Πέμπτη βράδυ. Εγκαίνια έκθεσης έλληνα καλλιτέχνη σε μεγάλη αθηναϊκή γκαλερί. Κόσμος πολύς, ίσως περισσότερος από ό,τι θα περίμενε κανείς. Συζητήσεις, χάζι, ένα ποτήρι κρασί. Μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ότι η κίνηση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πώληση. Στους πίνακες που είναι κρεμασμένοι στους τοίχους ως τίτλος θα μπορούσε να μπει η φράση «Απούλητον λόγω κρίσης».
Εικαστικοί δημιουργοί, ιδιοκτήτες αιθουσών τέχνης, συλλέκτες, επιμελητές και εκπρόσωποι οίκων δημοπρασιών, όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως σε όσους απευθυνθήκαμε συμφωνούν ότι η αγορά τέχνης στην Ελλάδα παρουσιάζει βαθιά και ανησυχητικά σημάδια κάμψης. Θα μπορούσαμε όμως να μιλήσουμε για πραγματική κατάρρευση; Εδώ οι απόψεις διίστανται.
«Αφού καταρρέει όλη η Ελλάδα, γιατί όχι και η τέχνη; Η κατάρρευση της τέχνης είναι συνακόλουθο της πολιτιστικής μας κατάρρευσης» σχολιάζει ο συλλέκτης και ιδιοκτήτης του Μουσείου Φρυσίρα Βλάσης Φρυσίρας. «Η συλλογή έργων τέχνης είναι μια δραστηριότητα πολυτελείας και μια οικονομική κατάρρευση συμπαρασύρει την «τρέλα» του συλλέκτη να αγοράσει. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις αίθουσες τέχνης, θα δει πόσο «συμπιεσμένοι» είναι αυτοί οι χώροι. Πολλοί βρίσκονται στα πρόθυρα του λουκέτου. Η «συμπίεση» αυτή είναι γεγονός ότι οδηγεί τις τιμές προς τα κάτω, κάτι που ευνοεί τους οικονομικά εύρωστους να αγοράσουν. Κάπως έτσι συντηρείται ο χώρος της τέχνης σήμερα: με την αγορά έργων ελάχιστων και μόνο ως επένδυση».
Η Ιλεάνα Τούντα, ιδιοκτήτρια του Contemporary Art Center Ileana Tounta, μας πληροφορεί ότι για την ώρα δεν έχουν κλείσει πολλές γκαλερί, ωστόσο αρκετές υπολειτουργούν. «Δεν βρίσκω καθόλου υπερβολική τη λέξη «απόγνωση» για να χαρακτηρίσω την κατάσταση, διότι ξέρω ότι πολλοί από τους συναδέλφους μου είναι πράγματι σε απόγνωση. Και εννοώ ιδιοκτήτες αιθουσών τέχνης αλλά και καλλιτέχνες. Μην ξεχνάμε ότι οι γκαλερί συντηρούν οικογένειες. Ολοι έχουμε μεγάλη αγωνία: Θα αντέξουμε ως το τέλος; Εγώ, π.χ., έχω να πληρώσω μια πανάκριβη ΔΕΗ παρ’ ότι κρατάω τον χώρο σβηστό και τον φωτίζω όταν έρχεται πελάτης» λέει.
Η κυρία Τούντα υπογραμμίζει ότι σε μια τέτοια κατάσταση επιβιώνουν μόνο όσοι έχουν διεθνή αναγνώριση. «Είναι δύσκολο όμως να γίνουν γνωστοί οι έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό διότι, πρώτον, ποτέ από τα μουσεία δεν υπήρχε ανάλογη πολιτική. Είναι και οι δικοί μας μεγάλοι συλλέκτες που δεν έχουν κατορθώσει να επιβληθούν. Δεν γίνονται λοιπόν κάποιες οργανωμένες κινήσεις προς τα έξω. Γι’ αυτό τη σύγχρονη ελληνική τέχνη δεν την ξέρουν. Το δικό μας καλλιτεχνικό γίγνεσθαι δεν μπορεί να μένει απομονωμένο σε μια εποχή τόσο διεθνή όπως η σημερινή».
Σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί και ο Αρσέν Καλφαγιάν, ιδιοκτήτης των Kalfayan Galleries, ο οποίος ξεκαθαρίζει ότι οι γκαλερί που λειτουργούν με έναν ενδοσκοπικό τρόπο αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα. «Για την κατηγορία αιθουσών τέχνης που έχουν προσανατολισμό προς τα έξω σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι το τέλος του κόσμου» λέει, τονίζοντας όμως ότι «εκεί έξω» είναι εύκολα τα πράγματα. Χρειάζεται υποδομή, πείσμα, υπομονή, προσπάθεια και επαγγελματισμός για να καταφέρει να ανοίξει κανείς τα φτερά του.
«Πρέπει κανείς να αδράξει την ευκαιρία μιας περιόδου ανακατατάξεων όπως η σημερινή και να προωθήσει αυτό που πιστεύει. Τονίζω ότι η τοπική σκηνή είναι πληγωμένη αλλά μόνο με σωστό προγραμματισμό και προσανατολισμό θα σωθούμε. Πρέπει να δουλέψουμε για να εξαγάγουμε τον πολιτισμό μας» λέει ο κ. Καλφαγιάν.
Από το 2010 η πτώση του τζίρου στα λεγόμενα Greek Sales, στις δημοπρασίες έργων ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό, είναι αξιοσημείωτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο Τίμος Οικονομόπουλος του οίκου Bonhams, το σύνηθες ποσοστό πώλησης των έργων, που έφθανε το 80%-85%, έχει πέσει σήμερα περίπου στο 60%. «Είναι χαρακτηριστικό ότι η πώληση του πιο ακριβού έργου σε Greek Sale των Bonhams έγινε το 2007 και αυτό ήταν η «Ελληνίδα μάνα» του Ντελ’ Ακουα (938.400 στερλίνες)». Οι εκτιμήσεις των ανθρώπων του οίκου οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι στις δημοπρασίες προτιμούνται πλέον ολοένα και περισσότερο μεγάλα και ακριβά έργα – και όχι έργα που κοστίζουν ως 5.000 ευρώ.
«Αυτό είναι σαφές δείγμα αποδυνάμωσης της μεσαίας τάξης» σημειώνει ο κ. Οικονομόπουλος. Ως εκ τούτου στο επερχόμενο 20ό Greek Sale του οίκου, που θα γίνει στις 22 Μαΐου στο Λονδίνο, αποφασίστηκε να τεθούν προς πλειοδοσία λιγότερα έργα (103), ενώ υπό άλλες συνθήκες μπορεί να έφθαναν τα 180.
«Από τους 50 πουλάνε οι πέντε»
«Οι μεγάλοι συλλέκτες αγοράζουν πολύ πιο προσεκτικά» τονίζει η Δάφνη Ζουμπουλάκη της Γκαλερί Ζουμπουλάκη, «ωστόσο δεν αντιμετωπίζουμε δυσκολία στην πώληση έργων προβεβλημένων καλλιτεχνών. Είναι σίγουρα μια κακή εποχή για την αγορά τέχνης αλλά υπάρχουν και θετικά στοιχεία. Οπως ότι η παραγωγή έργων είναι πιο δημιουργική και ουσιαστική, ενώ έχει αυξηθεί τρομερά και ο αριθμός προσέλευσης κόσμου σε εγκαίνια και εκδηλώσεις».
«Λαμβάνω χιλιάδες προσκλήσεις, περισσότερες από ό,τι παλιότερα» λέει η επιμελήτρια του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ Νάντια Αργυροπούλου. «Διαπιστώνω ότι υπάρχει σχεδόν βουλιμική συμπεριφορά για ό,τι γίνεται. Είναι μάλλον το άγχος που εκρήγνυται, είτε δημιουργικά είτε απλώς για να δηλώσουμε ότι είμαστε παρόντες». Η ίδια αντιστέκεται σε κλισέ τύπου «η κρίση μάς έκανε περισσότερο δημιουργικούς». «Ισως να έκανε τις ιδέες πιο βαθιές και πιο κοφτερές, αλλά η τέχνη δεν είναι δημοσιογραφία. Δεν αντιδρά με όρους ποδηλατικού ακτιβισμού. Πρέπει να αφομοιώσει πρώτα για να παρουσιάσει μετά».
«Μα και στους πολέμους τα έργα τέχνης δεν έσωσαν πολλούς ανθρώπους;» αναρωτιέται μια άλλη ιδιοκτήτρια γκαλερί, η Μαρίζα Καλογεροπούλου-Φασιανού της «Ιριδος». «Η τέχνη, ιδιαίτερα σήμερα, αποτελεί μια σοβαρή και ωραία τοποθέτηση. Ενας Τσαρούχης θα παραμένει πάντα Τσαρούχης. Γι’ αυτό πολλοί συλλέκτες αγοράζουν ως τοποθέτηση». Ο Τίμος Οικονομόπουλος υπερθεματίζει: «Τα καλά και τα μεγάλα σε διαστάσεις έργα, καθώς επίσης οι μεγάλοι καλλιτέχνες, εξακολουθούν να πηγαίνουν καλά».
Δεν είναι όμως όλοι… Τσαρούχηδες και Βολανάκηδες. Σύμφωνα με τον Βλάση Φρυσίρα, πολλοί έλληνες καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. «Δεν είναι προνομιούχα τάξη εκείνη των καλλιτεχνών. Σήμερα από τους 50 πουλάνε οι πέντε. Και η συντριπτική πλειονότητα σας διαβεβαιώνω ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης».
Κώστας Βαρώτσος, γλύπτης
«Ευκαιρία να φύγουν από την αγορά τα λαμόγια»
Ο καλλιτέχνης Κώστας Βαρώτσος στέκεται ιδιαίτερα στην εξαφάνιση των «μεσαίων» συλλεκτών: «Ηταν αυτοί που αγόραζαν με… δόσεις, οι λεγόμενοι amateurs της τέχνης. Για μένα ήταν η πιο συμπαθής τάξη συλλεκτών. Σήμερα ούτε καν το σκέφτονται να αγοράσουν». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αγορά τέχνης έχει υποστεί μεγάλο χτύπημα, αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε ένα ξεκαθάρισμα αξιών. «Ποτέ μα ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρχε αξιόπιστη ανάλυση αξιών στον χώρο της σύγχρονης τέχνης» λέει. «Ποιος θα μπορούσε να την κάνει; Τα μουσεία που έχουμε είναι της πλάκας. Ούτε υπήρχε ποτέ μηχανισμός ή κριτικοί τέχνης που να προσδιορίσουν με σοβαρότητα αξίες: Ο Γιώργος κάνει 1 δισ., ο Μανώλης τίποτα. Να γιατί η κρίση πιστεύω ότι θα βοηθήσει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα αξιών και να φύγουν τα λαμόγια από την αγορά. Δεν βλέπετε ότι τώρα έχουμε αρχίσει και θυμόμαστε ανθρώπους που είχαμε ξεχασμένους; Να, δείτε τη δική μου περίπτωση. Μέχρι πρότινος στην Ελλάδα δεν μου έδιναν σημασία. Τώρα δεν προλαβαίνω να δίνω διαλέξεις». Για τον Κώστα Βαρώτσο μεγάλοι χαμένοι της κρίσης είναι οι νέοι καλλιτέχνες διότι όσοι αγοράζουν πια ψάχνουν με μεγαλύτερη προσοχή και δεν ρισκάρουν.
«Ευκαιρία να φύγουν από την αγορά τα λαμόγια»
Ο καλλιτέχνης Κώστας Βαρώτσος στέκεται ιδιαίτερα στην εξαφάνιση των «μεσαίων» συλλεκτών: «Ηταν αυτοί που αγόραζαν με… δόσεις, οι λεγόμενοι amateurs της τέχνης. Για μένα ήταν η πιο συμπαθής τάξη συλλεκτών. Σήμερα ούτε καν το σκέφτονται να αγοράσουν». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αγορά τέχνης έχει υποστεί μεγάλο χτύπημα, αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε ένα ξεκαθάρισμα αξιών. «Ποτέ μα ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρχε αξιόπιστη ανάλυση αξιών στον χώρο της σύγχρονης τέχνης» λέει. «Ποιος θα μπορούσε να την κάνει; Τα μουσεία που έχουμε είναι της πλάκας. Ούτε υπήρχε ποτέ μηχανισμός ή κριτικοί τέχνης που να προσδιορίσουν με σοβαρότητα αξίες: Ο Γιώργος κάνει 1 δισ., ο Μανώλης τίποτα. Να γιατί η κρίση πιστεύω ότι θα βοηθήσει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα αξιών και να φύγουν τα λαμόγια από την αγορά. Δεν βλέπετε ότι τώρα έχουμε αρχίσει και θυμόμαστε ανθρώπους που είχαμε ξεχασμένους; Να, δείτε τη δική μου περίπτωση. Μέχρι πρότινος στην Ελλάδα δεν μου έδιναν σημασία. Τώρα δεν προλαβαίνω να δίνω διαλέξεις». Για τον Κώστα Βαρώτσο μεγάλοι χαμένοι της κρίσης είναι οι νέοι καλλιτέχνες διότι όσοι αγοράζουν πια ψάχνουν με μεγαλύτερη προσοχή και δεν ρισκάρουν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ