Η 6η Μαΐου θα είναι η ημερομηνία της αναμφίβολα πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης της μεταπολιτευτικής Ελλάδας καθώς και, μαζί με τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και του Μαρτίου 1946, μία από τις πιο κρίσιμες του τελευταίου αιώνα για τη χώρα. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, αλλά, πολύ περισσότερο, σε μιας τέτοιας σημασίας εκλογική αναμέτρηση, δεν χωρούν ούτε συναισθηματισμοί ούτε ανευθυνότητες: ο κάθε πολίτης που πάει στην κάλπη, κουβαλάει ο ίδιος ένα κομμάτι από την ευθύνη του μέλλοντος του τόπου.
Δεν χωρά ούτε φόβος, ούτε πάθος σε αυτήν ειδικά την αναμέτρηση. Υπάρχουν κριτήρια που δεν θα έπρεπε να έχουν χώρο στη διαμόρφωση των επιλογών όλων μας: ούτε ο συναισθηματισμός χωράει, καθώς δεν πρόκειται για διαδικασία εκτόνωσης αλλά για την κατεύθυνση που θα λάβει το αύριο μιας χώρας και ενός λαού που ακροβατούν με το χάος, ούτε η αποχή χωράει, καθώς τη στιγμή της κάλπης η ευθύνη ανήκει ισότιμα σε όλους, ούτε η κομματική, ή όποια άλλη «συνείδηση» θα έπρεπε να επικρατήσει: κανείς «πατριωτισμός» δεν μπορεί να είναι στις 6 Μαΐου πιο ισχυρός από τον ένα και μοναδικό πατριωτισμό της ίδιας της πατρίδας. Ομως, υπάρχει κάτι ακόμα που επίσης δεν χωράει: ο φόβος…
Η φοβική ψήφος, είναι και αυτή μια μορφή βαθειάς αναίρεσης της ουσίας της δημοκρατίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτή την ψήφο θα επενδύσουν πολλά τα κόμματα και από τις δύο πλευρές του μεγάλου διλλήματος: τα «μνημονιακά» θα επισείουν τον τρόμο για μια Ελλάδα εκτός ευρώ, ίσως και εκτός Ευρώπης και τις πράγματι τρομερές συνέπειες που κάτι τέτοιο θα έχει, ενώ, τα «αντιμνημονιακά» θα επισείουν τον άλλο τρόμο, μιας Ελλάδας που τα νέα μέτρα θα τη φέρουν πολύ γρήγορα σε κοινωνικές συνθήκες χώρας που θα μοιάζει με εκείνες μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Τα κόμματα θα κονταροχτυπηθούν άγρια για το ποιος φόβος είναι ο χειρότερος για το μέλλον όλων μας.
Ομως, στην πραγματικότητα, επενδύοντας στο φόβο, τα κόμματα, ή όσα τουλάχιστον εξ αυτών το πράξουν, δεν θα κάνουν τίποτα άλλο από το να επιχειρήσουν μια υφαρπαγή ψήφου και μια αιχμαλωσία, μια ιδιότυπη «υποκλοπή» της θέλησης των πολιτών. Και αυτό, δεν πρέπει να συμβεί. Πρέπει όλοι μας να πάμε στην κάλπη για να ψηφίσουμε εκείνο που πιστεύουμε ότι θα στηρίξει τη χώρα, όποιο κι αν είναι αυτό για τον καθένα, κι όχι για να αποφύγουμε εκείνο με το οποίο οι κάθε λογής κομματικές τοποθετήσεις μας φοβίζουν.
Φυσικά, μια τέτοια προσέγγιση, μεγιστοποιεί για τον καθένα πολίτη τη δυσκολία της τελικής του απόφασης. Ομως, αυτό ακριβώς σημαίνει να είναι κανείς πολίτης: πάνω απ’ όλα, να σκέφτεται με προσωπική αγωνία την ώρα που ψηφίζει, σα να αφορά αυτό που κάνει προσωπικά τον ίδιο και τα παιδιά του. Γιατί, ειδικά σε αυτές τις εκλογές, αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Η ύπατη στιγμή άσκησης του δικαιώματος και της υποχρέωσης του πολίτη, δεν μπορεί και δεν πρέπει να καθοριστεί από τίποτα άλλο παρά μόνον από τη θετική του κρίση για το μέλλον. Υπό τις επικρατούσες συνθήκες, είναι για όλους δύσκολο να δούμε καθαρά: η συνθετότητα και η οξύτητα του προβλήματος είναι πρωτοφανείς τα τελευταία εξήντα και πλέον χρόνια.
Ομως, η ανάκτηση αυτής της καθαρότητας κάτω από τον ορυμαγδό των εκατέρωθεν «προτροπών», αυτή είναι η ουσία του χρέους του καθενός χωριστά και όλων μαζί. Αυτή είναι η μόνη οδός που θα επιτρέψει στη χώρα την επομένη των εκλογών, να αναζητήσει και πάλι το δρόμο της.
Οχι στο φόβο, γιατί ο κάθε πολίτης, ξέρει τι θέλει, τι πιστεύει, τι πρέπει να κάνει. Και το μόνο που δεν πρέπει να κάνει, είναι να αφήσει την όποιας κατεύθυνσης τρομοκράτηση να σκιάσει την κρίση του και, το κυριότερο, να στραφεί ενάντια στο διπλανό του.
Και όχι στο πάθος, γιατί ο μέγας κίνδυνος που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να επαληθευθεί, είναι ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας: ότι έγινε, έγινε. Ότι σφάλματα κάναμε, κάναμε. Ολοι μας. Φτάνει ως εδώ. Ας τα παραδεχθούμε, όλοι, και ας μην κάνουμε άλλα. Ο διχασμός, αυτός είναι μακράν κάθε άλλου ο πιο βαθύς και επικίνδυνος εχθρός μας.