«Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες» θα μπορούσε να αναδειχθεί η συγκρότηση κυβέρνησης την επομένη των εκλογών. Ο κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού και η έλλειψη αυτοδυναμίας έχουν δημιουργήσει συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, ενώ στο βάθος του ορίζοντα ορισμένοι βλέπουν νέες εκλογές στις 17 Ιουνίου.

Δεν αποκλείεται λοιπόν η χώρα να βρεθεί και πάλι μπλεγμένη στον κυκεώνα των διερευνητικών εντολών και των περίπλοκων κυβερνητικών σχημάτων που χαρακτήρισαν την περίοδο 1989-1990 – αυτή τη φορά όμως υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» της άμεσης αναγκαιότητας εφαρμογής των προβλέψεων του μνημονίου.

Το πρώτο βήμα, μετά την ενημέρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για τα αποτελέσματα των εκλογών από τον Πρόεδρο της Βουλής, είναι να δοθεί η διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου σε έδρες κόμματος, ώστε να εξετάσει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. «Η διερευνητική εντολή διαφέρει από την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης» σημειώνει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Κ. Χρυσόγονος. «Ουσιαστικά», προσθέτει, «πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ αρραβώνα και γάμου».
Το Αρθρο 37 του Συντάγματος προβλέπει ότι διερευνητικές εντολές μπορούν να πάρουν τα τρία πρώτα σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματα, τα οποία έχουν στη διάθεσή τους από τρεις ημέρες για να εξετάσουν αν μπορούν να τελεσφορήσουν. Δυνατότητα για διερευνητική εντολή έχει και τέταρτο κόμμα σε περίπτωση που υπάρχει ισοπαλία σε έδρες.
Αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, τότε δεν αποκλείεται να αποκτήσει χαρακτήρα-«κλειδί» πιθανή ψήφος ανοχής του δεύτερου κόμματος. Πρόκειται για ένα σενάριο που έχει ακουστεί αρκετά στην προεκλογική περίοδο, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αποφυγής εκ μέρους του ΠαΣοΚ να συμμετάσχει με στελέχη του σε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του κ. Αντ. Σαμαρά, ψηφίζοντας απλώς τα «μνημονιακά» νομοσχέδια.
Σύμφωνα με τον κ. Γ. Σωτηρέλη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να πειστεί ότι πέραν του πρώτου κόμματος και ορισμένα άλλα κόμματα ή συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών θα παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης.
Ωστόσο, όπως εξηγεί, «αόριστες διαβεβαιώσεις δεν αρκούν. Απαιτείται να προηγηθούν γραπτές ή προφορικές δημόσιες δηλώσεις τους ότι όντως θα παρασχεθεί είτε ψήφος εμπιστοσύνης είτε ψήφος ανοχής. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι κατά το άρθρο 84, παρ. 6 του Συντάγματος, για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης μια κυβέρνηση αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων, η οποία όμως δεν πρέπει να είναι μικρότερη από τα 2/5 (δηλαδή 120 βουλευτές). Σύμφωνα λοιπόν με τη διάταξη αυτή, αν οι παρόντες είναι 280 και όχι 300, η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 141, ενώ αν οι παρόντες είναι 200 η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 120 (και όχι 101). Με βάση αυτά τα δεδομένα», συνεχίζει, «ένα κόμμα μπορεί να ανακοινώσει εκ των προτέρων ότι οι βουλευτές του θα απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, δηλαδή αντί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση ενός άλλου κόμματος να επιλέξει την ψήφο ανοχής. Μια τέτοια δήλωση σημαίνει αυτόματα ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να δώσει πλέον εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο πρώτο κόμμα, αν αυτό διαθέτει την πλειοψηφία των παρόντων που δεν είναι μικρότερη από 120 (αν, π.χ., το πρώτο κόμμα έχει 125 έδρες και το κόμμα που θα δηλώσει αποχή από την ψηφοφορία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης 80 έδρες).
Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, στο προσκήνιο έρχεται ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπό την Προεδρία του συγκαλείται σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη νέα Βουλή. Εκεί, αναμένεται να καταβληθεί προσπάθεια για τη συγκρότηση βιώσιμης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης, δηλαδή είτε κυβέρνησης συνεργασίας που θα διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία 151 εδρών είτε κυβέρνησης που θα στηρίζεται, κατά τα προαναφερθέντα, σε ψήφο ανοχής.
Οι συζητήσεις δεν είναι απαραίτητο να ολοκληρωθούν αυθημερόν. Μπορούν να διαρκέσουν περισσότερες ημέρες. «Γενικότερα όμως, από την επομένη των εκλογών η διαδικασία των διερευνητικών εντολών και της σύγκλησης του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μπορεί άνετα να ολοκληρωθεί σε 15 ημέρες» παρατηρεί ο κ. Σωτηρέλης. Δεν αποκλείεται πάντως το ενδεχόμενο ένα κόμμα να αρνηθεί να παραλάβει διερευνητική εντολή ή να την καταθέσει αμέσως. Τότε τα χρονικά όρια μπορεί εκ των πραγμάτων να συντμηθούν.
Αν επιτευχθεί συμφωνία, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό το πρόσωπο που υποδεικνύουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικό να είναι βουλευτής, ούτε καν πολιτικός (θα μπορούσε, π.χ., να είναι τεχνοκράτης). Αν όμως δεν υπάρξει πεδίο σύγκλισης, η Βουλή διαλύεται και ανοίγει ο δρόμος για να διεξαχθούν ξανά εκλογές εντός 30 ημερών. Αυτή τη φορά, κατά τον εκλογικό νόμο, οι εκλογές θα γίνουν με λίστα.
Το επόμενο στάδιο, όπως παρατηρεί και ο κ. Χρυσόγονος, είναι «να οριστεί επί τόπου υπηρεσιακή κυβέρνηση» που θα οδηγήσει τη χώρα στις επόμενες εκλογές. Αν τα κόμματα συμφωνήσουν, τότε αντικαθίστανται οι υπουργοί με στελέχη από τα κόμματα. Πρόκειται για μια διακομματική-εκλογική κυβέρνηση. Σε διαφορετική περίπτωση, σχηματίζεται μια υπηρεσιακή-εκλογική κυβέρνηση, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να επιλέγει για πρωθυπουργό έναν εκ των επικεφαλής των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Συμβούλιο της Επικρατείας, Αρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) που στη συνέχεια επιλέγει τα μέλη της κυβέρνησής του (κυρίως τεχνοκράτες κοινής αποδοχής).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ