Στο δικηγορικό γραφείο του νομικού Θάνου Τζαβέλλα την παράσταση κλέβουν το μεγάλο παλιό ξύλινο γραφείο – «ήταν του γερο-Τζαβέλλα. Εδώ έγραφε τα σενάριά του, και το προσέχω σαν κόρη οφθαλμού» – και το πολύτιμο αρχείο του κινηματογραφιστή πατέρα του. «Οτιδήποτε αφορά τον Γιώργο Τζαβέλλα, χειρόγραφα σενάρια, φωτογραφίες, αποκόμματα με σχόλια και κριτικές από εφημερίδες και περιοδικά, βρίσκεται σε αυτό το αρχείο» εξηγεί, «γι’ αυτό και πρότεινα να κάνουμε εδώ την κουβέντα μας».
Αφορμή γι’ αυτή την κουβέντα στάθηκε η επαναπροβολή της ταινίας «Κάλπικη λίρα» ύστερα από ειδική ψηφιακή επεξεργασία που επιμελήθηκε ο Κινηματογραφικός Οργανισμός Καραγιάννης – Καρατζόπουλος ΑΕ. Η ταινία γυρίστηκε το 1954 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα. Εκανε πρεμιέρα στις 24 Ιανουαρίου 1955 και υπήρξε η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς βραβεύθηκε στα φεστιβάλ Βενετίας, Μόσχας και Μπάρι, ενώ συμμετείχε και στα φεστιβάλ Καννών και Κάρλοβι Βάρι.
Το ταξίδι μιας κάλπικης λίρας ξεδιπλώνεται σε τέσσερις ιστορίες με πρωταγωνιστές ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου, όπως οι Βασίλης Λογοθετίδης, Ιλυα Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Ορέστης Μακρής, Δημήτρης Χορν, Ελλη Λαμπέτη, αλλά και ο Δημήτρης Μυράτ στον ρόλο του αφηγητή.
Η κινηματογραφική καριέρα του Γιώργου Τζαβέλλα ξεκίνησε το 1942 με τα «Χειροκροτήματα», όπου πρωταγωνιστούσε ο Αττίκ, και τέλειωσε το 1964 με το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». «Μετά είχε διάφορες προσωπικές ατυχίες. Πέθανε η μητέρα μου το ’69 από καρκίνο σε ηλικία 42 ετών, ύστερα από πέντε μήνες έπαθε βαρύτατο εγκεφαλικό από τη στενοχώρια και φυτοζώησε έξι-επτά χρόνια, ώσπου πέθανε το 1976».
Ο πατέρας του Θάνου Τζαβέλλα ήταν αυτοδίδακτος. «Δεκατεσσάρων χρόνων (γεννήθηκε το 1916) ξεκίνησε να μαζεύει φωτογραφίες του Σαρλό. Τότε του μπήκε η ιδέα να γίνει συγγραφέας. Ξεκινά να γράφει, εν συνεχεία αρχίζει τις μιμήσεις του Σαρλό, είχε και μια μικρή κινηματογραφική μηχανούλα που έχω φυλαγμένη στο σπίτι – μια Pathe baby κουρδιστή, των 9,5 mm. Ξεκινά να τραβάει ταινιούλες και του κολλάει και η ιδέα να γίνει κινηματογραφιστής. «Πώς έμαθες σινεμά, πατέρα;» τον ρώτησα κάποτε. «Εβλεπα ταινίες. Πήγαινα στο σινεμά και καθόμουν από τις 4 ως τις 12 όλη την εβδομάδα και έβλεπα μια ταινία ώσπου να τη μάθω απ’ έξω. Εβλεπα πώς γίνεται το πλάνο, ο φωτισμός και διάβαζα όσα βιβλία έβρισκα».
Ετσι άρχισε μόνος του να μαθαίνει την τέχνη του σινεμά. «Πριν από τα «Χειροκροτήματα» είχαν γράψει μαζί με τον Νίκο Τσιφόρο, που ήταν φίλοι από παιδιά, ένα θεατρικό έργο. Ο πατέρας ήταν και μουσικός. Μάλιστα είχε συνθέσει μια οπερέτα (στίχους και μουσική), το 1941. Εχουμε περάσει ατέλειωτες βραδιές να παίζει τζαζ στο πιάνο. Η μητέρα μου ήταν πιανίστρια και την πείραζε γιατί δεν μπορούσε να παίξει χωρίς νότες, ενώ εκείνος έπαιζε τα πάντα με το αφτί».
Τα «Χειροκροτήματα» γυρίστηκαν στην Κατοχή και επειδή υπήρχε πρόβλημα με το ρεύμα ήταν αναγκασμένοι να γυρίζουν βράδυ. Το στούντιο βρισκόταν πίσω από τη σκηνή του Ρεξ. «Θα σου διηγηθώ ένα χαριτωμένο: στα «Χειροκροτήματα» ήταν μια σκηνή όπου ο Αττίκ έπρεπε να κλάψει, αλλά δεν μπορούσε. «Γιώργο, βρίσε με» λέει στον πατέρα μου. «Αμα με βρίσεις, θα κλάψω». Αρχίζει λοιπόν ο πατέρας μου: «Είστε παλιάνθρωπος, είστε αχρείος, είστε ουτιδανός». «Βρίσε με», λέει ο Αττίκ, «όχι έτσι». «Μα δεν μπορώ, κύριε Αττίκ». Τότε πετάγεται ένα ηλεκτρολογάκι που είχαν: «Κύριε Τζαβέλλα, να τον βρίσω εγώ;». «Βρίσε» του λέει, και ανοίγει ένα στόμα-οχετός! Ετσι άρχισαν να κυλάνε δάκρυα και γυρίστηκε το πλάνο. Οταν τέλειωσαν, πλησιάζει ο Αττίκ τον πατέρα μου και του λέει: «Γιώργο, αυτό το παλιόπαιδο να μην το ξαναδώ στο γύρισμα!»».
Πρώτα συγγραφέας, μετά σκηνοθέτης
Το 1948 γυρίζει τον «Μαρίνο Κοντάρα», βασισμένο στο διήγημα του Εφταλιώτη, με τον Μάνο Κατράκη να υποδύεται τον κουρσάρο του Αιγαίου. Το 1950 ακολουθεί ο «Μεθύστακας» με τον Ορέστη Μακρή… και χαλάει ο κόσμος! «Εκανε ρεκόρ εισιτηρίων – 350.000 σε πρώτη προβολή, αξεπέραστο νούμερο ως το 1970, που βγήκε το «Υπολοχαγός Νατάσα»».
«Ο πατέρας μου δεν σκηνοθέτησε ποτέ ταινία στην οποία δεν είχε γράψει ο ίδιος το σενάριο» συνεχίζει ο Θάνος Τζαβέλλας. «Οταν, πιτσιρικάς, έψαχνα τον τηλεφωνικό κατάλογο για να δω τυπωμένο το όνομά του, διάβασα: Γιώργος Τζαβέλλας, συγγραφεύς – σκηνοθέτης. «Μπαμπά, τι είσαι;» τον ρώτησα, «συγγραφέας ή σκηνοθέτης;». «Αγόρι μου, συγγραφέας. Εν αρχή ην ο λόγος, σκηνοθέτης έγινα μετά». Στο σπίτι όπου μέναμε είχε φτιάξει μια καμπίνα προβολής. Ηταν ο μοναδικός που είχε όλες τις ταινίες 16 mm και καθόμασταν για ώρες και τις βλέπαμε. Πρέπει να τις έχω δει μαζί του και 80 φορές την καθεμία. Μου εξηγούσε κάθε πλάνο. Τα σενάρια τα έγραφε στο γραφείο του πάντα με μολύβι και κάποιες σελίδες έχουν τρυπήσει από το σβήσε – γράψε. Από τη στιγμή που τελείωνε κάποιο, δεν το ξανάγγιζε, αλλά δεν ήθελε και καμία παρέμβαση. Εκαναν με τον Τάκη τον Χορν το 1957 το «Μια ζωή την έχουμε» και κάποια στιγμή έρχεται και του λέει: «Γιώργο, έχω μια ιδέα: να κάνουμε αυτό αντί γι’ αυτό που λέει το σενάριο». Τον κοιτάζει ο γερο-Τζαβέλλας: «Οχι, Τάκη, το σενάριο είναι αυτό και δεν αλλάζει»… Ο Χορν ήταν ευπατρίδης και αριστοκράτης. Μου έλεγε μια καταπληκτική ιστορία ο πατέρας μου: είχαν πάει στην Αίγυπτο για να δουν ένα στούντιο για κάποια γυρίσματα και σε μια στιγμή βρίσκει τον Χορν στην είσοδο του ξενοδοχείου και του λέει: «Γιώργο μου, είμαι ταπί, μου δανείζεις 100 λίρες;». «Ορίστε, Τάκη». Πάει λοιπόν να βγει και, ενώ του ανοίγει την πόρτα ο πορτιέρης, βγάζει το καπέλο με τα φτερά και του κάνει μια ρεβεράντζα, και τότε ο Χορν τού δίνει τις 100 λίρες».
Αυστηρός και τελειομανής
Στα γυρίσματα ο Τζαβέλλας ήταν κέρβερος. «Από τη στιγμή που έμπαινε στο πλατό γινόταν άλλος άνθρωπος, απόλυτα αφοσιωμένος στην ταινία. Αυστηρός και τελειομανής. Και το μοντάζ ο ίδιος το έκανε, μαζί με έναν από τους καλύτερους μοντέρ, τον Γιώργο Τσαούλη. Θεωρούσε ότι το μοντάζ ήταν το Α και το Ω μιας ταινίας».
«Τότε οι άνθρωποι που δούλευαν στον κινηματογράφο ήταν πρωτίστως φίλοι» θυμάται ο Θάνος Τζαβέλλας. «Ολη την εβδομάδα ο πατέρας μου την περνούσε με τον Σακελλάριο και τον Τσιφόρο στο «Σελέκτ», στην ταβέρνα «Τα τρία αδέλφια», στον «Βάκχο»… Μπορεί να τσακώνονταν – μάλιστα με τον Σακελλάριο είχαν γίνει μαλλιά – κουβάρια για το σενάριο της «Λατέρνας» -, όμως ήταν άλλος ο κόσμος τότε. Υπάρχει και μια ωραία ιστορία: στις ταβέρνες όπου πήγαιναν έρχονταν συνήθως κάτι τύποι της προσκολλήσεως που τους χαρτζιλικώνανε και για να τους διασκεδάσουν έκαναν διάφορες μιμήσεις. Υπήρχε λοιπόν ένας Ζοζέφ, που ήταν ο ευνοούμενός τους. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας καινούργιος και, όπως συνήθως γίνεται, ο καινούργιος τους τράβηξε την προσοχή και τον παραμέλησαν. Πήγε λοιπόν ο Ζοζέφ στον Σακελλάριο και διαμαρτυρήθηκε: «Γιατί;». «Γιατί ο Μένιος κάνει μιμήσεις». «Δηλαδή τι κάνει που δεν μπορώ να κάνω εγώ;». «Κάνει τη γάτα». «Χαρά στο πράμα, και εγώ την κάνω: νιάου – νιάου». «Ναι, αλλά κάνει και τη συναγρίδα». «Τη συναγρίδα;». «Ναι» του λέει ο Σακελλάριος. «Ε, κι εγώ την κάνω: μπρουμ, μπρουμ, μπρουμ! Οταν ανοίγει το στόμα της παίρνει νερό και αυτό κάνει»».
Με τον Χατζιδάκι ήταν επίσης φίλοι, είχε γράψει μάλιστα τη μουσική σε αρκετές ταινίες του Τζαβέλλα, όπως η «Κάλπικη λίρα» και η «Αγνή του λιμανιού», όπου εμφανίζεται κιόλας να παίζει πιάνο σε ένα καμπαρέ της Τρούμπας. «Η μάνα μου μαγείρευε πολύ καλά και κάναμε τραπέζια σε όλους. Αλλά όταν πέθανε, ο πατέρας μου απομονώθηκε. Με το εγκεφαλικό έπαθε και ένα τραύλισμα και το ξεπέρασε με τη μέθοδο του Δημοσθένη, με κάτι μπίλιες που έβαζε στο στόμα».
«Δεν ήθελα να είμαι ο γιος του μπαμπά μου»
Ουσιαστικά δύο γυρίσματα θυμάται έντονα, ως παιδί, ο Θάνος Τζαβέλλας. «Είχα πάει στην «Αντιγόνη» σε ηλικία δέκα ετών και αργότερα στη «Γυνή». Μου φαινόταν τόσο ωραίος κόσμος που ήθελα να δουλέψω κι εγώ στο σινεμά. Με είχε γοητεύσει πολύ. Η πρώτη μου ταινία ήταν με τον Βασίλη Γεωργιάδη. Ηταν συγκινητικό, καθώς και εκείνος είχε ξεκινήσει ως βοηθός σκηνοθέτη με τον πατέρα μου. Ο γερο-Τζαβέλλας με πήγε μια μέρα στον Γεωργιάδη και του είπε: «Πάρε τον γιο μου να τον μάθεις», και ο Βασίλης έβαλε τα κλάματα. Ημουν επίσης βοηθός σκηνοθέτη στην «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη, μια μεγαλειώδη ταινία, και στο «Happy day» του Βούλγαρη – από τους πιο ήρεμους και γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Δεν συνέχισα γιατί δεν είχα το ταλέντο του πατέρα μου και δεν ήθελα να είμαι ο γιος του μπαμπά μου. Ο ίδιος μού είχε πει ότι, άσχετα με το τι θα κάνω στο σινεμά, πρέπει να σπουδάσω. Αλλωστε και εκείνος είχε σπουδάσει Νομικά».
Ο Θάνος Τζαβέλλας λέει ότι κάθε φορά που βλέπει μια ταινία του πατέρα του ανακαλύπτει καινούργια πράγματα: «Αγαπημένες μου είναι η «Γυνή» και η «Λίρα», όπου απεικονίζεται ο μεγάλος έρωτας του Χορν με τη Λαμπέτη – κλαίω πάντα στο φινάλε».
Η μήνυση της Αλίκης Βουγιουκλάκη
Το 1966 ο Γιώργος Τζαβέλλας έγραψε το σενάριο της ταινίας «Ο αστερισμός της Παρθένου» για τη Βουγιουκλάκη: θα ήταν η πρώτη «ακατάλληλη» ταινία της Αλίκης. «Θεωρήθηκε πολύ ακριβή ταινία και ήταν η πρώτη φορά που ενώνονταν τα δύο ιερά τέρατα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο Φίνος και οι Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης. Εβγαλαν προϋπολογισμό 2,5 εκατ. δραχμές, ένα κολοσσιαίο νούμερο, από τα οποία η Αλίκη θα έπαιρνε τις 750.000. Τελικά όμως έγινε με τη Λάσκαρη σε σκηνοθεσία Δαλιανίδη το 1973».
Το 1966 ο Γιώργος Τζαβέλλας έγραψε το σενάριο της ταινίας «Ο αστερισμός της Παρθένου» για τη Βουγιουκλάκη: θα ήταν η πρώτη «ακατάλληλη» ταινία της Αλίκης. «Θεωρήθηκε πολύ ακριβή ταινία και ήταν η πρώτη φορά που ενώνονταν τα δύο ιερά τέρατα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο Φίνος και οι Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης. Εβγαλαν προϋπολογισμό 2,5 εκατ. δραχμές, ένα κολοσσιαίο νούμερο, από τα οποία η Αλίκη θα έπαιρνε τις 750.000. Τελικά όμως έγινε με τη Λάσκαρη σε σκηνοθεσία Δαλιανίδη το 1973».
Το 1968 η Βουγιουκλάκη τού έκανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση, επειδή είχε ανεβάσει μια επιθεώρηση όπου τη σατίριζε ο Παράβας. «Ελεγε ο Παράβας: «Σαν βαρελάκι είναι χοντρό το παλικάρι π’ αγαπώ». Ο πατέρας μου καταδικάστηκε και υποχρεώθηκε να διαγράψει τα προσβλητικά στιχάκια. Ετσι, το ίδιο βράδυ είπε ο Παράβας: «Σαν καλαμάκι είναι λιγνό το παλικάρι π’ αγαπώ. Είναι λιγνό, πολύ λιγνό, να το παχύνω δεν μπορώ!»».
πότε & πού:
Η ταινία «Κάλπικη λίρα» βγαίνει στις αίθουσες την Κυριακή του Πάσχα 15 Απριλίου
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ