Πόσες φορές δεν έχουμε παρακολουθήσει χιουμοριστικά βιντεάκια με κατοικίδια να συνοδεύουν το αφεντικό τους στο πιάνο ή κάποιο μουσικό κομμάτι που παίζει στο ραδιόφωνο… «τραγουδώντας»; Και πόσες φορές όσοι από εμάς έχουμε ένα ζωάκι δεν έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια την ιδιαίτερη ανταπόκρισή τους σε συγκεκριμένα είδη μουσικής;
Υπάρχουν άραγε ζώα με προτίμηση στη ροκ ή στην κλασική μουσική; Ή απλά «πιάνουν» συγκεκριμένες συχνότητες και αντιδρούν σε αυτές; Αυτό και άλλα σχετικά ερωτήματα προσπάθησαν να απαντήσουν μέσα από μελέτες τους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν-Μάντισον, στις ΗΠΑ. Εμείς μιλήσαμε με τον επικεφαλής και ειδικό σε θέματα ψυχολογίας των ζώων, καθηγητή Τσαρλς Σνόουντον, ο οποίος μας ανέλυσε το «μυστήριο» σχετικά με τις μουσικές προτιμήσεις των μελών του ζωικού βασιλείου.
Μότσαρτ ή Μetallica;
«Ολα ξεκίνησαν όταν σε συνεργασία με τον τσελίστα της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας των ΗΠΑ και συνθέτη Ντέιβιντ Τάι αποφασίσαμε να μελετήσουμε ενδελεχώς το θέμα αυτό» μας λέει ο καθηγητής. «Ο ίδιος είχε κάποιες θεωρίες σχετικά με την επίδραση της μουσικής στα ανθρώπινα συναισθήματα. Πίστευε παρ’ όλα αυτά ότι δεν μπορούσαμε να τις εξετάσουμε σε ανθρώπους λόγω της πολιτισμικής κληρονομιάς που κουβαλάμε και των προτιμήσεων που αποκτούμε μεγαλώνοντας μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο. Πρότεινε λοιπόν να δοκιμάσουμε κάποιες ιδέες σε πρωτεύοντα θηλαστικά, και συγκεκριμένα σε ταμαρίνους, με τους οποίους δουλεύουμε στο πανεπιστήμιο. Θεώρησα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, οπότε και ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας».
«Σε πρώτη φάση άρχισα να του στέλνω εγγραφές με κραυγές των μικροσκοπικών πρωτευόντων με την τσιριχτή φωνή, χωρίς να του επισημαίνω περί τίνος επρόκειτο κάθε φορά. Προχωρώντας σε ακουστικές αναλύσεις και επιβραδύνοντας τα “τριξίματα” των ταμαρίνων, ο μουσικός κατάφερε να αναγνωρίσει, π.χ., κραυγές αγωνίας ή φόβου. Είχε απόλυτο δίκιο. Η τεχνική του ήταν παρόμοια με εκείνη που ακολουθεί ένας συνθέτης με στόχο να επιδράσει στο κοινό του μέσω της μουσικής του» περιγράφει ο δρ Σνόουντον.
Στην πορεία οι ειδικοί ανέτρεξαν σε προηγούμενη μελέτη, όπου είχαν εξεταστεί οι μουσικές «προτιμήσεις» των ταμαρίνων ανάμεσα σε Μότσαρτ, μουσική heavy metal και ροκ. Φάνηκε λοιπόν ότι τα ζώα έτειναν να προτιμούν τον αυστριακό συνθέτη περισσότερο από τα υπόλοιπα είδη. Ωστόσο τα πράγματα περιπλέκονταν όταν μπροστά στη δυνατότητα επιλογής μεταξύ Μότσαρτ και της απόλυτης ησυχίας και επέλεγαν απλά την… ησυχία τους.
Γιατί ήταν ακατάδεχτοι οι ταμαρίνοι;
«Συμπέρασμα των ερευνητών ήταν ότι τα πρωτεύοντα και άλλα είδη δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν ή να απολαύσουν τη μουσική. Τότε ήταν που σκεφτήκαμε ότι πιθανότατα ένα από τα βασικά προβλήματα ήταν το γεγονός ότι το φωνητικό εύρος των ταμαρίνων βρισκόταν περίπου τρεις οκτάβες υψηλότερα σε σχέση με εκείνο των ανθρώπων και συνεπώς απείχαν πολύ από την “ανθρώπινη” μουσική» υποστηρίζει ο αμερικανός ερευνητής.
Και κάπως έτσι τα κομμάτια του παζλ σκορπίστηκαν στο τραπέζι: επιστήμονες και μουσικός σήκωσαν τα μανίκια και αποφάσισαν να δοκιμάσουν τη μουσική «φλέβα» των ταμαρίνων συνθέτοντας και παίζοντάς τους κομμάτια κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους.
«Πέρα από το εύρος των ηχητικών συχνοτήτων του ακουστικού και φωνητικού πεδίου των μικροσκοπικών ζώων, έπρεπε να λάβουμε υπόψη και το τέμπο τους – την ταχύτητα δηλαδή με την οποία εξέφραζαν τους φθόγγους που χρησιμοποιούσαν κατά την επικοινωνία τους και η οποία ήταν πολύ ταχύτερη από τη δική μας. Αποφασίσαμε λοιπόν να εφαρμόσαμε τη θεωρία του Τάι: ότι η μουσική που μας ηρεμεί ακολουθεί τους καρδιακούς παλμούς μας σε κατάσταση ηρεμίας. Κάτι τέτοιο μπορεί για εμάς να μεταφράζεται σε 60 παλμούς το λεπτό, αλλά στην περίπτωση των ταμαρίνων μεταφράζεται σε 180 παλμούς το λεπτό» περιγράφει ο ενθουσιώδης καθηγητής.
Μπαλάντες για… μαϊμούδες
Ο Τάι συνέθεσε μουσική ειδικά σχεδιασμένη για τα μαϊμουδάκια. Ηχογραφούσε δηλαδή κομμάτια με βιολοντσέλο που είχε γράψει και στη συνέχεια τα επιτάχυνε ώστε να ανταποκρίνονται στα μέτρα των μικροσκοπικών «μουσικόφιλων». Στη συνέχεια οι ειδικοί προχώρησαν στην πολυαναμενόμενη «οντισιόν». Επαιξαν στα ζώα τη «μαϊμουδίστικη» και την «ανθρώπινη» μουσική και παρακολούθησαν τις αντιδράσεις τους.
«Δημιουργήσαμε κάποια ήρεμα κομμάτια χαλάρωσης και κάποια πιο δυναμικά και γρήγορα για τους ταμαρίνους. Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι, ενώ τα ζώα παρέμεναν ανεπηρέαστα από την ανθρώπινη μουσική (κλασική, heavy metal και ροκ), όταν άκουγαν τη “δική τους” μουσική εμφάνιζαν ιδιαίτερες συμπεριφορές. Παίζοντας, π.χ., τις ειδικές “μπαλάντες” τους – έναν πολύ αρμονικό τύπο μουσικής που στο ανθρώπινο αφτί μοιάζει με κάποιον που σφυρίζει – τα μαϊμουδάκια ηρεμούσαν, έτρωγαν και έπιναν – κάτι που κάνουν μόνο όταν είναι απόλυτα ήρεμα. Οταν πάλι τους παίζαμε μουσική εγρήγορσης – με γρήγορη εναλλαγή μουσικών φθόγγων που μοιάζει με πριόνι – τα ζώα γίνονταν πιο δραστήρια, αγκαλιάζονταν και έτειναν να αποζητούν συναισθηματική επιβεβαίωση. Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι το γεγονός ότι η επίδραση της μουσικής είχε μεγάλη διάρκεια μετά τη λήξη του κάθε κομματιού» μας λέει ο δρ Σνόουντον.
Τα ευρήματα είχαν παρουσιαστεί τον Ιανουάριο του 2010 στην επιθεώρηση «Biology Letters». Σύμφωνα με τον επιστήμονα, η συγκεκριμένη μελέτη οδήγησε πολλούς φιλόζωους στο να αφήνουν το ραδιόφωνο ανοιχτό φεύγοντας από το σπίτι, για τα κατοικίδιά τους. Οι μαρτυρίες αυτές έφεραν την ερευνητική ομάδα αντιμέτωπη με ένα νέο ερώτημα: τι αρέσει τελικά στις γάτες και στους σκύλους;
«Κατά την προηγούμενη μελέτη είχαμε δει ότι η μουσική για μαϊμούδες ήταν μάλλον ενοχλητική στα δικά μας αφτιά. Κάτι τέτοιο ήγειρε το ερώτημα τι βιώνουν τα ζώα στο άκουσμα των δικών μας ειδών μουσικής, τι αυτά τους προκαλούν. Ετσι οδηγηθήκαμε στην έρευνα που τελειώνουμε τώρα» μας λέει ο δρ Σνόουντον.
Τι κάνει νιάου-νιάου στο ηχείο;
Οι ερευνητές αποφάσισαν να μελετήσουν τις γάτες. Αυτό έγινε γιατί στην περίπτωση των σκύλων οι διαφορετικές ράτσες και η ποικιλομορφία της φυσιολογίας τους (μέγεθος, καρδιακοί παλμοί, φωνητικά μοτίβα) ήταν απαγορευτικές.
«Δημιουργήσαμε λοιπόν μουσική για γάτες, πατώντας επάνω στους καρδιακούς παλμούς τους σε κατάσταση ηρεμίας. Στη συνέχεια μελετήσαμε τη συμπεριφορά τους στο σπίτι τους. Βάλαμε δηλαδή στη μια άκρη του σαλονιού ένα ηχείο που έπαιζε κλασική μουσική και στην άλλη άκρη ένα δεύτερο που έπαιζε την ειδικά σχεδιασμένη για γάτες μουσική, που βρισκόταν εντός του εύρους συχνοτήτων τους.
Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι οι γάτες έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη “γατίσια” μουσική παρά στην ανθρώπινη. Ετειναν μάλιστα να κοιμούνται ενόσω έπαιζε η ανθρώπινη μουσική, ενώ στο άκουσμα της δικής τους μουσικής άνοιγαν τα μάτια, σηκώνονταν και κατευθύνονταν προς το ηχείο απ’ όπου ακουγόταν η δική τους μελωδία και άρχιζαν να τρίβονται επάνω του» αναφέρει ο ερευνητής.
Οι φιλόζωοι μάλιστα που επιθυμούν να δοκιμάσουν την αντίδραση της γάτας τους μπορούν να επισκεφθούν την ιστοσελίδα www.musicforcats.com, όπου υπάρχει ένα δείγμα των μουσικών κομματιών που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες. Οι ίδιοι δεν αποκλείουν μελλοντικά το ενδεχόμενο να μελετήσουν τις μουσικές επιλογές μιας συγκεκριμένης ράτσας σκύλων.
Μουσική, μια άλλη γλώσσα
Βάσει των ευρημάτων των Αμερικανών, οι τελευταίες επιτυχίες του αγαπημένου μας ραδιοφωνικού σταθμού ίσως είναι τελικά εξίσου εκνευριστικές για τα κατοικίδιά μας όσο είναι για εμάς το ανατριχιαστικό γραντζούνισμα στον πίνακα.
«Ο κόσμος αναφέρεται στη μουσική σαν να πρόκειται για μια μονοδιάστατη έννοια. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα ποικιλόμορφο. Μέσω αυτής μπορούμε να επιλέξουμε να αλλάξουμε, να “φτιάξουμε” ή να “ρίξουμε” τη διάθεσή μας. Π.χ., όταν θέλω να γράψω κάτι και θέλω να είμαι συγκεντρωμένος, θα επιλέξω να ακούσω Σούμπερτ, Μότσαρτ ή Μπαχ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να ακούσω Ραχμάνινοφ ή Μάλερ γιατί η μουσική τους είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και θα μου αποσπάσει την προσοχή. Τα μουσικά κομμάτια γράφονται με τρόπο ώστε να προκαλούν πληθώρα συναισθημάτων στους ακροατές. Οπότε δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι: αν κάποιος ή ακόμη και ένα ζωάκι δεν απολαμβάνει Μότσαρτ, πολύ πιθανόν να προτιμά κάτι άλλο» υποστηρίζει ο δρ Σνόουντον.
«Μελετώ κραυγές ζώων εδώ και δεκαετίες. Είναι η πρώτη φορά όμως που με τη βοήθεια του συνθέτη μας κατάφερα να εντοπίσω τη “μουσική” επικοινωνία που κρύβεται πίσω από αυτές. Τα στοιχεία αυτά διευρύνουν την έννοια της μουσικής. Υπάρχουν θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η μουσική εξελίχθηκε μετά τη γλώσσα και ότι η μουσική σύνθεση διαθέτει γλωσσολογικές διαστάσεις, οι οποίες απαιτούν τη γνώση γραμματικής και άλλες περίπλοκες γλωσσικές ικανότητες. Ως προς τον συναισθηματικό αντίκτυπο, προσωπικά πιστεύω ότι η μουσική ανήκει στην εξελικτική ιστορία μας και ότι αναπτύχθηκε αρχικά με στόχο την επικοινωνία των συναισθημάτων μας. Στην πορεία, με την ανάπτυξη του λόγου προσθέσαμε σε αυτόν μουσικό ρυθμό και τονικότητα προκειμένου να βάζουμε συναίσθημα στις φράσεις μας και να επικοινωνούμε πιο αποτελεσματικά μεταξύ μας».
Στην παρούσα φάση οι ερευνητές συνεργάζονται με ζωολογικούς κήπους προκειμένου να εντοπίσουν τις ακριβείς μουσικές προτιμήσεις διαφορετικών ειδών πρωτευόντων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία μουσικών «εργαλείων» που να χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιπτώσεις, όπως για να ηρεμούν τα ζώα χωρίς την ανάγκη φαρμάκων ή για να επιταχύνουν τους ρυθμούς της ανάρρωσής τους ύστερα από κάποια χειρουργική επέμβαση.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΒΟΣΚΩΝ
Μιλούν στα σκυλιά όπως οι μαμάδες στα μωρά
Η Πατρίσια Μακ Κάναλ, πρώην φοιτήτρια του δρος Σνόουντον, πραγματοποίησε μια ενδιαφέρουσα μελέτη με αντικείμενο τον τρόπο επικοινωνίας των βοσκών με τους σκύλους τους. Μελέτησε κόλεϊ – γνωστά και ως σκωτσέζικοι ποιμενικοί – τα οποία έχουν το καθήκον να καθοδηγούν το κοπάδι.
«Η Μακ Κάναλ διαπίστωσε ότι οι οδηγίες που λάμβαναν οι σκύλοι από τους βοσκούς για να οδηγήσουν το κοπάδι δεξιά ή αριστερά βασίζονταν σε εντολές με διαφορετικό ιδιοσυγκρασιακό υπόβαθρο. Οταν πάλι οι βοσκοί επιθυμούσαν να κινητοποιήσουν τους σκύλους χρησιμοποιούσαν πιο σύντομες φράσεις, με τονικότητα στακάτο, με αποτέλεσμα εκείνοι να κινούνται ταχύτερα. Κάτι παρόμοιο έχουμε και στη ροκ μουσική» εξηγεί ο δρ Σνόουντον. «Αντίθετα, όταν χρησιμοποιούσαν λέξεις των οποίων οι φθόγγοι αποτελούνταν από νότες καθοδικής συνοχής (από ψηλή νότα κατέληγαν σε χαμηλή) τότε τα ζώα ηρεμούσαν και σταματούσαν».
Εξετάζοντας βοσκούς από διαφορετικούς πολιτισμούς (Αμερικανούς, Κινέζους, Ευρωπαίους), η ερευνήτρια είδε ότι οι συγκεκριμένες φωνητικές εντολές εμφάνιζαν οικουμενικό χαρακτήρα, καθώς όλοι τους χρησιμοποιούσαν παρόμοια σινιάλα.
«Συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με εκείνα μιας προηγούμενης μελέτης η οποία ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο οι μητέρες μιλούν στο μωρό τους, η Μακ Κάναλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εντολές των σκύλων ακολουθούσαν την ίδια δομή με εκείνη των “μωρουδίστικων”. Δεν είχε να κάνει τόσο με τις λέξεις όσο με τον τόνο της φωνής που χρησιμοποιούσαν. Αρα τελικά δεν είναι καθόλου περίεργο που βλέπουμε πολλούς ιδιοκτήτες σκύλων να μιλούν με αυτόν τον τρόπο στα ζώα τους».