«Γεια. Δεν είμαι δημόσιος υπάλληλος, ούτε κλέφτρα. Δεν πίνω ούζο, δεν σπάω πιάτα, δεν λέω «όπα» στην καθημερινότητά μου. Δεν ξέρω τον Γιώργο, τον Γιάννη ή τον Νίκο από την Ελλάδα, αν και είμαι σίγουρη πως είναι πολύ καλοί. Η χώρα μου είναι δημοκρατική• εξάλλου αυτή εμπνεύστηκε τη δημοκρατία. Μιλάω ελληνικά και άλλες πέντε γλώσσες – οι περισσότεροι στη χώρα μου μιλούν πολλές γλώσσες… Θα μπορούσα να ράψω τη σημαία της χώρας μου στην τσάντα μου, αλλά η κληρονομιά της χώρας μου δεν έχει γεωγραφικά όρια. Και αν οφείλω σε κάποιους χρήματα σήμερα – και δεν είμαι η μόνη που οφείλει – είναι επειδή εγώ εμπνεύστηκα την ιδέα της ελεύθερης αγοράς. Με λένε Greek, αλλά είμαι Ελληνίδα, όχι Greek, Ελληνίδα! Το όνομά μου είναι Κατερίνα και είμαι Ελληνίδα!».
Ο διάρκειας μόλις 1′.38» μονόλογος της ηθοποιού Κατερίνας Μουτσάτσου που άναψε φωτιές στο Internet πριν από λίγο καιρό (https://www.tovima.gr/media/article/?aid=454518), ξεκινά ήρεμα, σχεδόν συνεσταλμένα, και σιγά-σιγά κλιμακώνεται, για να καταλήξει σε έκρηξη: μια κοπέλα που κάνει τη δική της διαμαρτυρία σε ελληνικό φόντο. Θάλασσα, νησιά, σημαίες, αστυνομία, ο χάρτης της Ελλάδας, τσολιάδες που χορεύουν, χαρτονομίσματα ευρώ, ο Παρθενώνας, ο Μέγας Αλέξανδρος… Εκατοντάδες χιλιάδες χτυπήματα στο Internet από κάθε γωνιά του πλανήτη για ένα βίντεο. Αντιδράσεις; Ποικίλες. Σε πολλούς η «Ελληνίδα Κατερίνα» ξύπνησε εθνικοπατριωτικά ένστικτα, άλλοι θεώρησαν ότι «χτυπιέται σαν υστερικιά για να πει το αυτονόητο», όπως διαβάζουμε στα αμέτρητα σχόλια κάτω από το βίντεό της.
«Το ότι «έχω φωνή» και «εκφράζω αυτό που είμαι με πυγμή» δεν σημαίνει αναγκαστικά «είμαι οργισμένος»» μου απαντά η Κατερίνα Μουτσάτσου όταν τη ρωτώ αν κατά τη γνώμη της το βίντεο είναι η εκτόνωση ενός οργισμένου άνθρωπου – και αν ναι, γιατί; «Προσωπικά δεν θεωρώ ότι το βίντεο δείχνει έναν οργισμένο άνθρωπο» συνεχίζει «και δεν είμαι καθόλου οργισμένη. Είμαι αποφασισμένη».
Η Μουτσάτσου αναφέρεται στην ανάγκη της να ξυπνήσει από «μια αδράνεια ή ανημποριά όχι μόνο πρακτική, αλλά και – κυρίως – ψυχολογική. Το τι ακούμε όλοι μας είναι γνωστό. Βαλλόμαστε από παντού, είμαστε ο αποδιοπομπαίος τράγος της Ευρώπης και όχι μόνο. Οχι ότι δεν ευθυνόμαστε για πολλά πράγματα… αλλά καιρός να καταλάβουμε κι εμείς οι ίδιοι ότι πρέπει να περάσουμε στην αντεπίθεση, όχι ενάντια σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς, αλλά ενάντια σε αυτή την κατάσταση. Το «κοίτα πώς καταντήσαμε» ή «πώς μας κατάντησαν» κάποια στιγμή πρέπει να δώσει τη θέση του στη δράση, ο καθένας εκεί που μπορεί. Η ανάγκη να εκφράσω ένα θετικό μήνυμα για τον ελληνισμό και τη χώρα μου μέσω του Internet ήταν μια ιδέα που με διακατείχε για μήνες. Στις συζητήσεις με τους γύρω μου, είτε στο εξωτερικό είτε στην Ελλάδα, τα ίδια επιχειρήματα προέκυπταν ξανά και ξανά όταν χρειαζόταν να υποστηρίξω ή να εξηγήσω ποιος είναι ο Eλληνας, τι είναι αυτό που τον κάνει διαφορετικό και μοναδικό από όλους τους άλλους λαούς».
«Δεν φταίει ο Ελληνας, φταίει η Ελλάδα»
Για την Κατερίνα Μουτσάτσου η διαπλοκή, τα ρουσφέτια και η έλλειψη αγωγής του πολίτη είναι τα μείον του Ελληνα. «Τo περίεργο είναι πως όταν ο Eλληνας βγει στο εξωτερικό γίνεται ο καλύτερος των πολιτών. Αρα κάτι δεν πάει καλά. Ο Ελληνας μάλλον συμπεριφέρεται άσχημα εκεί που υπάρχει έδαφος για να το κάνει, δηλαδή στην Ελλάδα». Και ίσως όχι μόνον ο Ελληνας. «Τις προάλλες άκουσα για έναν γερμανό γιατρό που ζει στην Ελλάδα και δεν κόβει αποδείξεις. Στη Γερμανία θα το έκανε;».
Η Μουτσάτσου γεννήθηκε το 1972 στο Μοντερέι της Καλιφόρνιας, αλλά όταν ήταν μόλις δύο μηνών οι γονείς της επέστρεψαν στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στην Αθήνα και στην Αίγινα και, όπως λέει, «είχα την τύχη να απολαμβάνω τα καλά μιας μεγαλούπολης τις καθημερινές και την ομορφιά, τη φύση και την ιστορία ενός πανέμορφου νησιού τα Σαββατοκύριακα». Θυμάται με χαμόγελο τη ζεστασιά μιας «μεγάλης, κλασικού τύπου ελληνικής οικογένειας, με παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, ξαδέλφια. Δεν μπορούσα να μεγαλώσω πιο «ελληνικά», με την παραδοσιακή έννοια» λέει για την παιδική της ηλικία.
Οι γονείς της την έστειλαν στο Γαλλικό Σχολείο της Αθήνας, το οποίο χαρακτηρίζει «κάτι σαν πολυπολιτισμικό κέντρο». Οι συμμαθητές της προέρχονταν από διάφορες χώρες και θρησκείες. Μεγαλώνοντας με αυτές τις προσλαμβάνουσες μπορεί σήμερα να εξηγήσει τη μεγάλη της αγάπη για τον ελληνισμό με την ευρεία έννοιά του.
Της λέω ότι με τον τρόπο του το βίντεο ειρωνεύεται το γεγονός ότι οι ξένοι ξέρουν μόνο να εστιάζουν στο ελληνικό φολκλόρ. Μήπως όμως είναι και ευθύνη των Ελλήνων, αφού αυτό ακριβώς το φολκλόρ είναι που πουλούν στους ξένους; «Βεβαίως έχουμε ευθύνη εμείς οι Ελληνες» απαντά η ηθοποιός. «Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να καλλιεργούμε στον ίδιο βαθμό σήμερα αυτό που διαφήμιζε την Ελλάδα τη δεκαετία του 1960, άντε και του 1970. Είναι μια εικόνα που πλέον δεν μας εκφράζει. Εχουμε πολλά άλλα, πολύ πιο μοναδικά και ουσιαστικά, να επιδείξουμε. Η Ελλάδα και οι Ελληνες έχουν τέτοιον πλούτο που αυτού του είδους το φολκλόρ – το κιτς φολκλόρ, ούτε καν το πραγματικό με την έννοια της παράδοσης – δεν είναι ούτε πραγματικότητα ούτε αντιπροσωπευτικό μας. Οι Ελληνες έχουμε αλλάξει».
Αθήνα – Πόλη – Λος Αντζελες
Η Κατερίνα Μουτσάτσου σπούδασε Ιστορία Τέχνης και Θεατρικές Σπουδές στη Σορβόννη (Παρίσι) και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα άρχισε σχεδόν αμέσως να δουλεύει σε σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης και αργότερα στο θέατρο. Η πρώτη ταινία της, «Ο καϊκτσής», μια ελληνοτουρκική παραγωγή του 1999, της άνοιξε την πόρτα στην Τουρκία: η Μουτσάτσου δούλεψε ανά διαστήματα στο σινεμά και στην τουρκική τηλεόραση. Τότε μοίραζε τη ζωή της μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Κάποια στιγμή όμως πήρε την απόφαση να τα αφήσει όλα πίσω για ένα καινούργιο ξεκίνημα. Οπότε πήγε στο Λος Αντζελες.
Η Κατερίνα Μουτσάτσου σπούδασε Ιστορία Τέχνης και Θεατρικές Σπουδές στη Σορβόννη (Παρίσι) και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα άρχισε σχεδόν αμέσως να δουλεύει σε σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης και αργότερα στο θέατρο. Η πρώτη ταινία της, «Ο καϊκτσής», μια ελληνοτουρκική παραγωγή του 1999, της άνοιξε την πόρτα στην Τουρκία: η Μουτσάτσου δούλεψε ανά διαστήματα στο σινεμά και στην τουρκική τηλεόραση. Τότε μοίραζε τη ζωή της μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Κάποια στιγμή όμως πήρε την απόφαση να τα αφήσει όλα πίσω για ένα καινούργιο ξεκίνημα. Οπότε πήγε στο Λος Αντζελες.
«Δεν υπήρχε συγκεκριµένος λόγος, ήταν περισσότερο διάφορα µικρά πράγµατα που µε ώθησαν να φύγω» λέει. «Μάλλον η ποιότητα αυτών που έκανα – ή και η επανάληψή τους – είχε πάψει να µε ικανοποιεί. Ισως είχα την ανησυχία ότι η ζωή µου θα περνούσε και θα έµενα στάσιµη. Το να φύγω και µόνο ήταν ένα κάποια βήµα, έτσι το έβλεπα». Πέντε χρόνια αργότερα όχι μόνο δεν το έχει μετανιώσει αλλά καταλαβαίνει ακόμη καλύτερα την επιλογή της: «Μπορώ να κάνω τη δουλειά που αγαπώ χωρίς να περιµένω – ή να εξαρτώµαι δηµιουργικά – από άλλους. Γράφω, παράγω και σκηνοθετώ ταινίες micro-budget (η ταινία της «Loverly» παρουσιάζεται αυτή την εποχή σε διεθνή φεστιβάλ). Οπου να ‘ναι ολοκληρώνω ένα σενάριο ταινίας µεγάλου µήκους που σκοπεύω να γυριστεί το φθινόπωρο στην Αµερική. Αυτό είναι µεγάλη ελευθερία».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ