Παρότι ο προεκλογικός αγώνας πλησιάζει στο τέλος του, αποδεικνύεται δύσκολο να πει κανείς κάτι πραγματικά καινούργιο ή ενθαρρυντικό, καθώς οι (συνήθως ομιλητικότατοι) Έλληνες δείχνουν να είναι βαθιά βυθισμένοι, και όχι αδικαιολόγητα, στη θλίψη. Ο λόγος γι’ αυτό, όμως, σχετίζεται ενδεχομένως και με τα άτομα που διεκδικούν την πολιτική εξουσία.
Πράγματι, μερικοί από τους πολιτικούς μας δυσκολεύονται να αποκρύψουν το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν το πρόσφατο, ένοχο παρελθόν. Μερικοί άλλοι (στα παρασκήνια) προέρχονται μεν από ένα πιο μακρινό παρελθόν, αλλά επιμένουν να τρέφουν την αβάσιμη ελπίδα ότι θα αναστηθούν… Κάποιοι άλλοι, πάλι, είτε παλιοί πολιτικοί είτε πρωτοεμφανιζόμενοι, αναζητούν τη σωτηρία μέσω της αναζωπύρωσης του φανατισμού και της εμφύλιας διαμάχης. Γεγονός όμως είναι ότι, όσο ευφυείς και αν είναι κατά τα άλλα αυτοί οι υποψήφιοι, τα προφίλ τους κανέναν δεν συναρπάζουν και κανέναν δεν εμπνέουν.
Η διαπίστωση είναι αποθαρρυντική, αλλά απολύτως αληθής. Και τούτο, διότι όλα τα κόμματα – από τη Δεξιά έως την Αριστερά – αδυνατούν να απαλλαγούν από τις αγκυλώσεις τους. Συν τοις άλλοις, μεγάλο μέρος της ρητορικής τους, όπως και πολλά από τα δημοσιογραφικά σχόλια που τη συνοδεύουν, επικεντρώνονται απλώς στο ποιοι θα μοιραστούν τις υπουργικές θέσεις με ποιους. Ελάχιστα λέγονται για το αν τα συγκεκριμένα άτομα αξίζουν αυτές τις θέσεις! Ακόμη λιγότερη πίστη δίδεται στην ικανότητα των πολιτικών να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους. Είτε όμως το θέλουμε είτε όχι, αυτή είναι η αμφιβολία που επικρατεί σήμερα στο εκλογικό σώμα.
Ο κόσμος διψά για αλλαγή• ζητά νέες λύσεις για τα νέα προβλήματα, καθώς και νέα πρόσωπα για να τα χειριστούν. Εντούτοις, σε γενικές γραμμές, οι Έλληνες πολίτες βρίσκονται ακόμη αντιμέτωποι με παλιά πρόσωπα, πολλά από τα οποία, και από τις δύο μεγάλες πλευρές, είχαν κάποτε την ευκαιρία να δράσουν αλλά απέτυχαν παταγωδώς (εν μέρει εξαιτίας της έλλειψης οργάνωσης και των αλληλοσυγκρουόμενων φιλοδοξιών τους). Επιπλέον, υπάρχουν και διάφοροι ημιδεδηλωμένοι δελφίνοι οι οποίοι, ενώ οι ηγέτες τους δίνουν τη μάχη της ζωής τους, προσπαθούν, μέσω σκόπιμης σιωπής ή μελετημένης αμφισημίας, να υπονομεύσουν τόσο αυτούς όσο και την ενότητα του κόμματός τους. Ο θάνατος πλησιάζει, αλλά εκείνοι επιμένουν να αλληλοδιαπληκτίζονται!
Είμαι άραγε ο μόνος που υποστηρίζει ότι τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά εάν ο πολιτικός διάλογος είχε προσανατολιστεί, ως όφειλε, στο μέλλον; εάν είχε παύσει να περιστρέφεται γύρω από τα κάθε λογής παρωχημένα συνθήματα, είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς;
Κεντρικός στόχος όλων μας πρέπει να είναι η κοινωνική συνοχή, η δε κομματική ενότητα πρέπει να αποτελεί γεγονός, και όχι ψεύτικη εικόνα.
Δεν είναι δυνατόν να αντισταθμίσουμε όλες αυτές τις ανεπάρκειες κάνοντας απλώς έκκληση για σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας δύο ή τριών κομμάτων, διότι οι πολίτες γνωρίζουν ότι η εν λόγω τακτική συγκαλύπτει απλώς την καιροσκοπική επιθυμία ορισμένων να καταλάβουν υπουργικές καρέκλες.
Το μόνο πράγμα που θα κέρδιζε και τη στήριξη όλου του έθνους και τη μάχη της επιβίωσης – εντυπωσιάζοντας συγχρόνως τους ξένους φίλους και εχθρούς μας – είναι η αποκατάσταση του ξεφτισμένου κοινωνικού ιστού της χώρας μας.
Η προσπάθεια αυτή πρέπει να βασιστεί στην κατεπείγουσα ανάγκη ανακούφισης των φτωχών, των απόβλητων, των εγκαταλελειμμένων πολιτών. Παράλληλα, όμως, πρέπει να συνδυαστεί με την καταπολέμηση του φθόνου εναντίον των πιο επιτυχημένων.
Μόνον η παροχή κινήτρων θα επανέφερε τους επενδυτές στη χώρα μας, και όχι οι ανεδαφικές εκκλήσεις… «να κάνουν το καθήκον τους». Ωστόσο, αν χρειάζονται κάτι οι γνήσιοι επιχειρηματίες δεν είναι απλώς η παροχή φορολογικών κινήτρων, αλλά ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς που θα τους επιτρέπει να προγραμματίζουν τις κινήσεις τους και θα τους επιβραβεύει για κάθε ρίσκο που παίρνουν και για κάθε καλή ιδέα που υλοποιούν.
Τέτοιους επιχειρηματίες χρειάζεται η χώρα μας, και όχι εκείνους που κερδοσκοπούν χάρις στις βολικές σχέσεις τους με έναν ή περισσότερους υπουργούς. Το πρώτο είδος καπιταλισμού χρειαζόμαστε. Το δεύτερο, ωστόσο, είναι αυτό που μας ταλαιπωρεί εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία και το οποίο οφείλουμε επιτέλους να εξορκίσουμε!
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η ανάκαμψη της χώρας μας, εφόσον είναι εφικτή, μπορεί να έλθει μόνον εάν καταβάλουμε μιαν ασυνήθιστα μεγάλη διανοητική και ψυχική προσπάθεια. Και πρέπει η προσπάθεια αυτή να εστιαστεί στη σύναψη δεσμών με νέους φίλους στο εξωτερικό -τουτέστιν: στη διαμόρφωση μιας νέας, πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής προκειμένου να διευκολύνουμε τη διαπραγματευτική μας στάση στην Ευρώπη.
Σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, οφείλουμε επίσης να επινοήσουμε νέους και ευφυείς τρόπους μετατροπής της αρνητικής συγκυρίας σε πραγματική ευκαιρία. Παραδείγματος χάριν, η εντεινόμενη μαζική έξοδος από την Αθήνα, απόρροια της οικονομικής κρίσης, μπορεί να γίνει κατά τρόπο «σχεδιασμένο», ώστε να προωθηθεί η «εσωτερική μετανάστευση» προς περιοχές της χώρας οι οποίες, για πολιτικούς λόγους, χρειάζονται νέο ελληνικό αίμα.
Μόνο με νέες, πρωτότυπες αντιλήψεις μπορούμε να απαλλαγούμε από τη νωθρή εκείνη νοοτροπία που αρκείται στην αναπαραγωγή φθαρμένων κοινοτοπιών του είδους «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Το δημιουργικό αυτό πνεύμα, όμως, μπορεί να διαμορφωθεί μόνον εάν οι πολίτες μας παραμείνουν σε κατάσταση διανοητικής εγρήγορσης απέναντι στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Επιπλέον, και λόγω του παρελθόντος τους, αμφιβάλλω αν ο λαός έχει πειστεί ότι οι επίδοξοι σωτήρες πράγματι στοχεύουν πρώτα στο συμφέρον της πατρίδας και μετά στις ατομικές τους φιλοδοξίες.
Ας δούμε λοιπόν μερικές ακόμη ιδέες, τις οποίες, θεωρώ, αξίζει να σκεφτούμε λίγο πιο προσεκτικά.
Πρώτον: προσφέρεται άραγε η στιγμή για να υποσχόμαστε αλλεπάλληλες συνταγματικές αναθεωρήσεις ή μήπως θα έπρεπε να θέσουμε τον χρόνο και τα προβλήματά μας σε λογική προτεραιότητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ακραίας κρίσης;
Δεύτερον: πόσο ρεαλιστικό είναι να αφήνουμε τους πολίτες να ελπίζουν ότι οι πρόσφατες παραχωρήσεις μας μπορούν να επανορθωθούν εάν απλώς στείλουμε στις Βρυξέλλες μια νέα ομάδα διαπραγματευτών χωρίς να της έχουμε πρώτα εξασφαλίσει νέα στήριξη (από το εξωτερικό), η οποία και θα έλθει να ενισχύσει τα επιχειρήματά τους; Επιπλέον, αυτό που θα κάνει ισχυρότερους τους διαπραγματευτές μας δεν είναι τόσο το ότι θα έχουν τη στήριξη 155 ή 160 βουλευτών, όσο μάλλον το γεγονός ότι οι ξένοι φίλοι μας θα γνωρίζουν πως οι διαπραγματευτές μας έχουν τη στήριξη όλων των Ελλήνων πολιτών, και όχι απλώς των ψηφοφόρων τους. Αναδεικνύεται έτσι, και πάλι, η έμφαση που πάντοτε δίνω στην κοινωνική συμφιλίωση.
Τρίτον: πόσο δίκιο έχουμε να θεωρούμε ότι οι Ευρωπαίοι φίλοι μας είναι ισχυροί, όταν, σήμερα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κλονίζεται συθέμελα; Για να το θέσω και διαφορετικά: έχει έλθει η στιγμή να σταθούμε απέναντί τους ως συνετοί φίλοι και να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε ότι θα εκπληρώσουμε μεν τις υποχρεώσεις μας, αλλά όχι όλες μαζί, μονομιάς και με τον βάναυσο τρόπο που έχουν επιβάλει μέχρι τώρα στους υπουργούς μας οι οποίοι, ο ένας μετά τον άλλον, παραδέχονται σήμερα ότι δεν είχαν καν διαβάσει τα έγγραφα που κλήθηκαν να υπογράψουν;
Τέταρτον: δεν πρέπει άραγε να κάνουμε τους Ευρωπαίους να καταλάβουν, με ευγενικό πλην όμως σταθερό τρόπο, ότι η τήρηση συμφωνημένων κανόνων δεν είναι δυνατόν να πάρει το προβάδισμα έναντι του κινδύνου να βυθιστεί η χώρα μας σε εμφύλια σύρραξη; Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη την εύθραυστη σημερινή κατάσταση και το κύμα των αλλαγών κυβερνήσεων στην Ευρώπη, διαθέτουμε ένα ακόμη διαπραγματευτικό ατού, εφόσον βεβαίως καταφέρουμε να ξανακερδίσουμε τη χαμένη αυτοπεποίθησή μας και τη χρησιμοποιήσουμε δεόντως.
Πέμπτον: πόσο ουσιαστικά προσπαθούμε να επιλύσουμε το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης κατά τρόπο αναγκαίο για τους πολίτες μας αλλά και ανθρώπινο για τους ίδιους τους μετανάστες, όταν, μέχρι στιγμής, οι κυβερνήσεις μας έχουν κάνει μόνο επικοινωνιακές προσπάθειες, χωρίς να επιτύχουν ουσιαστική συμπαράσταση από την Ευρώπη αλλά ούτε και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο να απομακρυνθούμε από ευρωπαϊκές συμφωνίες που εμποδίζουν τον επαναπατρισμό; Εν ολίγοις, πρέπει να έχουμε το θάρρος να επιτεθούμε πολλαπλώς και ευφυώς στο πρόβλημα, το οποίο δικαίως καταθορυβεί τον λαό μας, και όχι απλώς σε αυτούς που προσπαθούν να το εκμεταλλευθούν προς ίδιον όφελος.
Έκτον: δεν έχει άραγε έλθει η στιγμή να εξορθολογίσουμε το εκπαιδευτικό σύστημά μας, ώστε να παράγει αποφοίτους που μπορούν να βρουν δουλειά, και όχι να πολλαπλασιάζει το προλεταριάτο των ημιμορφωμένων ανέργων; Μήπως, ενδεχομένως, θα έπρεπε να μειωθούν τα (διάσπαρτα σε όλη τη χώρα) ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης και ο αριθμός των τμημάτων που, καθώς φαίνεται, δεν έχουν καν φοιτητές;
Έβδομον: πότε επιτέλους θα κινηθούμε προς την κατεύθυνση της εξακρίβωσης και της προστασίας του ορυκτού μας πλούτου σε γη και θάλασσα, εγκαταλείποντας τις γενικόλογες φλυαρίες και διαμορφώνοντας ένα σύστημα που να μπορεί να εφαρμοστεί διότι θα στηρίζεται στα εμπορικά συμφέροντα πολλών χωρών και δεν θα επηρεάζεται από τις περιοριστικές επιθυμίες μίας και μόνης ξένης δύναμης και – όπως πολλοί ισχυρίζονται- μιας ομάδας ελληνικών (!) συμφερόντων που αντιτίθεται στην ανάπτυξη αυτού του πλούτου; Στην τελευταία αυτή πρόταση, θεωρώ, συνοψίζεται ό,τι ακριβώς χρειάζεται, αυτήν τη στιγμή, η χώρα μας.
Όλα αυτά τα ζητήματα θα έπρεπε να έχουν συζητηθεί, και όχι απλώς μισοαναφερθεί, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Κανείς όμως δεν θέλησε να τα συζητήσει. Έχει όμως παρέλθει πλέον η δυνατότητα για έναν σοβαρό διάλογο.
Αυτό που απομένει τώρα είναι να αρχίσουμε σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε από τις 7 Μαΐου και μετά, προκειμένου να μην αφήσουμε τα γεγονότα να αποκτήσουν τη δική τους επικίνδυνη δυναμική!
Πόσοι όμως έχουν θελήσει να εγκύψουν σε όλα αυτά τα ζητήματα, αντί να κάθονται και να ονειρεύονται την κατάληψη υπουργικών θέσεων ή να σχεδιάζουν την εκθρόνιση των ηγετών τους; Κοντολογίς, πόσοι από τους πολιτικούς μας έχουν ήδη έτοιμο ένα «Σχέδιο Β», αν υποθέσουμε, ασφαλώς, ότι είχαν ποτέ καταστρώσει ένα «Σχέδιο Α»;
Πολλοί πιστεύουμε ότι τα ΜΜΕ δεν είναι άμοιρα ευθυνών για τη σημερινή μας κατάντια. Το δηλώσαμε, άλλωστε, ανοικτά και δεν γίναμε διόλου δημοφιλείς όταν εξωτερικεύσαμε αυτή την κοινώς παραδεκτή άποψη. Ας έχουμε όμως σήμερα το θάρρος να αποκαταστήσουμε την ισορροπία και να πούμε ότι, ακόμη και τώρα, την ύστατη στιγμή, τα ΜΜΕ, και μόνον αυτά, θα μπορούσαν να αρχίσουν την αντίστροφη μέτρηση εφόσον θέσουν προσωρινά κατά μέρος τις προσωπικές φιλίες, αλλάξουν τη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζουν οι ίδιοι τους οι κορυφαίοι συντάκτες και επιτρέψουν, στις 7 Μαίου, να εισέλθει στο σκοτάδι μια αχτίδα φωτός: με τη μορφή, ίσως, ενός νέου τρόπου σκέψης.