Τον Ιούλιο του 1970 ο Νίκος Μπελογιάννης ο νεότερος, φοιτητής τότε, επισκεπτόταν τη θεία του Διδώ Σωτηρίου στα Βασιλικά στην Εύβοια με το λεωφορείο της γραμμής. Τα έξι λεωφορεία του ΚΤΕΛ, που είχαν δρομολογηθεί λόγω της αυξημένης θερινής κίνησης, ταξίδευαν κονβόι για Ιστιαία, με μια μικρή στάση για προσκύνημα στο σκήνωμα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου. Όταν αργότερα ο Νίκος Μπελογιάννης περιέγραφε στη σκηνή στη Διδώ, εκείνη σχολίασε: «Α, ναι, όπως στο Μαυσωλείο του Λένιν». Αιφνιδιασμένος, ο νεαρός φοιτητής έκανε για πρώτη φορά μέσα του τη σύνδεση ανάμεσα στη θρησκεία και στον κομμουνισμό.
Ετσι περιέγραψε ο Νίκος Μπελογιάννης σε συνέντευξη Τύπου το μεσημέρι της Δευτέρας 9 Απριλίου στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ, τον σπόρο που κατέληξε στο βιβλίο «»Δεν έχουμε να χάσουμε παρά το κεφάλι μας». Σταλινισμός. Η τέταρτη μονοθεϊστική θρησκεία» (Αγρα, 2012) το οποίο έγραψε μαζί με τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Αγγελική Κώττη.
«Αιχμηρό, σκληρό και κυρίως σπαρταριστό» χαρακτήρισε ο Σταύρος Πετσόπουλος, εκδότης της Αγρας, αυτό το πρώτο βιβλίο του γιου του Νίκου Μπελογιάννη και της Ελλης Παππά.
Σε μια σουρεαλιστική διαδρομή, ένας χριστιανός τον οποίο έχουν ρίξει στα λιοντάρια το 200 π.Χ., βρίσκεται τυλιγμένος σε ένα σύννεφο που τον μεταφέρει στη σοβιετική Μόσχα, στο Βατικανό, αλλά και στον Περισσό, στο 13ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1991, για να καταλήξει στο Παρίσι, όπου ο Ροβεσπιέρος του παίρνει το κεφάλι. «Οπως όλοι οι αναθεωρητές, οπορτουνιστές, ρεφορμιστές, δεν γλιτώνει», σχολίασε η Αγγελική Κώττη. «Διασκεδάσαμε γράφοντας το βιβλίο», πρόσθεσε, «κυρίως επειδή ζούμε τόσα χρόνια μετά την επικράτηση του σταλινισμού και επειδή δεν κινδυνεύουν τα κεφάλια μας».
Κάνοντας παραπομπή στον Στρατή Τσίρκα, στη «Λέσχη» του, στο Ανθρωπάκι, τον αρνητικό ήρωα, και στη φράση του αιγυπτιώτη συγγραφέα «Το Ανθρωπάκι είμαι και εγώ», η συγγραφέας καυτηρίασε τον κομματικό δογματισμό, που αποτελεί το θέμα του βιβλίου, επισημαίνοντας ότι «το Ανθρωπάκι το έχουμε όλοι μέσα μας. Είναι ο δογματικός, ο φανατικός, ο άνθρωπος ο οποίος ζει με τις βεβαιότητες, ας πούμε σήμερα ο φονταμενταλιστής. Πολλές φορές θα νικήσει αυτό, πολλές φορές θα νικήσεις εσύ, είναι βασικό όμως να του αντιπαρατεθείς».
«Είμαστε μια γενιά που γαλουχηθήκαμε με την πάλη του καλού ενάντια στο κακό», συνέχισε ο Νίκος Μπελογιάννης. «Οσο περνούσαν οι δεκαετίες, το μεν κακό έγινε τρισχειρότερο αλλά και εκείνο που θεωρούσαμε καλό, από το 1989 και πέρα, φάνηκε ότι δεν ήταν το ζητούμενο καθόλου. Εμείς όμως πεισματικά δεν συμπληρώναμε το παζλ που υπήρχε μπροστά μας. Βλέπαμε μια πλατεία, και ήμασταν τόσο σίγουροι ότι είναι η Κόκκινη πλατεία, στην οποία προσβλέπαμε, που αρνιόμασταν να συμπληρώσουμε το επάνω μέρος της εικόνας. Πιστεύαμε ότι ήταν ο χρυσός τρούλος του Κρεμλίνου. Οταν τελικά η εικόνα συμπληρώθηκε από μόνη της, είδαμε ότι ήταν ο χαλκοπράσινος τρούλος του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό».
Αιρετικοί και αποστάτες, Ιερά Εξέταση και ιδεολογικές επιτροπές, μετάνοια και αυτοκριτική, αφορισμός και διαγραφή, τα σημεία στα οποία ομοιάζουν θρησκεία και κομμουνισμός είναι πολλά. Δεκαεπτά καταγράφουν οι δύο συγγραφείς στο δεύτερο μέρος του βιβλίου: όπως η Εκκλησία βρίσκεται «υπό διωγμόν» έτσι και το Κόμμα είναι συνεχώς ένα «περικυκλωμένο φρούριο». Εξορκισμός, εξάλειψη της εικόνας, καπηλεία ηρώων και αγίων είναι πρακτικές από τις οποίες δεν απείχαν ούτε οι αρχαίοι έλληνες, ούτε η Ορθοδοξία.
«Οπως οι άγιοι ανήκουν στην Εκκλησία έτσι και οι νεκροί ανήκουν στο Κόμμα. Οπως οι μάρτυρες πεθαίνουν για τη Δόξα του Κυρίου, έτσι και οι ήρωες θυσιάζονται για το Κόμμα», εξήγησε ο Νίκος Μπελογιάννης με ένα παράδειγμα: τον «ευπρεπισμό» από το Κόμμα του τάφου του πατέρα του στο Γ΄ Νεκροταφείο της Νίκαιας τον Μάρτιο του 2006, προκειμένου να ετοιμαστεί για την επίσκεψη της γενικής γραμματέως του ΚΚΕ στην εκδήλωση μνήμης για την εκτέλεση του Μπελογιάννη στις 30 Μαρτίου του 1952. «Θεωρούν τους νεκρούς ιδιοκτησία τους», κατέληξε, τόσο για το Βατικανό όσο και για τον κομμουνισμό.
«Ο σταλινισμός δεν είναι μόνο ένα αντιδραστικό σύστημα, μια αντιδραστική ιδεολογία, είναι ολόκληρος τρόπος μη σκέψης και τρόπος μη ζωής» είπε ο Νίκος Μπελογιάννης και διευκρίνισε: «Οταν είσαι ζωντανός το Κόμμα καθορίζει τι θα κάνεις. Αλλά, είτε είσαι ζωντανός είτε είσαι νεκρός, το Κόμμα αποφασίζει και ξαναποφασίζει και ματααποφασίζει τι έχεις κάνει. Σου γράφει και σου ξαναγράφει την προσωπική σου ιστορία. Το ζούμε αυτόν τον καιρό με τη «βιομηχανία αποκαταστάσεως»».
Το ερώτημα από το οποίο γεννήθηκε το βιβλίο ήταν: «Αν κάποιος ταξίδευε στο 1917 και ειδοποιούσε τους κομμουνιστές ότι θα προκύψει ο Στάλιν, ο Μπρέζνιεφ, ο Τσαουσέσκου θα πολεμούσαν ή θα το ξανασκέφτονταν;».
«Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μια εποχή που εδώ και δύο χρόνια γίνονται οι αποκαταστάσεις των Δικών της Μόσχας από τον Περισσό. Η έκδοση στα ελληνικά του 14ου τόμου των Απάντων του Στάλιν διαφημίστηκε πολύ. Οι κομματικές οργανώσεις του 3ου-4ου διαμερίσματος Αθήνας του ΚΚΕ εξέδωσαν ημερολόγιο με τον Στάλιν στο εξώφυλλο… Φαίνεται ότι κάποια πράγματα επανέρχονται», είπε κλείνοντας την παρουσίαση ο Σταύρος Πετσόπουλος. «Μέσα σε αυτό το κλίμα το βιβλίο θα ενοχλήσει αρκετά. Διαβάζεται και ως φάρσα και μπορεί να προκαλέσει μεγάλους καβγάδες ή και απαξίωση», κατέληξε ο εκδότης, δείχνοντας, όπως και οι δυο συγγραφείς, να το διασκεδάζει.