«Δεν υπάρχει κανείς «δυτικός κόσμος» παρά μόνον οι Αρχαίοι Ελληνες και εμείς οι Εσπέριοι»
Φρίντριχ Κίτλερ
Η οικονομική κρίση στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια και η παρεπόμενη απαξίωση της χώρας μας από τους ευρωπαίους εταίρους της οδήγησαν μια σειρά διανοουμένων της αλλοδαπής να υπενθυμίσουν στους συμπατριώτες τους την ελληνική καταγωγή του δυτικού πολιτισμού και, συνακόλουθα, της λογικής και λογιστικής επιστήμης.
Βέβαια, στο άκουσμα του συνθήματος «Είμαστε όλοι Ελληνες», οι περισσότεροι εκφραστές ή παραλήπτες του σκέπτονται κυρίως τις οικονομικές συνέπειες που μπορούν να πλήξουν ακόμη και τα πιο εύρωστα κράτη του δυτικού πολιτισμού, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους απροϋπόθετα ως εκφραστικό μέσο της ψυχικής τους διάθεσης. Και μολονότι μιλούν διαφορετικές γλώσσες, θεωρούν ότι αυτές είναι απλώς «σύμβολα» ή σημεία για τα «παθήματα της ψυχής» που, κατά τον Αριστοτέλη, «είναι ίδια σε όλους» (Περί ερμηνείας). Τη στιγμή της εκφοράς τού εν λόγω συνθήματος οι ευρωπαίοι φίλοι μας προϋποθέτουν ότι η ομιλία δεν είναι παρά εξωτερίκευση μιας σκέψης, με σκοπό την επικοινωνία μεταξύ των λαών: σκέπτονται ελληνικά, είναι Ελληνες, στον βαθμό που ενεργοποιούν μία(!) από τις κυρίαρχες φιλοσοφικο-γλωσσικές παραδόσεις του αρχαιοελληνικού πολιτισμού: την αριστοτελική.
Η πίστη ότι η διαφορά των γλωσσών αφορά αποκλειστικά την υλικότητα του σημαίνοντος, ενώ το πνευματικό στοιχείο, το σημαινόμενο, παραμένει σε όλους το ίδιο, θα αμφισβητηθεί στη νεωτερικότητα από τον Χούμπολτ, όταν αυτός θα ορίσει το γλωσσικό σημαίνον ως διαμορφωτικό στοιχείο του στοχασμού. Μολαταύτα, φαίνεται πως ένας γλωσσικός αταβισμός δεν αφήνει ακόμη και σήμερα τους ομιλούντες Ευρωπαίους, που επιτέλεσαν τη «γλωσσική στροφή», να ξεπεράσουν τον μεταφυσικό κλοιό που κάποτε χαράχθηκε από την ελληνική φιλοσοφία.
Την ίδια στιγμή που όλοι είναι απασχολημένοι με την οικονομική κρίση, διερωτώμενοι – και πάλι αριστοτελικά – για τα αίτιά της, ευάριθμοι έλληνες μελετητές εργάζονται εντατικά για την έκδοση των Απάντων του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), προσφέροντάς μας έτσι τη δυνατότητα να στοχαστούμε εκ νέου τις ιδρυτικές πράξεις και τις πρωταρχικές σκηνές του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τη γέννηση, τη συγκρότηση και την ανάλυση του λόγου. Η νέα έκδοση των Απάντων θα καταστήσει έκδηλο ότι ο – σύμφωνα με μια ειρωνική αποστροφή του Νίτσε – «αναγνώστης» Αριστοτέλης υπήρξε ένας φιλόσοφος που έγραψε επί παντός του επιστητού, και όχι μόνον, όπως επαναλάμβαναν καταναγκαστικά οι Χάιντεγκερ και Γκάνταμερ, για το «ον ως ον». Ηθελε να γνωρίσει, να πει τα πάντα και να γράψει για τα πάντα, και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια των θεών ή των μουσών. Για παράδειγμα, ο γιος γιατρού από τα Στάγειρα (αυτοεξόριστος πλέον στην Εύβοια) επιχείρησε να ορίσει με ιατρική ακρίβεια, χωρίς όμως να το κατονομάσει, το μικρό – παρεμφερές του ανδρικού – μόριο ονόματι «κλειτορίδα», ως ιδιαίτερη πηγή απόλαυσης της γυναίκας, μετατρέποντας τρόπον τινά τον θεό Ερωτα σε γυναικολόγο ή ψυχαναλυτή avant la lettre (Περί ζώων γενέσεως).
Επίσης, η άποψή του ότι η διάφυλη σχέση είναι ανάλογη της σχέσης μορφής (είδους) και ύλης, η οποία κορυφώνεται στη σκανδαλώδη φράση ότι «η γυναίκα βγαίνει από τον άνδρα» (Μετά τα φυσικά), αφού στο σπέρμα του πατρός βρίσκεται ο τελικός σκοπός, το «παιδί», προκαλεί αμηχανία σήμερα, που το σύνδρομο του Πυγμαλίωνα, του άνδρα δηλαδή που δίνει ζωή και μορφή στην άψυχη ύλη που ακούει στο όνομα «γυναίκα», έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα.
Ο Αριστοτέλης, αφού δεν κατάφερε να γίνει ο διάδοχος του Πλάτωνα στην Ακαδημία, άρχισε να εξετάζει τη χλωρίδα και την πανίδα της Αττικής ως προς τους τελικούς ή άριστους σκοπούς τους, όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά του. Αφουγκράστηκε, μεταξύ άλλων, τις φωνητικές εκδηλώσεις αναρίθμητων ζώων, για να καθορίσει τι είναι αυτό που συγκροτεί τους ανθρώπους ως ομιλούντα όντα (Περί τα ζώα ιστορίαι), σε αντιδιαστολή με τους «άναρθρους ήχους» των άγριων ζώων, «που όμως κανένας τους δεν συνιστά όνομα», ήτοι «φωνή σημαντική». Με την εξαίρεση, εν μέρει, του αηδονιού, που αν το κελάιδισμά του δεν διέθετε «διάρθρωση» παρεμφερή της γλωσσικής, τότε ο Σοφοκλής δεν θα άκουγε τη Μούσα στις χλωρασιές του Κολωνού και ο Αριστοτέλης (σε αντίθεση με τον Σωκράτη) δεν θα το ξεχώριζε ως το πλέον συγγενές προς τον άνθρωπο ον.
Τέτοιου είδους «περιθωριακές» προσεγγίσεις του Αριστοτέλη ωχριούν, θα λέγαμε, μπροστά στη μεγάλη του συνεισφορά στη θεωρία της «ενδεχομενικότητας», έννοιας μέσω της οποίας θεωρητικοί της λογικής αλλά και κορυφαίοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Λούμαν, επιχειρούν να ορίσουν το καθεστώς όχι μόνο της γνώσης αλλά και της ίδιας της νεωτερικότητας.
Βέβαια, η αριστοτελική διαλεκτική δεν παύει να πρέπει να στοχάζεται μέσα στο πλαίσιο των κατηγοριών (ουσία, ποσότητα, σχετικότητα, ποιότητα κτλ.), εάν θέλει να αποκαλύψει την αλήθεια των πραγμάτων, τη φύση των όντων. Επρεπε να περιμένουμε τον Νίτσε για να μας διαφωτίσει ότι η λογική δεν ξεπηδά από τη θέληση για αλήθεια, αλλά από τη θέληση να κυριαρχήσουμε πάνω στην πολλαπλότητα των αισθητήριων δεδομένων, πρώτα μέσω οργανικών (αντιληπτικών) και κατόπιν μέσω εννοιολογικών ταυτοτήτων: «Κατά τον σχηματισμό του Λόγου, της λογικής, των κατηγοριών, αποφασιστική σημασία είχε η ανάγκη όχι να «γνωρίσουμε», αλλά να υπαγάγουμε, να σχηματοποιήσουμε, με σκοπό την κατανόηση, τον υπολογισμό (…). Οι κατηγορίες είναι «αλήθειες» μόνον με την έννοια ότι είναι συνθήκες της ζωής για εμάς».
Η λογική προσταγή
Το Περί ερμηνείας αποτελεί ένα από τα πλέον επιδραστικά κείμενα στη φιλοσοφία της γλώσσας (βλ. την εισαγωγή των Κεσίσογλου – Παπατσίμπα στην αυτοτελή, εξαιρετικά σχολιασμένη έκδοση του έργου από τη Σμίλη), αν και η γέννησή του συνδέεται περισσότερο με τους διαλεκτικούς αγώνες όπου το ζητούμενο ήταν η διεξαγωγή της επιχειρηματολογίας εντός ενός «αυστηρά καθορισμένου πλαισίου κανόνων», όπως μας υπενθυμίζει ο Παύλος Καλλιγάς στην εισαγωγή του στην έκδοση της Νήσου.
Αλλωστε το Οργανον, στο οποίο ανήκει και το επιμέρους έργο, συνιστά (όπως και οι Κατηγορίες) εγχειρίδιο που επιτρέπει στον αγωνιζόμενο, π.χ., να «ελέγξει ανά πάσα στιγμή τυχόν αντιφάσεις που ανακύπτουν ή να αποτιμήσει ορθά την εκάστοτε καταφατική ή αρνητική απάντηση του συνομιλητή του» (Καλλιγάς). Αυτός που πρέπει να αποκλειστεί, μέσω του νέου τελετουργικού ονόματι «διαλεκτική», από την «τάξη του λόγου», όπως θα την ονόμαζε ο Φουκό, είναι ο σοφιστής, ο οποίος συγχέει ανά πάσα στιγμή τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, και αντιφάσκει όταν αποδίδει «ταυτόχρονα» σε ένα και το αυτό πράγμα αντίθετα κατηγορήματα.
Καθίσταται σαφές ότι ο σημερινός μελετητής καλείται να αναρωτηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια για την καταγωγή και τις προϋποθέσεις της λογικής ενόρμησης στον άνθρωπο (άγχος προ των μείξεων; αναγκαιότητα οργάνωσης της Πόλεως;), και ιδίως του θεμέλιου νόμου της, του Νόμου της Μη Αντίφασης. Μια ανατρεπτική ερμηνεία του μάς έρχεται και πάλι από τον Νίτσε, ο οποίος απουσιάζει εκκωφαντικά από τις αριστοτελικές βιβλιογραφίες: «Ο υποκειμενικός εξαναγκασμός να μην αντιφάσκουμε είναι ένας βιολογικός εξαναγκασμός: το ένστικτο της χρησιμότητας ότι πρέπει να συμπεραίνουμε έτσι όπως συμπεραίνουμε, είναι σωματικό, σχεδόν είμαστε αυτό το ένστικτο… Τι αφέλεια όμως να αντλούμε από εδώ μια απόδειξη ότι κατέχουμε έτσι μια «αλήθεια καθ’ εαυτήν»! (…) Ο νόμος της μη αντίφασης δεν περιέχει κανένα κριτήριο της αλήθειας, αλλά μια προσταγή σχετικά με αυτό που πρέπει να ισχύει ως αληθινό».
Το Περί ερμηνείας συνιστά ουσιαστικά μια αρνητική έκθεση του άμα («ταυτόχρονα»), το οποίο ο Καντ θεώρησε τελείως περιττό, απομακρύνοντάς το από την αρχή της αντίφασης και μετατρέποντας την κατά τα άλλα γνωσιοθεωρητική αρχή της αντίφασης σε αποφαντική λογική. Στον αντίποδα, ο Φρόιντ προσπάθησε να στοχαστεί μια λογική των αμφιθυμικών αντιφάσεων, όπου η «άρνηση» (Verneinung) σε μια προτασιακή κρίση δεν συνιστά παρά απώθηση και «ταυτόχρονα» διανοητική αποδοχή του απωθημένου. Η άρνηση στην κρίση καθιστά φανερό τι είναι αυτό που απωθείται. Αλλωστε το ασυνείδητο δεν γνωρίζει το «όχι».
Και όμως, ο Αριστοτέλης δεν ήταν ένα αρνητικό πνεύμα, αλλά, όπως πολύ καλά αντιλήφθηκε ο Ραφαήλ, έμεινε πιστός στα εγκόσμια. Γι’ αυτό και στον περίφημο πίνακά του «Η Σχολή των Αθηνών» (1511) εμφανίζεται να τείνει οριζόντια το χέρι του, νεύοντας προς μια ηθική οργάνωση του κόσμου τούτου – σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που, τείνοντας το χέρι του κάθετα, προς τον ουρανό, συμβολίζει τον υπεραισθητό κόσμο των ιδεών.
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ