«Από την μάχη του Λένιγκραντ, από την σφαγή του Διστόμου και από τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας και όχι από διεθνές λαθρεμπόριο ήταν τα περισσότερα από τα όπλα μου που βρέθηκαν στην Λούτσα! Μόνο ένας μικρός αριθμός από αυτά ήταν καινούργια και τα χρησιμοποιούσα για σκοποβολή σε ένα δασύλλιο της Αττικής».
Σε αυτόν τον ισχυρισμό προχώρησε, στην διάρκεια της απολογίας του ενώπιον της 3ης Ειδικής Ανακρίτριας, ο 50χρονος δικηγόρος και πρώην δημοτικός σύμβουλος Σπάτων που αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες καθώς θεωρείται «εγκέφαλος» στην υπόθεση του οπλοστασίου που εντοπίστηκε στη Λούτσα. Ο δικηγόρος κρίθηκε προφυλακιστέος με την σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα.
Ο δικηγόρος ανέφερε ενώπιον των δικαστικών λειτουργών ότι ήταν μέλος του Ομίλου Συλλεκτών Ιστορικών Κειμηλίων Ελλάδος και περιδιάβαινε πολλές περιοχές της Ελλάδος για να βρίσκει ντουφέκια από τους παγκόσμιους πολέμους. Υποστήριξε ακόμη ότι στην Γερμανία που μετέβαινε συχνά, ασχολείτο μόνο με εμπόριο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και όχι με διακίνηση όπλων. Ανέφερε ακόμη, στο απολογητικό του υπόμνημα, ότι «τα περισσότερα από τα όπλα που βρέθηκαν στην Λούτσα προέρχονται από διαδικτυακούς πλειστηριασμούς σε ιστότοπους. Εκείνο που σας ζητώ είναι να μην καταστρέψετε τα όπλα που κατασχέθηκαν γιατί είναι κειμήλια ανεκτίμητης αξίας».
Σε ερώτηση των ανακριτών γιατί δεν φρόντισε να βγάλει άδεια συλλέκτη προέβαλε τον ισχυρισμό ότι «μία τέτοια ενέργειά μου θα ακυρωνόταν από το γεγονός ότι είχα αποκτήσει όπλα πρόσφατης παραγωγής που δεν καλύπτονται από την άδεια του συλλέκτη και θα βρισκόμουν πάλι εκτεθειμένος...». Είπε επίσης ότι τα περισσότερα από τα όπλα ήταν μη λειτουργικά και ζήτησε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
Ο 50χρονος δικηγόρος είναι ο τρίτος κατηγορούμενος που κρίνεται προσωρινά κρατούμενος για την υπόθεση των όπλων. Έχουν προηγηθεί οι προφυλακίσεις της 49χρονης συζύγου του, αλλά και ενός 56χρονου ιδιοκτήτη διαμερίσματος στο τριώροφο ακίνητο όπου εντοπίστηκε το οπλοστάσιο, στη συμβολή των οδών Αρτέμιδος και Αύρας.
Για την υπόθεση έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, κατοχή, εμπορία και λήψη όπλων με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων κατά συναυτουργία.