που θα συμπληρώνει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Πειθαρχίας της Μέρκελ με κάποια επιπλέον ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Αλλά το πιο σοβαρό είναι ότι η θεμελιώδης πολιτική για τη λήψη αποφάσεων δεν έχει αλλάξει. Από την εποχή του Μάαστριχτ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει κερδίσει περισσότερες δικαιοδοσίες αλλά αυτό δεν οδήγησε σε ευρωπαϊκές πολιτικές για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τώρα, όπως τότε, αποφασίζουν εθνικοί ηγέτες για τα εθνικά τους συμφέροντα, όπως τα ορίζουν οι δικές τους εθνικές ελίτ.
Αλλά αυτό που έχει αλλάξει από τις ημέρες του Μάαστριχτ είναι η φωνή των λαών της Ευρώπης. Υπήρχε πάντα ένας κόκκος αλήθειας στον σαρκασμό ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε από μια «συνωμοσία των ελίτ», αλλά ήταν μόνο ένας κόκκος, επειδή στις περισσότερες χώρες εκείνες οι ελίτ μπορούσαν να βασίσουν τη φιλοευρωπαϊκή πολιτική τους σε μια στέρεη, αν και σε μεγάλο βαθμό παθητική, συναίνεση από τους πληθυσμούς τους.
Τώρα όχι πια. Οι Ελληνες μόλις φώναξαν «ως εδώ». Υπάρχει κίνδυνος ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η χαοτική διάλυση της ευρωζώνης.
Και αυτό με φέρνει πίσω στους νέους Ευρωπαίους για τους οποίους σας μίλησα. Ενας με πλησίασε μετά και μου είπε πάνω-κάτω τα εξής: «Συμφωνώ σχεδόν με όλα όσα είπατε, αλλά πώς θα πείσω τον πατέρα μου, που είναι ένας γερμανός εργάτης σε μια μικρή πόλη και δεν βλέπει γιατί θα πρέπει να πληρώσει για να σώσει ακαμάτηδες Ελληνες;».
Στο οποίο μία απάντηση υπάρχει: Αν πιστεύεις ότι η Ευρώπη το αξίζει, είναι δουλειά σου να πείσεις τον πατέρα σου. Και, πράγμα ακόμη πιο δύσκολο, να πείσεις έναν στους δύο νέους Ισπανούς που είναι τώρα άνεργοι.
Την πραγματική πολιτική για τη σωτηρία της ευρωζώνης, και μαζί της του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, θα τη διαμορφώσουν λίγοι εθνικοί ηγέτες στη διάρκεια δείπνων. Αλλά για να επιτύχει αυτή η πολιτική θα χρειαστεί τώρα η δέσμευση εκατομμυρίων άλλων Ευρωπαίων, στις δικές τους εθνικές γλώσσες, στα δικά τους ΜΜΕ και στη δική τους πολιτική. Χωρίς αυτό – και προς το παρόν δεν υπάρχουν πολλά σημάδια ότι θα συμβεί – η σωτηρία θα αποτύχει και τότε η λέξη Μάαστριχτ θα καταλάβει μια ατυχή θέση στα βιβλία της Ιστορίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ