Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η αριστουργηματική κινηματογραφική δημιουργία του Ελεμ Κλίμοφ (1933-2003) βγαίνει ξανά στο σινεμά και συγκεκριμένα στην αίθουσα Ζέφυρος των Πετραλώνων. Αν και η ταινία ήταν προγραμματισμένη να προβληθεί προς τιμήν της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης των λαών στις 9 Μαΐου 1945, η προβολή της γίνεται τρεις μόλις ημέρες μετά τις εκλογές της Κυριακής 6ης Μαΐου που έστειλαν τους χρυσαυγίτες στη Βουλή των Ελλήνων.
Κάνοντας μια θαρραλέα βουτιά στην κόλαση του πολέμου η μόλις πέμπτη και τελευταία ταινία του Κλίμοφ μάς υπενθυμίζει τι εστί πραγματικά ναζισμός επιστρέφοντας στη σφαγή των Ρώσων από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το συγκλονιστικό έπος είναι μια καταγραφή των φρικαλεοτήτων των ναζιστών στη Λευκορωσία του 1943, όπου κατέστρεψαν ολοσχερώς παραπάνω από 600 χωριά καίγοντας ζωντανούς τους κατοίκους τους, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους.
Περί τα 2,2 εκατομμύρια Λευκορώσοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η ταινία του Κλίμοφ είναι ένας φόρος τιμής σε αυτούς τους νεκρούς. Ακολουθεί την πορεία ενός 12χρονου αγοριού, του Φλόρια (που τον υποδύεται υποδειγματικά ο Αλεξέι Κραβτσένκο), ο οποίος ξεθάβει ένα χαμένο όπλο, κατατάσσεται στον ρωσικό στρατό με την ανυπομονησία να ζήσει σαν στρατιώτης και σύντομα βλέπει τη φαντασίωσή του να διαλύεται όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον Ελεμ Κλίμοφ, η πρώτη εκδοχή του σεναρίου έφερε τον τίτλο «Σκότωσε τον Χίτλερ» αλλά μετά την πάροδο επτά ετών, όταν τελικά του επετράπη να ασχοληθεί με την ταινία, όρος ήταν η μη αναφορά του ονόματος του Χίτλερ. Ο Κλίμοφ ζήτησε από τον αδελφό του να στραφεί στην Καινή Διαθήκη. «Ημασταν καθ’ οδόν για το Γκοσκίνο και ξεφύλλιζε την Αποκάλυψη του Ιωάννη και βρήκε το απόσπασμα: «Το αρνίο άνοιξε μία από τις σφραγίδες και άκουσα ένα από τα τέσσερα ζώα σαν με φωνή βροντής να λέει: Ελα να δεις». Αυτό επαναλαμβάνεται αρκετές φορές. Ετσι προέκυψε ο τίτλος».
Ως παιδί ο Κλίμοφ, που γεννήθηκε στο Στάλινγκραντ, είχε δει όλους τους βομβαρδισμούς των Γερμανών και το θεωρούσε φυσικό να είναι φορτισμένος από τις πολύ ισχυρές αναμνήσεις οι οποίες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη δημιουργία τού «Ελα να δεις». «Ο πατέρας μου έμεινε στο Στάλινγκραντ να πολεμήσει και θυμάμαι τη μητέρα μου, τον αδελφό μου βρέφος και εμένα να διασχίζουμε τον Βόλγα στο Στάλινγκραντ. Ηταν Οκτώβρης του 1942. Καθόμασταν σ’ ένα υπόστεγο στο φέρι. Είχαν βομβαρδίσει έναν σταθμό παροχής πετρελαίου που είχε καταρρεύσει στο ποτάμι και το νερό είχε πάρει φωτιά. Μας βομβάρδιζαν συνεχώς, το νερό έβραζε εξαιτίας όλων αυτών. Οι μανάδες μας μάς κάλυπταν με τα κορμιά τους. Εριχναν πάνω μας κουβέρτες, μαξιλάρια και τους εαυτούς τους πάνω απ’ όλα αυτά. Φυσικά κρυφοκοιτούσα γιατί ήμουν περίεργος. Ηταν μακριά ως τα Ουράλια».
Ενας άλλος λόγος που έπαιξε ρόλο στη δημιουργία της ταινίας ήταν το χείλος της καταστροφής στο οποίο την εποχή που γυρίστηκε βρισκόταν ο κόσμος. «Σήμερα το ξεχνάμε, τότε όμως το νιώθαμε στο πετσί μας ότι την επόμενη ημέρα θα ξεσπούσε ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει σε σημείο που το παραμικρό ολίσθημα θα μπορούσε να επιφέρει παγκόσμια καταστροφή».
Και ο τρίτος λόγος ήταν μια προηγούμενη ταινία του Κλίμοφ, η «Αγωνία», που του είχε προκαλέσει τεράστια απογοήτευση.
Εντελώς τυχαία βρέθηκε στα χέρια του σκηνοθέτη ένα μυθιστόρημα του Αντάμοβιτς, η «Ιστορία του Κατίν». Δεν γνώριζε τον συγγραφέα (που καταγόταν από οικογένεια ανταρτών) αλλά τον συνεπήραν η ζωντάνια της αφήγησης, η επιδεξιότητα με την οποία περιέγραφε την κατοχή στη Λευκορωσία και τη γενοκτονία του πληθυσμού. Αρχισαν να γράφουν μαζί το σενάριο και έτσι προέκυψε ο πρώτος τίτλος «Σκότωσε τον Χίτλερ». «Μ’ αυτό εννοούσαμε: Σκότωσε τον Χίτλερ μέσα σου γιατί έχουμε όλοι τους δαίμονές μας σε κάποιον βαθμό» είπε ο Κλίμοφ αργότερα.
Θα περνούσαν πολλά χρόνια σιωπής ώσπου να φανερωθεί ο τίτλος «Ελα να δεις» και να αρχίσουν τα γυρίσματα στη Λευκορωσία. Η διαδικασία των γυρισμάτων υπήρξε ιδιαίτερα χρονοβόρα γιατί ο Αλιόσα Κραβτσένκο, το παιδί που πρωταγωνιστούσε, ήταν τότε μόλις 13 χρόνων και δεν είχε τις συναισθηματικές άμυνες ενός επαγγελματία.
«Θα μπορούσε να καταλήξει άσχημα» είπε αργότερα ο Κλίμοφ, «να καταλήξει στο ψυχιατρείο γιατί έζησε εμπειρίες απόγνωσης. Δεν εννοώ τη σκηνή που πνιγόταν στον βάλτο ούτε τις αληθινές σφαίρες που περνούσαν πάνω από το κεφάλι μας. Μια φορά μια ρουκέτα εξερράγη στον αέρα και ένα φωτεινό αλεξίπτωτο έπεφτε την ίδια ώρα. Και έπρεπε να το μοντάρουμε όλο αυτό σε μια σεκάνς. Ηταν κι αυτή η αγελάδα που παραλίγο να μας λιώσει όλους. Αργότερα ο Αλιόσα εκμυστηρεύτηκε ότι οι χειρότερες σκηνές γι’ αυτόν ήταν οι σκηνές στον ξύλινο αχυρώνα όπου είχε οδηγηθεί ολόκληρο το χωριό. Εκεί μέσα έζησε τη χειρότερη εμπειρία. Μου είπε αργότερα: «Κόντεψα να τρελαθώ εκεί μέσα»».
Ολα τα γυρίσματα έγιναν στη Λευκορωσία. Ο Κλίμοφ δεν έφυγε από τον χώρο ούτε για μία ημέρα φοβούμενος μήπως και έχανε την τοποθεσία. Οι χωρικοί της περιοχής συμμετείχαν ενεργά στη δημιουργία της ταινίας που προς μεγάλη έκπληξη του Κλίμοφ εν τέλει γυρίστηκε. Πολλές χώρες την αγόρασαν, το «Ελα να δεις» απέσπασε πολλά βραβεία, ενώ η τραχύτητά της έπιασε πολύ κόσμο «στον ύπνο» και υπήρξαν περιπτώσεις στη Ρωσία και στην Ουγγαρία όπου ασθενοφόρα απομάκρυναν τους ανθρώπους από τις αίθουσες.
Μετά το «Ελα να δεις» ο Κλίμοφ δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει και πράγματι δεν ξαναγύρισε ποτέ ταινία. «Πέρασα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, το ίδιο και οι συνεργάτες μου, το επιτελείο της ταινίας. Ηξερα καλά ότι έπρεπε να προστατεύσω εκείνο το παιδί για να μην τρελαθεί. Μ’ έναν υπνωτιστή εξελίξαμε ένα σύστημα άμυνας με συνεχόμενα τεστ. Ξέραμε πόσο κοντά είναι ένα παιδί στο υποσυνείδητό του, πώς να του μεταδώσουμε τη γνώση, πώς να το χαλαρώσουμε και να το απαλλάξουμε από το βαρύ φορτίο. Ηταν πολύ αγχωτικό! Δόξα τω Θεώ, δεν συνέβη αυτό που φοβόμασταν. Ο Λιόσα ήταν ένα παιδί με γερά νεύρα και με πάρα πολύ ταλέντο».