«Play it, Sam. Play «As time goes by»». Εβδομήντα χρόνια κλείνουν εφέτος από τη χρονιά που η Ιλσε (Ινγκριντ Μπέργκμαν), σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της «Καζαμπλάνκα», είπε την παραπάνω φράση στον πιανίστα Σαμ (Ντούλεϊ Γουίλσον). Μια φράση την οποία ο περισσότερος κόσμος ακόμη και σήμερα θυμάται λανθασμένα ως «Play it again, Sam».
Και ο Σαμ, με δισταγμό, καθότι γνώστης μιας πικρής ιστορίας, άρχισε να χαϊδεύει στο πιάνο το «As time goes by». Ηταν το κομμάτι που πριν από χρόνια είχε ενώσει την Ιλσε με τον αγαπημένο της Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ). Το ίδιο που θα τους χώριζε μέσα στο μπαρ του Ρικ, στην Καζαμπλάνκα, όπου η Ιλσε είχε βρεθεί τυχαία.
Σήμερα αυτός ο φλογερός όσο και καταραμένος έρωτας εξακολουθεί να παραμένει ολοζώντανος καθώς η «Καζαμπλάνκα» έμεινε στην ιστορία ως το απόλυτο ρομάντζο του Χόλιγουντ, συνδυάζοντας ταυτοχρόνως πολλά κινηματογραφικά είδη. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, και μάλιστα νέοι, που βλέπουν ξανά και ξανά την ταινία και κλαίνε.
Η γέννηση του θεατρικού
Ηταν 1938 όταν ο Μάρεϊ Μπαρνέτ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, βρέθηκε με τη σύζυγό του στην Ευρώπη για να ζήσει από πρώτο χέρι την εισβολή των ναζιστών στην Αυστρία – τότε που τα πρώτα κύματα προσφύγων είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν άρον-άρον τη Γερμανία. Λίγο αργότερα, ο Μπαρνέτ σε μια επίσκεψή του στη γαλλική Ριβιέρα κάθισε σε ένα καφέ όπου συγκεντρώνονταν πρόσφυγες. Στόχος τους ήταν να διασχίσουν τη Μεσόγειο με κατεύθυνση την Καζαμπλάνκα, έναν από τους σταθμούς σωτηρίας τους.
Ενα από τα πράγματα που έκαναν εντύπωση στον Μπαρνέτ ήταν ο μαύρος πιανίστας που ψυχαγωγούσε το κοινό αποτελούμενο από γερμανούς, γάλλους και βρετανούς θαμώνες. Ο συγγραφέας αποφάσισε πως αυτό το καφέ θα μπορούσε να γίνει ο ιδανικός χώρος για ένα θεατρικό έργο. Οπως και έγινε. Γράφτηκε το 1940 σε συνεργασία με τη συγγραφέα Τζόαν Αλισον.
Το έργο είχε τον τίτλο «Everybody comes to Rick’s» («Ολοι έρχονται στου Ρικ») με κεντρικό πρόσωπο τον Ρικ Μπλέιν, κυνικό ιδιοκτήτη ενός καφέ στην Καζαμπλάνκα, ο οποίος αν και αποστασιοποιημένος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εμπλακεί όταν στη μέση μπαίνει ένας παλιός έρωτάς του, η Ιλσε, παντρεμένη πλέον με έναν αντιστασιακό.
Περιέργως, χωρίς ποτέ να εκδοθεί, το έργο πουλήθηκε προς 20.000 δολάρια στα στούντιο της Warner Bros χάρη στη μεσολάβηση του ατζέντη των συγγραφέων. Ο παραγωγός Χαλ Γουόλις προσέλαβε τους δίδυμους αδελφούς Τζούλιους και Φίλιπ Επστάιν για τη συγγραφή και προσαρμογή των διαλόγων, ενώ πρώτη επιλογή σκηνοθέτη υπήρξε ο Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο οποίος όμως εκείνη την εποχή «ανήκε» μέσω συμβολαίου στη Metro Goldwyn Meyer. Εφόσον συνάδελφοί του όπως ο Βίνσεντ Σέρμαν και ο Γουίλιαμ Κέιγκλι επίσης δεν ήταν διαθέσιμοι, ο Γουόλις στράφηκε προς τον πιο εργατικό σκηνοθέτη του στούντιο, τον Μάικλ Κερτίζ, ο οποίος τελικά ανέλαβε τα γυρίσματα.
Αρχική επιλογή ηθοποιών ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν (Ρικ) και η Αν Σέρινταν (Ιλσα). Ακούστηκε και το όνομα της ρωσίδας μπαλαρίνας Ταμάρα Τουμάνοβα – σε αυτήν οφείλεται μάλιστα η αλλαγή της εθνικότητας της Ιλσε από Αμερικανίδα σε Ευρωπαία. Ηθοποιοί που είχαν ακουστεί για τον ρόλο της Μπέργκμαν ήταν επίσης οι Μισέλ Μοργκάν και Εντβίζ Φεγέρ. Ο Γουόλις κατέληξε στη σουηδή σταρ Ινγκριντ Μπέργκμαν, αλλά για να τη «δανειστεί» από τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ χρειάστηκε να του «δανείσει» την Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Ο ιδιοκτήτης της Warner Bros, Τζακ Γουόρνερ, προσανατολιζόταν προς τον Τζορτζ Ραφτ για τον ρόλο του Ρικ. Ο Γουόλις όμως τον έπεισε ότι ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.
Θυελλώδη γυρίσματα
Οι δύο πρωταγωνιστές δεν συμπαθούσαν καθόλου ο ένας τον άλλον. Λέγεται μάλιστα ότι η Μπέργκμαν φοβόταν τον Μπόγκαρτ επειδή τον είχε δει να παίζει σε πολλές γκανγκστερικές ταινίες! Ηταν όμως αρκετά καλοί επαγγελματίες ώστε να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Αποτέλεσμα, το ζευγάρι να μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά που πέρασαν ποτέ από το σελιλόιντ.
Εν τω μεταξύ, η τότε σύζυγος του Μπόγκαρτ Μέιο Μάθοτ καταδίωκε τον άνδρα της στα γυρίσματα πεπεισμένη ότι διατηρούσε στην πραγματικότητα ερωτικό δεσμό με την Μπέργκμαν. Περιέργως, έχει επίσης ακουστεί ότι οι δύο ηθοποιοί δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως την ταινία – κανείς άλλωστε δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα προκαλούσε τόσο θόρυβο αποσπώντας τρία Οσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου) έχοντας προταθεί για οκτώ.
Η «Καζαμπλάνκα» περιέχει μερικές από τις πιο καλογραμμένες ατάκες που έχουν ακουστεί ποτέ σε αμερικανική ταινία και όντως, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, που κράτησαν 59 ημέρες, οι διάλογοι άλλαζαν διαρκώς. Σε πολλές περιπτώσεις ο Κερτίζ έσκιζε τις σελίδες που δεν του άρεσαν διατηρώντας το ύφος της ταινίας εκεί όπου ίδιος είχε ορίσει από την αρχή. Αλλωστε γνώριζε τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας, αφού είχε φυγαδεύσει την οικογένειά του από την Ουγγαρία προτού την καταλάβουν οι ναζιστές.
Η «Καζαμπλάνκα» γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Warner Bros. Οσο για τον μαύρο πιανίστα που είχε αρχικώς εμπνεύσει τον Μπαρνέτ, ο ρόλος κατέληξε στον Ντούλεϊ Γουίλσον που, ενώ ήταν μουσικός (ντράμερ), δεν είχε ιδέα από πιάνο: στην ταινία τον ντουμπλάρει ο Ελιοτ Κάρπεντερ, τότε μουσικός του στούντιο.
5 άγνωστες πληροφορίες
* Το ενδεχόμενο να μεταφερθεί στο σινεμά το θεατρικό έργο «Everybody comes to Rick’s» αποφασίστηκε μία ημέρα μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ (7.12.1941), σε μια περίοδο που τα αμερικανικά στούντιο προσανατολίζονταν σε φιλοπατριωτικές ταινίες.
* Το ενδεχόμενο να μεταφερθεί στο σινεμά το θεατρικό έργο «Everybody comes to Rick’s» αποφασίστηκε μία ημέρα μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ (7.12.1941), σε μια περίοδο που τα αμερικανικά στούντιο προσανατολίζονταν σε φιλοπατριωτικές ταινίες.
* Στην πρώτη σκηνή του Ρικ, τον βλέπουμε να παίζει σκάκι, που ήταν το αγαπημένο παιχνίδι του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Μάλιστα η παρτίδα ήταν πραγματική, ανάμεσα στον Μπόγκαρτ και έναν νεοϋορκέζο φίλο του με τον οποίο έπαιζε δι’ αλληλογραφίας.
* Οι σκηνές του παζαριού που βλέπουμε στην αρχή της ταινίας είχαν ήδη γυριστεί και χρησιμοποιηθεί στην ταινία «The desert songs», που προηγήθηκε της «Καζαμπλάνκα».
* Δεν αποκαλύπτεται ποτέ για ποιον λόγο ο Ρικ Μπλέιν δεν μπορεί να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Οι σεναριογράφοι αδελφοί Επστάιν αδυνατούσαν να βρουν μια αιτία, γι’ αυτό και τελικά… δεν έδωσαν.
* Ο λόγος που ο τίτλος «Everybody comes to Rick’s» άλλαξε σε «Καζαμπλάνκα» ήταν η επιτυχία της ταινίας «Αλγέρι».
πότε & που:
Η «Καζαμπλάνκα» θα ξαναπαιχτεί στις αίθουσες τέλη Μαΐου σε διανομή NEW STAR.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ