Ο Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, ελπίζει ότι το σημερινό -και μοναδικό- τηλεοπτικό ντιμπέιτ με τον αντίπαλό του, Φρανσουά Ολάντ, θα τον βοηθήσει να ανατρέψει τα στατιστικά και να κερδίσει τον Σοσιαλιστή υποψήφιο, ο οποίος προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Ο Φρανσουά Ολάντ απέρριψε την πρόταση του Νικολά Σαρκοζί για τη διεξαγωγή τριών ντιμπέιτ.
«Ο Σαρκοζί φτάνει στον δεύτερο γύρο με ένα διπλό μειονέκτημα: το ένα είναι συμβολικό και αφορά το ότι δεν τελείωσε πρώτος στον πρώτο γύρο των εκλογών και το δεύτερο αριθμητικό. Πρέπει να κερδίσει πολύ περισσότερες επιπλέον ψήφους στον δεύτερο γύρο από ότι έκανε το 2007» ανέφερε ο Γκενέλ Γκολτ, στέλεχος της εταιρείας δημοσκοπήσεων TNS-Sofres.
«Το ντιμπέιτ μπορεί να αλλάξει τα πράγματα και μάλλον θεωρεί και ο ίδιος ότι είναι κρίσιμο, γι’αυτό ζήτησε και τρία» ανέφερε.
Το θέμα που αναμένεται να κυριαρχήσει στο ντιμπέιτ είναι η οικονομική κρίση. Με την ανεργία να έχει φτάσει στη Γαλλία σε επίπεδα ρεκόρ, ο Φρανσουά Ολάντ έχει ζητήσει περισσότερες δαπάνες και υψηλότερους φόρους για να βοηθήσει την ανάπτυξη.
Ο Νικολά Σαρκοζί υποστηρίζει ότι η πολιτική του Φρανσουά Ολάντ θα οδηγήσει τη Γαλλία βαθύτερα στην κρίση.
Ο Γάλλος πρόεδρος δέχθηκε μεγάλο πλήγμα από την απόφαση της Μαρίν Λεπέν να ψηφίσει λευκό στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Η πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου, η οποία στον πρώτο γύρο συγκέντρωσε ποσοστό 18%, κάλεσε έμμεσα τους ψηφοφόρους της να κάνουν το ίδιο.
«Ο Σαρκοζί είναι πεπεισμένος ότι υπάρχει μια δεξιά πλειοψηφία στη χώρα, αλλά υπάρχει τέτοια προσωπική απέχθεια για το πρόσωπό του ανάμεσα στους εργαζόμενους και στην κατώτερη τάξη που δεν μπορεί να στηρίζεται στις ψήφους αυτές» λέει ο Λοράντ Ντιμπουά, καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού. «Καθώς φλερτάρει με τη δεξιά, τρομοκρατεί το κέντρο» προσθέτει.
Το ντιμπέιτ θα ευνοήσει μάλλον τον Γάλλο πρόεδρο, ο οποίος έχει μεγαλύτερη πείρα και καλύτερη επίδοση στις τηλεοπτικές εμφανίσεις.
«Δεν θα εισέλθω σε αγώνα μποξ» είπε ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών σε συνέντευξή του στο France 2 πριν από μερικές ημέρες. «Θα πάω για να δείξω τα σχέδιά μου για τη χώρα και να επικρίνω τα πεπραγμένα του αντιπάλου μου. Θέλω οι Γάλλοι να αισθάνονται τιμή για το ντιμπέιτ, όχι να το εξευτελίσω με προσβλητικές φράσεις» πρόσθεσε ο Φρανσουά Ολάντ.
Τα ντιμπέιτ θεωρούνται ότι συχνά έχουν κρίνει την προεκλογική μάχη. Για παράδειγμα, το 1974 ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν είπε στον Φρανσουά Μιτεράν ότι δεν «έχει το μονοπώλιο της καρδιάς». Η φράση αυτή έγινε ισότιμη με τη νίκη του.
Ο υποψήφιος πρωθυπουργός του Ολάντ
Ο Ζαν-Μαρκ Ερό, ο γερμανομαθής επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Γάλλων Σοσιαλιστών, είναι το φαβορί για την πρωθυπουργία εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και κατακτήσει ο Φρανσουά Ολάντ την προεδρία.
Ο Ερό, πρώην δάσκαλος γερμανικών και παλιός σύμμαχος του Ολάντ γνωστός για τις πραγματιστικές προσεγγίσεις του, είδε τις τελευταίες εβδομάδες τις πιθανότητές του να αυξάνονται έναντι αυτών της αρχηγού του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μαρτίν Ομπρί, η οποία θεωρείται μάλλον αριστερή της παλιάς σχολής.
Αρκετοί που γνωρίζουν τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος και εξωτερικοί σύμβουλοι του Ολάντ ανέφεραν στο Reuters πως ο Ερό είναι τώρα το φαβορί για τη θέση. Ζήτησαν να μην κατονομαστούν επειδή ο υποψήφιος θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε ενέργεια που μπορεί να δείξει ότι θεωρεί δεδομένη τη νίκη του επί του απερχόμενου συντηρητικού προέδρου Νικολά Σαρκοζί.
Με τη γερμανομάθειά του, ο συμβιβαστικός Ερό θα μπορούσε να γίνει ένας γεφυροποιός στις σχέσεις με το Βερολίνο έπειτα από μια προεκλογική εκστρατεία που επικεντρώθηκε στο αίτημα του Ολάντ να επαναδιαπραγματευτεί το γερμανικής εμπνεύσεως σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας για την Ευρώπη.
Δήμαρχος της Νάντης στη δυτική Γαλλία, ο μετρημένος Ερό ήταν ειδικός σύμβουλος της εκστρατείας του Ολάντ, αρμόδιος για τις σχέσεις με άλλα αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα, ιδιαίτερα το αντιπολιτευόμενο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) της Γερμανίας.
Στο παρασκήνιο, ο 62χρονος Ερό έχει φέρει σε πέρας ευαίσθητες αποστολές. Πέρυσι συναντήθηκε με συμβούλους της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο σε μια προσπάθεια να οικοδομήσει σχέσεις με τη συντηρητική κυβέρνησή της.