Τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον Κωνσταντή τον Καλόβολο και τον Γιάννη της Χρυσαφούς εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη; Στο ερώτημα αυτό απαντάει ο Παπαδιαμάντης με τη νουβέλα Οι Χαλασοχώρηδες. Και στο σημείο αυτό προβάλλει η ιδιαιτερότητα και η χάρη του μεγάλου μας πεζογράφου: μια καθημερινή και κοινότοπη συμπεριφορά γίνεται αφορμή με τη χαρακτηριστική διεισδυτικότητά του να ξεδιπλώσει ανθρώπινους χαρακτήρες και να προβάλει κοινωνικά προβλήματα κατά τρόπο ώστε ο αναγνώστης του να συνειδητοποιήσει όχι μόνο τον κόσμο μέσα στον οποίο κινείται αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Πίσω από το προσωπείο και τα ονόματα των ηρώων – παρανόμια κατά βάθος που δεν μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε από την καταγραφή της σκιαθίτικης κοινωνίας -, ο Παπαδιαμάντης καλύπτει τυπικούς χαρακτήρες και συμπεριφορές πολιτών: τον τοπικό κομματάρχη και τον τρόπο προσέγγισης των υποψήφιων ψηφοφόρων, των παράσιτων των κομμάτων, των εύπιστων οπαδών… Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση, το χρονογραφικό στοιχείο της νουβέλας που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στα καθημερινά φύλλα της 12ης ως 22ας Αυγούστου του 1892 της εφημερίδας «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη.
Είχαν περάσει τρεις μήνες από τις εκλογές του Μαΐου του 1892, όταν οι Χαλασοχώρηδες συνάντησαν το αναγνωστικό τους κοινό, εκλογές που ανέδειξαν για μία ακόμη φορά τον Τρικούπη νικητή έναντι του μόνιμου αντιπάλου του Δηλιγιάννη με στόχο ομολογημένο να βγάλει το ελληνικό κρατίδιο από το οικονομικό αδιέξοδο. (Διαγράφουμε τα ονόματα και ασυναίσθητα έχουμε ήδη εισβάλει σε χώρο ιδιαίτερα οικείο.)
Η οικονομική δυσπραγία όμως που ομολογήθηκε πριν από τις εκλογές συνεχίζεται. O πρωθυπουργός που ανέδειξαν οι τελευταίες εκλογές επιχείρησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα συνάπτοντας νέα δάνεια για να εξυπηρετηθούν τα παλαιά, με υπερβολικά υψηλούς τόκους. Ακολουθούν νέα μέτρα λιτότητας, επιβάλλονται νέοι έμμεσοι φόροι, η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση των καταναλωτών γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Η οικονομία της Ελλάδας είναι απόλυτα εξαρτημένη από τα δάνεια του εξωτερικού. O δημόσιος προϋπολογισμός προσβλέπει στη σύναψη νέου δανείου.
Οι ξένοι κεφαλαιούχοι μεταξύ άλλων απαιτούν η συμφωνία να μην έρχεται στην ελληνική Βουλή προς κύρωση, αλλά η ισχύς της θα καθοριζόταν με απλό βασιλικό διάταγμα. Η αντιπολίτευση υποστήριζε ότι οι όροι του δανείου ήσαν «ατιμωτικοί για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας». Ο πρωθυπουργός επέμενε ότι θα έσωζε τη χώρα χωρίς να την οδηγήσει σε πτώχευση και η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού, λίγους μήνες αργότερα, η νέα κυβέρνηση επιχείρησε να δώσει λύση με δάνειο κεφαλαιοποίησης, λύση που λίγα χρόνια πριν είχε δοκιμαστεί στην Αργεντινή. Η διάδοχη κυβέρνηση απέτυχε και ο πρώην πρωθυπουργός επανέρχεται στην εξουσία για να δηλώσει λίγους μήνες μετά τη φράση που σημάδεψε το νεοϊδρυθέν κράτος «δυστυχώς, επτωχεύσαμε».
Αποσιωπώντας ονόματα και χρόνους στην παραπάνω αφήγηση, βασισμένη στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους και σε άρθρο του Κυριάκου Φίνα («Ροδιακή», 29 Μαρτίου 2011), ο αναγνώστης, αν δεν προσέξει τον όρο «βασιλικό διάταγμα», θα παρασυρθεί και θα πιστέψει ότι διαβάζει συνοπτική αναφορά σχετικά με την οικονομική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας του 21ου αιώνα και με τα όσα βιώνουμε και πρόκειται να βιώσουμε στο άμεσο μέλλον. Και καθώς οι συμπεριφορές καθορίζονται από τα αίτια, από τις συνθήκες που αντιμετωπίζει το άτομο, δεν θα μπορούσε παρά οι πολίτες αυτού του τόπου, είτε σήμερα είτε το 1892, να αντιδρούν με παρόμοιους τρόπους, εκδηλώνοντας παρόμοιες συμπεριφορές και έχοντας παρόμοιες προσδοκίες.
Το δοκίμιο Οι Χαλασοχώρηδες – μελέτη το χαρακτηρίζει ο δημιουργός του – καυτηριάζει την πολιτική συμπεριφορά που εκδηλώνει η εκτελεστική εξουσία, η εκλεγμένη ηγεσία, παρουσιάζοντάς την ως τη δύναμη από την οποία ο πολίτης ως ιδιότυπος επαίτης επιδιώκει να κερδίσει, είτε ζητιανεύοντας ένα μικρό αντάλλαγμα για την παραχώρηση της ψήφου είτε ζητιανεύοντας την ψήφο δίνοντας ένα μικρό αντάλλαγμα. Οι ψηφοφόροι περιμένουν• περιμένουν το δικό τους μικρό μερίδιο που θα τους κάνει να νιώσουν καλύτερα εκείνη τη στιγμή. Οι υποψήφιοι περιμένουν• περιμένουν με κάθε τρόπο να κερδίσουν την έδρα τους για τα προσωπικά τους μικροσυμφέροντα. Επαίτες και οι δύο, χωρίς έμπνευση, χωρίς ιδανικά.
Με τη διακριτική σάτιρά του ο Παπαδιαμάντης καταγράφει και κωδικοποιεί με χαρακτηριστική σχολαστικότητα τις συμπεριφορές των συντοπιτών του και τα κίνητρα που οδηγούν στις συμπεριφορές αυτές: ο ένας, ο «παμπόνηρος», επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ο άλλος εξελέγετο βουλευτής διά το καλόν της πατρίδος και ο τρίτος, ο «αγαθός», για δόξα. Τα κίνητρα των πολιτευτών καθορίζουν και τη συμπεριφορά του ψηφοφόρου, που εκδηλώνεται ανάλογα στον ψηφοθηρικό αγώνα των επίδοξων βουλευτών. Και τότε είναι που ο ψηφοφόρος – επαίτης πριν από λίγο, για κάποιο ρουσφέτι – νιώθει ότι έχει τη δύναμη στα χέρια του και προσπαθεί να ανταποδώσει όσα καλά εισέπραξε – ή, καλύτερα, δεν εισέπραξε – κατά την περασμένη θητεία από τον υποψήφιο βουλευτή, εξουσία πριν λίγο και επαίτης μιας ψήφου τώρα.
Η σχέση αυτή αναδεικνύεται κυρίαρχη στην εξέλιξη της ιστορίας μας και ο Παπαδιαμάντης προχωράει ένα βήμα πέρα από την απλή ψυχογράφηση, στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρονται σε κάθε ένα από τα πρόσωπά του: οι προσωπικές στρατηγικές και η μεταβολή θέσεων ανάλογα με τον συνομιλητή ανάγονται σε ύψιστη αξία στον αγώνα αυτόν της διεκδίκησης, αποδομώντας τη δημοκρατία με τους όρους που λειτουργούσε τον προπερασμένο αιώνα και – αλίμονο – με τους όρους που λειτουργεί ακόμη και σήμερα.
Η απαξία για την πολιτική είναι διάχυτη, καθώς οι ήρωες, όσο απλοϊκά κι αν σκέφτονται, συνειδητοποιούν το ψεύδος και διά στόματος μπαρμπα-Διοματάρη ανακράζουν: – Ολοι το ίδιο είναι!
Η αφήγηση ανάμεσα στους διαλόγους με τους οποίους ψυχογραφούνται τα πρόσωπα δεν χάνει τον γνώριμο παπαδιαμάντειο βηματισμό της, φωτογραφίζοντας το νησί και τους ανθρώπους του, τα ήθη και τους χαρακτήρες του. Και καθώς προχωρεί η αφήγηση, το προσωπικό και απλοϊκό συνδέεται διαλεκτικά με το σημαντικό και πολιτικό: «Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα: «Θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους»».
Μέσα από τις γραμμές των «Χαλασοχώρηδων» η υφαρπαγή των ψήφων, τα ρουσφέτια, η διαφθορά προβάλλουν σαν τα χαρακτηριστικά των πολιτευτών που υποχρεώνουν τον απλό κόσμο, τον ψηφοφόρο, σε ανάλογες συμπεριφορές. Ο «πολιτικός» Παπαδιαμάντης δεν δικαιώνει κανέναν: η λεπτή σάτιρα απογυμνώνει τον πομπώδη πολιτευτή, ενώ από την άλλη αφήνει τους αγαπημένους του ταπεινούς ήρωες στην απομόνωση που ταιριάζει σε όσους επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τα αδύνατα σημεία του συστήματος ξεγελώντας μηχανισμούς και πρόσωπα.
ΥΓ.: Η «μικρά μελέτη» του Παπαδιαμάντη βρίσκει τη συνέχειά της στην κλασική κωμωδία του ελληνικού κινηματογράφου «Υπάρχει και φιλότιμο» (Αλέκος Σακελλάριος – Φίνος Φίλμς, 1965), με τον θρυλικό Μαυρογιαλούρο και τις ρεμούλες του γραμματέα του και του κομματάρχη Γκρούεζα. Στις ημέρες μας τη σκυτάλη της πολιτικής σάτιρας φοβάμαι ότι την πήραν τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα που παρελαύνουν στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης αφοπλίζοντας την πένα του χρονογράφου με τον λόγο τους και τη συμπεριφορά τους.
Το παραπάνω κείμενο είναι η εισαγωγή στην έκδοση της νουβέλας «Χαλασοχώρηδες» από τις εκδόσεις Ποταμός.
Ο κ. Σωκράτης Κουγέας είναι φιλόλογος και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ