Α ρε Μητσάρα. Σε θαυμάζω και σε ζηλεύω μέχρι θανάτου. Εσύ ολόκληρη Ελλάδα. Οχι εκείνη της διαφθοράς, της πελατείας, της κωλοτούμπας, της διαπλοκής, της δειλίας, του φθόνου και της αχόρταγης μανίας για χρήμα και εξουσία.
Της άλλης. Της μικρής. Της μειοψηφικής. Της ανώτερης και της αληθινής. Ευλογημένη με όλα τα χαρίσματα της Οικουμένης. Απλότητα, Φυσικότητα. Συνέπεια. Γενναιοδωρία. Μεγαλοσύνη. Σεμνότητα. Δημιουργία. Ουμανισμός. Αλληλεγγύη. Από το μέταλο της φωνής του. Από την χάραξη μιας αταλάντευτης πορείας. Από τον καημό του. Από την προσωπική του ζωή. Μέχρι τους αγώνες του και την πολιτική του διαδρομή.
Γιατί τώρα δα πριν φύγει και εμάς τους ανοχύρωτους εγκαταλείψει, όταν τον ρωτούσες σε ποιο Θεό πιστεύει, χωρίς να το σκεφτεί έτσι απλά έλεγε «μα φυσικά με το Κόμμα». Από την πρώτη στιγμή της ενηλικίωσής του μέχρι το φινάλε του. Με την ίδια φυσικότητα έβγαιναν από το λαρύγγι του οι λαϊκοί καημοί και οι επουράνιες ψαλμωδίες.
Γιατί μέσα στις αποχρώσεις της φωνής του χόρευααν με σπάνια αρμονία και με μοναδική σύνθεση και ισορροπία όλα μα όλα τα βασικά ιδιώματα του ελληνικού πενταγράμμου. Από την Βυζαντινή ψαλμωδία, το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το έντεχο, ακόμα και το αφομοιωμένο στην ελληνική κουλτούρα ροκ.
Ο Μητσάρας ταυτόχρονα η ζωντανή ιστορία της ελληνικής μουσικής και μαζί με αυτό ο ανανεωτής, ο εκσυγχρονιστής, ο πρωτοπόρος μιας καλλιτεχνικής Χημείας μοναδικής. Οσο τον θυμάμαι τόσο παραλύω από τα χαρίσματά του. Αρπαζε το μικρόφωνο και χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια, πλημμύριζε και ευλογούσε τους πάντες με εκείνο το αβίαστα τσακισμένο χρώμα της φωνής του.
Χαραγμένο από καημούς, βάσανα και ανεκπλήρωτες ελπίδες. Οπως έλεγε και ο Ποιητής. Η Ελλάδα που αντιστέκεται. Η Ελλάδα που πονάει. Η Ελλάδα που αγαπάει. Η Ελλάδα που παρόλα αυτά και κόντρα σ’ αυτά κοροιδεύει την ταπείνωση και γλεντάει με την προσδοκία της Ανοιξης.
Πολλά από τα τραγούδια του έχουν στοιχειώσει το Είναι μου. Ενα απ’ αυτά γραμμένο από τον Τάκη Μοτσαφίρη με τίτλο «Αγάπη μου μια άλλη φορά» το βάζω τώρα και τον αποχαιρετώ με δάκρυα, ευγνωμοσύνη και με χαρά. Γιατί με ευλόγησε με αντίδωρα πολλά:
«Μπήκαμε σε τρένα που ποτέ δε φύγανε/ Πήραμε καράβια που δεν πήγαν πουθενά/ Ολα μας τα όνειρα χαμένα πήγανε/ Κι ο καιρός περνάει για να περνά/
Κι αν ρωτάς για ζωή/ Κι αν ρωτάς για χαρά/ Αγάπη μου μια άλλη φορά
Βλέπαμε τα φώτα που ποτέ δεν φτάσαμε/Οσα ονειρευτήκαμε θα γίνουν προσεχώς/ Να’ χαμε τα χρόνια που στο δρόμο χάσαμε/ Και δεν θα το βρούμε δυστυχώς».
Μητσάρα αν μας κοιτάς από ψηλά, να είσαι σίγουρος ότι κάποτε τον δρόμο θα τον βρούμε και θα’ ναι ντάλα μεσημέρι. Αντε γειά!