Πώς να επανεκκινήσουμε την οικονομία μας

Στο παρόν άρθρο περιγράφω το πλαίσιο μιας πρότασης η οποία, αν υιοθετηθεί, έχει μεγάλη πιθανότητα να μεταστρέψει το κλίμα γενικευμένης οικονομικής ύφεσης και απαισιοδοξίας που επικρατεί στην χώρα μας και να επιτρέψει στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις να κινητοποιηθούν ώστε να συμβάλλουν στην προσπάθεια ανάταξης της ελληνικής οικονομίας

Στο παρόν άρθρο περιγράφω το πλαίσιο μιας πρότασης η οποία, αν υιοθετηθεί, έχει μεγάλη πιθανότητα να μεταστρέψει το κλίμα γενικευμένης οικονομικής ύφεσης και απαισιοδοξίας που επικρατεί στην χώρα μας και να επιτρέψει στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις να κινητοποιηθούν ώστε να συμβάλλουν στην προσπάθεια ανάταξης της ελληνικής οικονομίας.

Η πρότασή συνίσταται σε μια συντεταγμένη «διαγραφή» χρεών, με ταυτόχρονη θέσπιση αναπτυξιακών κινήτρων, στη βάση ενός στοχευμένου σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης και αλλαγής κλίματος, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια έκρηξη ατομικής και συλλογικής επιχειρηματικότητας κυρίως σε συγκεκριμένους εξωστρεφείςτομείς της οικονομίας.

Δυστυχώς, όσο ασθενέστερα οικονομικά γίνονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, τόσο περισσότερο καταλαμβάνονται από απαισιοδοξία και αίσθημα φυγής από τις καταπιεστικές συνθήκες που διαμορφώνονται, ώστε η πιθανότητα σύντομης επανόδου της οικονομίας μας στο μονοπάτι της ανάπτυξης απομακρύνεται. Με άλλα λόγια, μπορεί μεν η δημοσιονομική προσαρμογή να επιτευχθεί, αλλά, όταν θα συμβεί αυτό, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μπορεί να μην είναι πια σε θέση να σηκώσουν το βάρος της επιστροφής της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Γιατί, ενόσω τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις αγορές και παράγουν κατά κύριο λόγο το εθνικό εισόδημα δεν εκδηλώνουν επαρκή αποτελεσματική ζήτηση (αφού με την σειρά τους δεν μπορούν, λόγω έλλειψης ρευστότητας, να πληρώσουν), δεν θα απορροφηθούν στην παραγωγή οι διαθέσιμοι εργαζόμενοι και δεν θα απασχοληθούν σε υψηλό βαθμό οι αργούσες παραγωγικές εγκαταστάσεις.

Με την λανθασμένη εφαρμογή, κυρίως του πρώτου μνημονίου, οδηγηθήκαμε σε κατάρρευση της ιδιωτικής κατανάλωσης και σε συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων, λόγω αρνητικής απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Οπότε, η συρρίκνωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων από τη μια μεριά, και από την άλλη το παραλυτικό βάρος του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες, η εξυπηρέτηση του οποίου απορροφά οποιαδήποτε εναπομείνασα ρευστότητα των οικονομικών μονάδων, φρενάρουν συστηματικά την επανεκκίνηση της ιδιωτικής οικονομίας.

Επιπλέον, λόγω του υπερβολικού δανεισμού και των αρνητικών ταμειακών ροών των επιχειρήσεων, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος μέσω της συνεχούς περιστολής του κόστους που χειροτερεύει αντί να βελτιώνει την κατάστασή των επιχειρήσεων, ενώ οποιεσδήποτε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα διασφαλίσουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους (βλέπε ανάπτυξη) αναβάλλεται για το μέλλον. Με άλλα λόγια, στην προσπάθειά τους για επιβίωση οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μειώνουν δαπάνες (και στερούν έσοδα από άλλους), αναβάλλουν (αν όχι εγκαταλείπουν) τα όποια επενδυτικά τους σχέδια, μειώνουν τις παραγωγικές δραστηριότητες, απολύουν στελέχη και εργατικό προσωπικό. Έτσι, νομοτελειακά λειτουργούν σε ένα φαύλο κύκλο ο οποίος οδηγεί στην καλύτερη περίπτωση σε σταδιακή συρρίκνωση των εργασιών, επιβίωση στο χείλος της πτώχευσης, δυσανάλογα μεγάλη δανειακή υποχρέωση, και με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία υποθηκευμένα στους δανειστές.

Από την πλευρά των τραπεζών, για όλα τα ενυπόθηκα δάνεια που δόθηκαν την τελευταία δεκαετία, η αξία των υποθηκών είναι σημαντικά κάτω του ανεξόφλητου υπόλοιπου. Με την αξία των ακινήτων μειωμένη σήμερα και για το προβλεπτό μέλλον κατά 40-50% αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι τράπεζες θα έπρεπε ή να ζητήσουν πρόσθετες εγγύησεις από τους δανειολήπτες ή να απομειώσουν την εμφανιζόμενη αξία των δανείων στον ισολογισμό τους, γράφοντας ανάλογες ζημιές. Οι τράπεζες δεν έχουν κάνει τίποτε από τα δύο (εκτός ελαχίστων περιπτώσεων όπου μερικώς πράττουν το δεύτερο). Οπότε, στα βιβλία τους οι τράπεζες παρουσιάζουν τα σχετικά δάνεια σε αξίες σημαντικά υψηλότερες από τις πραγματικές, αναμένοντας ότι στο εγγύς μέλλον οι τιμές θα ανακάμψουν και οι ζημιές (που σήμερα είναι απλά λογιστικές) θα περιορισθούν.

Προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα, από τη σκοπιά της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά και των ζημιών των τραπεζών, και να επανεκκινήσει η οικονομία προτείνω ένα πλαίσιο βασιζόμενο στις ακόλουθες συνιστώσες, οι οποίες σπεύδω να επισημάνω ότι διαθέτουν σημαντική συνδυαστική ελαστικότητα:

Οι τράπεζες διαγράφουν την αξία των δανείων που έχουν διαθέσει στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλό πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα για οικονομική ανάπτυξη: όλα τα δάνεια εξαιρουμένων των καταναλωτικών των οποίων η μείωση θα συνιστούσε επιβράβευση του αλόγιστου δανεισμού και της ιστορικά απερίσκεπτης καταναλωτικής συμπεριφοράς, τόσο των δανειζόμενων όσο και των τραπεζών, μέχρι του σημείου που τα υπόλοιπα των δανείωννα είναι πραγματικά βιώσιμα και αποπληρούμενα. Σε αντάλλαγμα οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν κάποιες διασφαλίσεις όπως πχ.:

I. Οποιαδήποτε επιπλέον ανακεφαλαίωση που θα χρειαστεί, να γίνει μέσα από προνομιούχες μετοχές. Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι τράπεζες θα οδηγηθούν μελλοντικά στην ενεργητική αλλά συνετή αναζήτηση καλών επενδυτικών έργων, τα οποία και να δανειοδοτήσουνστρέφοντας έτσι την ρευστότητά τους στην πραγματική οικονομία, θα μπορούσε να τους επιβληθείκαι ένα δυνητικό αντικινήτρο: η παροχή της ανακεφαλαίωσηςνα τους δοθεί με προνομιούχες μετοχές, που όμως θα μετατρέπονται σε κοινές όταν ητράπεζα δεν τηρεί τις δεσμευσεις τηςέναντι του σχεδίου επανεκκίνησης της οικονομίας.

II. Να έχουν την ευχέρεια κεφαλαιακής προσαρμογής σε βάθος χρόνου, πχ. τριετίας, να μπορούν δηλαδή να επιλέξουν τον τρόπο και το χρονικό ορίζοντα της ανακεφαλαίωσης αυτής.

Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα αυτής της διαγραφής πρέπει να συνδυαστεί με την παροχή κινήτρων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προκειμένου να κινητοποιηθούν στην κατεύθυνση της αύξησης των εισροών τους (διαθεσισμο εισόδημα, τζίρος), όχι άναρχα αλλά συντεταγμένα στο πλαίσιο στροφής σε παραγωγικές δράσεις σε τομείς αιχμής, που αποδεδειγμένα έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία και δημιουργούν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Για να αμυνθούμε δε έναντι της προοπτικής να μην κινητοποιηθούν οι λήπτες αυτού του ωφελήματος προς την επιδιωκόμενη κατεύθυνση (και άρα να βάλουν τα λεφτά στην τσέπη χωρίς αντίκτυπο για την οικονομία) επιβάλλεται τα κίνητρα:

1. Να μην έχουν χαρακτήρα επιδότησης.

2. Να δομηθούν στη βάση της διαγραφής με βάση την επίδοση. Για ένα παράδειγμα, έστω ότι όσο αυξάνεται το φορολογητέο εισόδημα που δηλώνεται, τόσο αυξάνεται η διαγραφή του χρέους.

3. Να εκτείνονται σε βάθος χρόνου συνδυαζόμενα με μια περίοδο χάριτος αλλά και με χρονικά σημεία ελέγχου, αφενός για να δώσουν δυνατότητα σχεδιασμού και προσαρμογής στους λήπτες, αφετέρου για να επιτρέψουν την καλύτερη εφαρμογή.

4. Για τις επιχειρήσεις, να συνδυαστούν με εξαγωγικούς τομείς, τομείς αιχμής τεχνολογίας (όπου ενδεχομένως σε κάποιους από αυτούς η χώρα σε βάθος χρόνου μπορεί να δημιουργήσει κάποιας μορφής ανταγωνιστικό πλεονέκτημα), δράσεις έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων και τεχνογνωσίας, όπως και δράσεις που διασυνδέονται με τα πανεπιστήμια για να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία.

5. Για τα νοικοκυριά, να συνδυαστούν με την απόκτηση γνώσεων/δεξιοτήτων (π.χ. απόκτηση πτυχίου, μεταπτυχιακού εξειδικευσης κλπ), ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών (πχ. σύσταση ή συμμετοχή σε επιχείρηση με συγκεκριμένο επιχειρηματικό σχέδιο), προσφορά πιστοποιημένων κοινωνικών υπηρεσιών άνευ αμοιβής, κλπ.

Για να ελεγχθεί μάλιστα η όλη διαδικασία τηςδιαγραφής δανείων σε συνδυασμό με τα κίνητρα-δεσμεύσεις των νοικοκυριών που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι Τράπεζες, το Κράτος, μέσω του EFSF, και πιθανώς και ιδιώτες να συγκροτήσουν Ανεξάρτητη Τράπεζα που θα στοχεύει στην παρακολούθηση εφαρμογής του σχεδίου, μέσω της αρχικής μεταφοράς σ’ αυτήν των προς διαγραφή χρεών. Επισημαίνω τη λέξη ανεξάρτητη γιατί θεωρώ αναγκαία την παρουσία μελών του EFSF ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη διοίκησήτης προκειμένου να διαθέτει την αναγκαία αξιοπιστία.

Αποτέλεσμα της πρότασης μου θα είναι η δημιουργία μιας ευχάριστης έκπληξης (surprise effect), η οποία σε συνδυασμό με τα παρεχόμενα κίνητρα θα δώσει το έναυσμα της δημιουργικότητας στις οικονομικές μονάδες. Η δημιουργικότητα με τη σειρά της θα μετουσιωθεί σε επιχειρηματικότητα, μέσα από την αποτελεσματική εφαρμογή της οποίας θα ακολουθήσει η ανάπτυξη που είναι και το ζητούμενο.

Η ξαφνική δημιουργία του αποτελέσματος του πλούτου (wealth effect) και αφετέρου η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος (income effect) θα αναστρέψουν το απαισιόδοξο κλίμα που επικρατεί και, ανάλογα με την πειστικότητα της πολιτικής (του στρατηγικού σχεδίου και των κινήτρων), η ζήτηση για επενδύσεις πρώτα, και συνακόλουθα η κατανάλωση θα κινηθούν ανοδικά.

Αποτέλεσμα των παραπάνω θα είναι η άμεση επανεκκίνηση της παραγωγικής διαδικασίας, με όλα τα ευνοϊκά αποτελέσματα για τους άνεργους και τις αργούσες παραγωγικές εγκαταστάσεις. Αν μάλιστα κάποιος συνυπολογίσει σε αυτά ότι προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω θα πρέπει να έχει αρχίσει να εκδηλώνεται και η αλλαγή της συμπεριφοράς μας -που να ευνοεί την ευγενή άμμιλα, να επιβραβεύει τη μοναδικότητα και την καινοτομία, να περιβάλλει με εμπιστοσύνη τον πειραματισμό και το σεβασμό στην προσπάθεια, τότε είναι σίγουρο ότι θα έχουμε περάσει οριστικά και αμετάκλητα τη στενωπό.

Εν κατακλείδι, σε συνδυασμό με την υπό συζήτηση ανακεφαλαίωση των τραπεζών, θα μειωθεί το βάρος του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες και θα δημιουργηθούν άμεσα οι απαραίτητες συνθήκες επανεκκίνησης της οικονομίας. Ακόμα επισημαίνω ότι η προσαρμογή των δανειακών χαρτοφυλακίων των Τραπεζών στις πραγματικές τους αξίες, ή τουλάχιστον κοντά σε αυτές, πέραν της εξυγίανσης, θα τους προσφέρει και τη δυνατότητα γρηγορότερης επανένταξης στο Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο χρηματοδοτικό σύστημα, αφού εκ των πραγμάτων θα επιτρέψει την ταχύτερη αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

Η εγγενής αδυναμία μας ως χώρας να δράσουμε στρατηγικά σε βάθος χρόνου πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα προκειμένου να εξέλθουμε από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει. Η σύμπραξη του κράτους, των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στη βάση της ανωτέρω πρότασης μπορεί να αποτελέσει ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο σε μια προσπάθεια αναγέννησης με συνέπειες πρωτίστως οικονομικές (έξοδος από την κρίση) αλλά και κοινωνικές (αλλαγή κουλτούρας και νοοτροπίας).

Τα λάθη του παρελθόντος πρέπει και μπορούν να ειναι οι σηματωροί λύσεων για το μέλλον.

* Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Eπικεφαλής του Ψηφοδελτίου Επικρατείας της Δημοκρατικής Συμμαχίας

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.