Η ρατσιστική βία, λεκτική ή σωματική, κατά μεταναστών από ομάδες που δραστηριοποιούνται στον Άγιο Παντελεήμονα είναι γεγονός. Η αντίδραση σε αυτήν, όμως, αποτελεί ακόμα ένα μεγάλο ερωτηματικό. Η εικόνα μεταναστών που αλλάζουν πεζοδρόμιο στη θέα ομάδων κρούσης, που σκύβουν το κεφάλι ή αποδέχονται σιωπηρά τη «μοίρα» τους είναι συχνή. Ωστόσο, τα πράγματα σταδιακά αρχίζουν να αλλάζουν και κάνει την εμφάνιση της μία νέα μορφή αντίδρασης – όχι βίαιης ή επιθετικής – αλλά αξιοπρεπούς, νόμιμης και ειρηνικής.
Όταν ομάδα κρούσης πέντε ατόμων επιτέθηκε λεκτικά στον κ. Μοκμπούλ Ρουαμάνκα και στη γυναίκα του, ο 42χρονος μαθηματικός από το Μπαγκλαντές αποφάσισε να αντιδράσει. Μέσω του δικηγόρου του κ. Ηλία Σιδέρη κατέθεσε μήνυση κατά παντός υπευθύνου στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών και, όπως δηλώνει, είναι αποφασισμένος να αγωνιστεί για ειρηνική και ασφαλή ζωή για τον ίδιο και για όλους τους γείτονες του, Έλληνες και μετανάστες.
«Ήταν παραμονές της 25ης Μαρτίου και είχαμε βγει για έναν περίπατο με τη γυναίκα μου. Μας πλησίασε μια ομάδα πέντε ατόμων και άρχισαν να μας απειλούν και να μας προπηλακίζουν. Μας φώναζαν να φύγουμε από τη χώρα!» λέει στο «Βήμα» ο κ. Ρουαμάνκα. Ο ίδιος βρίσκεται νομίμως στη χώρα τα τελευταία δεκαέξι χρόνια, ενώ πριν από οκτώ μήνες εξασφάλισε άδεια παραμονής για τη γυναίκα του. Το ζευγάρι ζει στον Άγιο Παντελεήμονα μαζί με την τετράχρονη κόρη τους και διατηρεί ένα κατάστημα με τσάντες και βαλίτσες στην πλατεία Βάθης. «Το λάθος που κάνουν οι εν λόγω ομάδες κρούσης είναι ότι θεωρούν πως κάθε μετανάστης είναι παράνομος. Έτσι προπηλακίζουν αδιακρίτως κάθε άνθρωπο που μοιάζει διαφορετικός. Προσωπικά έχω δεχθεί προπηλακισμούς αρκετές φορές και μία φορά έφτασαν στο σημείο να με χαστουκίσουν και να αποπειραθούν να με γρονθοκοπήσουν. Τρομοκρατήθηκα και τράπηκα σε φυγή!» διηγείται ο κ. Ρουαμάνκα.
Ο ίδιος κατοικεί με την οικογένεια του σε ιδιόκτητο σπίτι που αγόρασαν με τραπεζικό δάνειο πριν από τέσσερα χρόνια. «Όταν μας φωνάζουν «να φύγετε!» δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι το σπίτι μας, αυτή είναι η γειτονιά μας και την αγαπούμε όπως και οι Έλληνες γείτονες μας. Αγόρασα το σπίτι μου πριν από τέσσερα χρόνια και για πολλά χρόνια θα οφείλω να πληρώνω τις δόσεις του δανείου μου. Δεν έχω δυνατότητα να μείνω κάπου αλλού», προσθέτει.
Μετά το τελευταίο περιστατικό ο 42χρονος έμπορος αποφάσισε να καταθέσει μήνυση κατά παντός υπευθύνου γιατί, όπως χαρακτηριστικά λέει,
«πρέπει κάτι να κάνουμε για να μην επαναληφθούν παρόμοια περιστατικά και να μπορέσουμε κι εμείς να ζήσουμε εδώ ειρηνικά, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια».
Στα φοιτητικά του χρόνια στο Μπαγκλαντές ο κ. Ρουαμάνκα σπούδασε μαθηματικά, ωστόσο αδυνατώντας να βρει δουλειά στο αντικείμενο του, αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στη χώρα μας.
«Γνώρισα την ελληνική ιστορία ήδη από τα σχολικά μου χρόνια. Διαβάζαμε για τον Αριστοτέλη και τον Σωκράτη και ο νους μας ταξίδευε στη χώρα σας. Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα πριν από δεκαπέντε χρόνια η καρδιά μου γέμισε και πάλι αισιοδοξία. Η χώρα σας μας έδωσε τη δυνατότητα να ζήσουμε και να ονειρευτούμε ξανά», αναφέρει. Προσθέτει, άλλωστε, ότι η σχέση με τους Έλληνες γείτονες, πελάτες και προμηθευτές του είναι εξαιρετική.
«Είναι όλοι τους πολύ φιλικοί και μου συμπεριφέρονται με σεβασμό. Άλλωστε, όλοι βιώνουμε τις δύσκολες συνέπειες της ίδιας οικονομικής κρίσης. Αδυνατώ κι εγώ, όπως όλοι, να πληρώσω τα έξοδα που τρέχουν με τα πενιχρά μου εισοδήματα, παρότι δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ για να τα βγάλω πέρα».
Τέλος, για το φαινόμενο του ρατσισμού που αυξάνεται διαρκώς στην Ελλάδα, ο κ. Ρουαμάνκα είναι κατηγορηματικός: «Οι Έλληνες είναι εξαιρετικός λαός, πολύ φιλικός και ζεστός. Χωρίς υπερβολή θα μπορούσα να πω ότι από τα δέκα εκατομμύρια, μόνο μερικές εκατοντάδες είναι ρατσιστές. Και αυτοί είναι που δημιουργούν όλο το πρόβλημα, επιτίθενται σε αθώους ανθρώπους και χαλούν την εικόνα της ίδιας τους της χώρας».