«Είμαστε όλοι παιδιά των αρχαίων Ελλήνων» λέει ο Τόνι Τζαντ στο βιβλίο του Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (Αλεξάνδρεια) και συμπληρώνει: «Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε τον Σωκράτη για να νιώσουμε πως ο ανεξέταστος βίος δεν αξίζει και πολλά. Είμαστε όλοι αριστοτελικοί θα πει και εκ φύσεως υποθέτουμε ότι η δίκαιη κοινωνία είναι εκείνη στην οποία επικρατεί η δικαιοσύνη, η καλή κοινωνία εκείνη στην οποία οι άνθρωποι φέρονται καλά. Αλλά για να είναι πειστική αυτή η θεώρηση πρέπει να συμφωνήσουμε τι σημαίνει «δίκαιη» και «καλά»».
Ο ιστορικός συγγραφέας Τόνι Τζαντ, που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια τον Αύγουστο του 2010, αναστοχάζεται για το «καλό» και το «δίκαιο», αλλά και για το πώς φθάσαμε εδώ, σε μια εποχή κρίσης και αβεβαιότητας, όπου κανένας δρόμος δεν διαφαίνεται να οδηγεί προς την έξοδο. Ο Τζαντ ανησυχεί για την εκκόλαψη μιας νέας γενιάς χωρίς οράματα, συμβιβασμένης, που κυνηγάει την επαγγελματική επιτυχία, για την οποία γνωρίζει ότι αφορά λίγους. Η πολιτική εξοβελίστηκε από το λεξιλόγιο αλλά και από τη σκέψη των νέων.
Στη δεκαετία του ’80 την πολιτική αντικατέστησε ο ακτιβισμός για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και στην καλύτερη περίπτωση ένα ενδιαφέρον για την κοινωνία των πολιτών και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μετά ήρθαν οι δύο χαμένες δεκαετίες. Στην πρώτη, του ’90, οι φαντασιώσεις της ευμάρειας και της απεριόριστης προσωπικής ανέλιξης παραμέρισαν κάθε συζήτηση περί πολιτικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης ή συλλογικής δράσης. «Επί Κλίντον και Μπλερ», γράφει, «ο Ατλαντικός λίμνασε μέσα στην αυτοϊκανοποίησή του». Η επόμενη δεκαετία ήταν αυτή της κρίσης, που αποδιάρθρωσε τις κοινωνίες.

Σε ποιες συνθήκες αξίζει να ζούμε;
Ο Τόνι Τζαντ μας καλεί να ξανασκεφτούμε από την αρχή τι είναι αυτό που λείπει σε μια ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα γι’ αυτόν είναι απλό: «Σε ποιες συνθήκες μπορεί και αξίζει να ζουν οι άνθρωποι;». Ο συγγραφέας θα ανακαλέσει και πάλι το «πολιτικό στοιχείο». Χρειαζόμαστε, θα πει, λόγους για να προτιμήσουμε μια πολιτική ή ένα σύνολο πολιτικών. Εκείνο που μας λείπει είναι μια ηθική αφήγηση: μια εσωτερικά συνεκτική εξήγηση που να προσδίδει στις πράξεις μας μια σκοπιμότητα που τις υπερβαίνει.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να συνοψίσει τα θεμελιώδη στοιχεία πάνω στα οποία θα πρέπει να ξεκινήσει ένας διάλογος, σε νέα καλούπια, τον οποίον ως τώρα οι πολίτες είχαν εγκαταλείψει στους μάνατζερ και στα think tanks. Οι πολίτες πρέπει να θητεύσουν στον αντιρρητικό λόγο, ο οποίος όμως θα παραμένει στα όρια του Νόμου και θα επιδιώκει στόχους με πολιτικά μέσα. Ενα από τα πρώτα στοιχεία του διαλόγου είναι το «κοινωνικό ζήτημα». Ο Τόνι Τζαντ επικαλείται τον Τζορτζ Οργουελ ο οποίος είχε παρατηρήσει κάποτε ότι «αυτό που έλκει τους συνηθισμένους ανθρώπους στον σοσιαλισμό είναι η ιδέα της ισότητας». Αυτό ισχύει ακόμα, γράφει, καθώς «η αύξουσα ανισότητα μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες είναι αυτή που γεννά τόσες και τόσες κοινωνικές παθολογίες. Οι τερατωδώς άνισες κοινωνίες είναι και ασταθείς κοινωνίες. Γεννούν εσωτερική διαίρεση και, αργά ή γρήγορα, εσωτερικό αλληλοσπαραγμό – συνήθως με αντιδημοκρατική έκβαση».
Η ενστάλαξη ενός αισθήματος κοινού σκοπού και αμοιβαίας εξάρτησης, πιστεύει, είναι ο συνδετικός ιστός κάθε κοινότητας. Ενα δεύτερο ερώτημα είναι τι θα γίνει με το κράτος. Ο φιλελευθερισμός το εξεδίωξε από την πολιτική του, αλλά το ανακάλεσε μόλις χρειάστηκε στήριγμα στις διάφορες κρίσης που τον συντάραξαν πρόσφατα. Χρειάζεται να σκεφτούμε τι είδους κράτος θέλουμε καθώς κάποια πράγματα που μπορεί να κάνει το κράτος δεν μπορεί να τα κάνει άλλος κανείς. Από την άλλη, πρέπει να σκεφτούμε την αγορά. Ο χειρότερος εχθρός της είναι η ίδια η αγορά, διατείνεται ο Τζαντ, και προτείνει ένα κράτος που θα έχει λόγο γι’ αυτήν.

Με «πυξίδα» τη σοσιαλδημοκρατία
Ο Τόνι Τζαντ προτρέπει να μη διαγράψουμε το παρελθόν, να θυμηθούμε ξανά τα επιτεύγματα του 20ού αιώνα και να αντισταθούμε στη φούρια να ξηλώσουμε όσα μας έμαθε. Η σκέψη του γυρίζει στη σοσιαλδημοκρατία. Εκανε πολλά λάθη, έχασε τον προσανατολισμό της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωταρχικές της ιδέες, της ισότητας, της κοινωνίας με ίσες ευκαιρίες, της αλληλεγγύης, είναι για πέταμα. Οι εγωιστικές δεκαετίες είναι πια πίσω μας: χρειαζόμαστε σκοπούς, όχι ανέφικτους ή ουτοπικούς, αλλά συγκεκριμένους και πρακτικούς.
Ο συγγραφέας δίνει ένα σύνολο σκέψεων, έναν «οδηγό για σαστισμένους», αλλά όχι συνταγές ούτε βεβαιότητες. Τονίζει όμως ότι δεν αρκεί κανείς να επισημαίνει τις ανεπάρκειες του «συστήματος» και να αποσύρεται νίπτοντας τας χείρας του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ιδιαίτερα κριτικός προς την Αριστερά, την καλεί να πάψει να στηρίζεται στις δάφνες του παρελθόντος ή στις ολιστικές ουτοπίες της και να προτείνει συγκεκριμένες ιδέες για το μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ