Εντεκα χρόνια πίσω πήγε η ταχυδρομική αγορά στη χώρα μας, λόγω της ύφεσης, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), κ. Λ. Κανέλλο.
Όπως τόνισε, μιλώντας στην ημερίδα «Η Ταχυδρομική Αγορά στην τελική ευθεία για την Απελευθέρωση», που διοργανώθηκε την Τρίτη από την ΕΕΤΤ στην Αθήνα, «είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των διακινούμενων ταχυδρομικών αντικειμένων γύρισε 11 χρόνια πίσω, δηλαδή στα επίπεδα του έτους 2000», αφού το 2011 διακινήθηκαν 590 εκατ. ταχυδρομικά αντικείμενα, καταγράφοντας μείωση κατά 13%, σε σύγκριση με το 2010.
Επίσης, όπως ανέφερε, τα έσοδα της αγοράς επέστρεψαν στο 2005, αφού ανήλθαν στα 643 εκατ. ευρώ και ήταν μειωμένα κατά 9% σε σχέση με το 2010, ενώ αντίστοιχη μείωση κατεγράφη και στις θέσεις εργασίας, αφού 2.000 εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους (μείωση 11%).
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΤΤ, η απάντηση στην κρίση απαιτεί εκ μέρους των ταχυδρομικών επιχειρήσεων «μια άλλη, περισσότερο ευέλικτη και «πελατοκεντρική» προσέγγιση, με έμφαση στην τεχνολογική και εμπορική καινοτομία που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, προσθέτει αξία, και προσαρμόζει την καταναλωτική εμπειρία στις ανάγκες του χρήστη» και κάλεσε τις εταιρίες να ζητήσουν την τεχνογνωσία της ρυθμιστικής αρχής.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, προκύπτει ότι οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν το 2011 κι έφτασαν τις 1.660 (αντί 1.568 το 2010), στις οποίες εργάζονται περί τους 16.800 υπαλλήλους. Η «μερίδα του λέοντος» των ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινήθηκαν το 2011 ανήκει στα ΕΛΤΑ, αφού κατείχαν το 90% της αγοράς και το 58% των εσόδων.
Σύμφωνα με τον υπουργό Υποδομών, κ. Μ. Βορίδη, ο οποίος έδωσε και την εναρκτήρια ομιλία της εκδήλωσης, με το νέο νόμο για την απελευθέρωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών από 1ης Ιανουαρίου 2013 «καταργείται το υφιστάμενο μονοπώλιο του ΕΛΤΑ στις επιστολές βάρους κάτω των 50 γραμμαρίων», που αποτελούν πάνω από 70% των ταχυδρομικών εσόδων τους.
«Τα νέα δεδομένα μας δείχνουν μία νέα πραγματικότητα: παγκοσμίως, ο όγκος των επιστολών έχει μειωθεί μέχρι και 40%. Είναι ανάγκη λοιπόν οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις να εξετάσουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, να αδράξουν τις νέες ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, ώστε να επιτευχθεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους και, κυρίως, η μακρόχρονη βιωσιμότητα τους στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον» τόνισε.