Είναι πολλοί αυτοί που την αγαπούν. Είναι εξίσου πολλοί εκείνοι που αγαπούν να τη μισούν. Και υπάρχουν και κάποιοι που απλώς δεν την αντέχουν. Το σίγουρο είναι ότι δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Η κοφτερή πένα της, η ελευθερογνωμία της και ο αντικομφορμισμός της προσελκύουν μανιχαϊστικές αντιδράσεις στη μικρή μας Ελλάδα, η οποία σε γενικές γραμμές αποφεύγει να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και αντιμετωπίζει τουλάχιστον με καχυποψία όσους αποτολμούν να της τον κρατήσουν μπροστά της για λογαριασμό της. Οπως το κάνει η Σώτη Τριανταφύλλου. Είτε με τα βιβλία της, είτε με την αρθρογραφία της, είτε με τον ίδιο τον τρόπο ζωής της. Τόλμησε και κατόρθωσε αυτό που πολλοί ονειρεύονται, να ζει δηλαδή μεταξύ των τριών πόλεων που της έδωσαν το ζην και το ευ ζην: Αθήνα, Παρίσι, Νέα Υόρκη. Και να γράφει ασταμάτητα με τον χαρακτηριστικά εύστοχο και εμβριθή τρόπο της, αυτόν που, μολονότι διέπεται από οικονομία λόγου, δεν αφήνει τίποτε όρθιο στο διάβα του. Οπως και στο καινούργιο βιβλίο της, το ένατο μυθιστόρημά της, το οποίο αποτέλεσε την αφορμή για αυτή τη συνέντευξη, την επικοινωνία μας μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης, όπου διαμένει τον τελευταίο καιρό διδάσκοντας αμερικανική Ιστορία σε ένα δημόσιο λύκειο. Το βιβλίο «Για την αγάπη της γεωμετρίας» (εκδόσεις Πατάκη) έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Για την ηρωίδα του, την Ανατολή, η Τριανταφύλλου γράφει ως εισαγωγή «είμαι κατά κάποιον τρόπο εγώ». Μια κοπέλα σε πόλεμο με την οικογένεια, την αριστερή ιδεολογία του πατέρα της και την κλειστή κοινωνία της Αθήνας του ’70. Μια κοπέλα που αγαπά τα βιβλία, το ροκ-εν-ρολ, τον χορό και τη ζωή και πληρώνει το «τίμημα» για τη διαφορετικότητά της.
Η Ανατολή αγαπάει τη γεωμετρία, μια επιστήμη που συνδέεται συνειρμικά με την ευρυθμία, τη λογική. Είναι αυτός ένας τρόπος να νιώθει ότι υπάρχει κάπου μια τάξη τη στιγμή που τριγύρω της επικρατεί συναισθηματικό χάος; «Η Ανατολή ζει σε μια δυσλειτουργική οικογένεια, σε μια δυσλειτουργική χώρα. Η γεωμετρία, τα μαθηματικά είναι ο μοναδικός χώρος όπου υπάρχει δικαιοσύνη. Οταν λύνεις την άσκηση, λύνεις την άσκηση. Το σωστό είναι σωστό και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Πουθενά δεν υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη από τις θετικές επιστήμες».
«Το σπανιότερο πράγμα στις ερωτικές σχέσεις είναι ο έρωτας» λέει ο φίλος της Ανατολής, ο Παύλος. Τελικά οι άνθρωποι προτιμούμε την «εύκολη λύση» της σύνδεσης με ελεγχόμενα συναισθήματα; «Στην αρχή του βιβλίου ο Παύλος είναι έφηβος και ύστερα είναι νέος άνδρας “σαν όλους τους άλλους”, όπως σκέφτεται ο ίδιος για τον εαυτό του. Τι περισσότερο και τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει για την Ανατολή; Θέλει να ζήσει “τη ζωή ενός άνδρα”, λογικό είναι… Δεν του ασκείται η πίεση που ασκείται στην Ανατολή: η ζωή του είναι πράγματι ευκολότερη. Δεν ξέρω, όμως, αν ο γάμος του με την Πέννυ είναι μια “εύκολη λύση” – μάλλον είναι το αποτέλεσμα μιας σχετικής εγκατάλειψης, μιας παραίτησης».
Η ηρωίδα είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, αλλά πολύ μόνη της, αν εξαιρέσει κανείς τη σχέση της με αυτόν τον φίλο της. Γιατί αδυνατεί να συγχρωτιστεί με ομόφυλές της, οι οποίες θα μπορούσαν τουλάχιστον να σεβαστούν τη διαφορετικότητά της, αν δεχτούμε δηλαδή ότι δεν θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν σε αυτήν; «Η ηρωίδα μεγαλώνει στη δεκαετία του ’70. Ηταν μια εποχή στην οποία η “διαφορετικότητα” δεν γινόταν σεβαστή. Οι άνθρωποι που νοσταλγούν τον παλιό καλό καιρό δεν θυμούνται πόσο άσχημος ήταν ο παλιός καλός καιρός».
Η απόλυτη μοναξιά, όμως, δεν είναι μια προσωπική επιλογή; Εχω την εντύπωση ότι είναι το αποτέλεσμα της «διαφορετικότητας» που περιφρονεί επιδεικτικά τον κομφορμισμό. «Η μοναξιά είναι μια απόφαση, πράγματι. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ανάγκη για κοινωνικότητα. Η Ανατολή δεν δείχνει να επιζητεί σχέσεις με τους άλλους… Αντίθετα, ο ψυχικά υγιής Παύλος προσκολλάται, με τον τρόπο του, στις γυναίκες».
Αναπόφευκτα, επαναλαμβάνει στη ζωή της το σχεσιακό μοτίβο που γνώρισε στην οικογένειά της, όπως κάνουμε όλοι μας. Η ελευθερία της βούλησης είναι ένας μύθος τελικά; Πόσο ελεύθεροι μπορούμε να είμαστε; «Οι περισσότεροι νευρολόγοι διαφωνούν με τον Σαρτρ, ο οποίος επιμένει στην ύπαρξη αυτής της ελευθερίας. Για τους θετικούς επιστήμονες ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, αλλά προπάντων προϊόν των προδιαθέσεών του, της εμπειρίας και της παιδείας του. Υστερα, δεν είναι η συνείδησή μας αυτή που μας υπαγορεύει με διαύγεια τι πρέπει να κάνουμε, αλλά το υποσυνείδητό μας, σκοτεινό σαν δάσος τη νύχτα. Ακόμη και αν καταφέρω να απελευθερωθώ από τους πολυάριθμους εξωτερικούς καταναγκασμούς, οι επιθυμίες μου, οι προθέσεις και οι φιλοδοξίες μου στερούνται κάθε ελευθερίας. Δεν είμαι εγώ που διαφεντεύω τις ανάγκες μου, οι ανάγκες μου διαφεντεύουν εμένα! Και, όπως πιστεύουν πολλοί νευρολόγοι, αυτός είναι ο λόγος που είναι αδύνατο να “επινοήσω από την αρχή τον εαυτό μου”. Δυσάρεστη αυτή η διαπίστωση. Ωστόσο, αν δεν πιστεύουμε στην ελευθερία της βούλησης, η ζωή στερείται νοήματος».
Υπάρχει ελευθερία χωρίς συγχώρεση; «Υπάρχει ενεργητική συγχώρεση και παθητική συγχώρεση. Η Ανατολή προχωρεί στη ζωή της όπως μπορεί: δεν συγχωρεί ούτε όμως ανακυκλώνει τις ίδιες και τις ίδιες πικρές αναμνήσεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συγχωρούν ποτέ τους άλλους, παρ’ ότι έτσι νομίζουν ή έτσι δηλώνουν. Περιφέρονται στον κόσμο διατυμπανίζοντας τι βάσανα έχουν τραβήξει και ποιοι φταίνε για αυτά. Ως τα βαθιά γεράματα παραπονιούνται διότι “μια μέρα… Τότε…”. Η Ανατολή δεν φαίνεται να το κάνει αυτό».
Το ίδιο ανελεύθερος είναι και ο πατέρας. Η πηγή των δεινών του, όμως, είναι η τυφλή πίστη στην ιδεολογία του. «Ο πατέρας είναι ένα σύνθετο πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από ιδεολογική τρομοκρατία. Το ΚΚΕ δημιουργούσε ενοχές στους ανθρώπους και έλεγχε τις πράξεις και τις σκέψεις τους. Ο Λευτέρης Μπότσαρης υποφέρει από μια καταπιεστική και υπερβολικά απαιτητική ιδεολογία και έναν μηχανισμό, αλλά δεν έχει το θάρρος να διακόψει τις σχέσεις του και να ζήσει ελεύθερος όπως θέλει. Δίνει ξανά και ξανά λόγο στο ΚΚΕ για ό,τι κάνει και σκέφτεται. Στην πραγματικότητα, το ΚΚΕ τού έχει καταστρέψει τη ζωή: τίθεται, όμως, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης που προαναφέραμε… Στην πραγματικότητα, ο Μπότσαρης είναι, ας πούμε, “ψυχοπαθής”, δεν ξέρει τι πιστεύει, δεν διαθέτει ηθικό κώδικα. Είναι ένας κομφορμιστής».
Πιστεύετε ότι υπάρχουν και σήμερα πρόσωπα «κάτω από ιδεολογική τρομοκρατία»; Η εποχή μας υποτίθεται ότι δεν απαιτεί, ή τουλάχιστον δεν απαιτούσε μέχρι πρόσφατα, την προσκόλληση ή την υποταγή σε μια ιδεολογία. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν χρήση της ελευθερίας τους και κληρονομούν ιδέες όπως κληρονομούν σπίτια και χρυσαφικά. Στην Ελλάδα δυσκολευόμαστε να αναπτύξουμε αυτόνομη σκέψη. Βρισκόμαστε στον αστερισμό της πρόσφατης, τραυματικής Ιστορίας μας. Η δημοκρατία μας είναι ανώριμη».
Σε μια συνέντευξή σας αναφέρετε ότι για να «ξεφύγει κανείς από τους φαύλους κύκλους πρέπει να περάσει από ψυχαναλυτικές διαδικασίες». Πώς, όμως, μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τις μεταφυσικές αγωνίες του, το αίσθημα της μοναξιάς και της παροδικότητας της ύπαρξής του; «Ο καθένας από εμάς βρίσκεται απέναντι στη θνητότητά του: είναι ένα άλυτο πρόβλημα. Ωστόσο, οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο τον θάνατο όταν είναι νέοι – αργότερα, αποκτούν περισσότερη σοφία. Οχι όλοι… Ο Λευτέρης και η Βασιλεία Μπότσαρη δεν μπορούν να διαχειριστούν τα προβλήματα της ύπαρξής τους. Τέτοιοι άνθρωποι δεν πρέπει να γίνονται γονείς».
Ποιοι είναι σε θέση να γίνονται γονείς; «Οι ενήλικοι άνθρωποι που μπορούν να αναλαμβάνουν ευθύνες και να απολαμβάνουν αυτές τις ευθύνες».
Πάντως, δεν είναι λίγο παράδοξη η μόδα της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα; Θα έλεγα ότι ένα ισχυρό χαρακτηριστικό των Ελλήνων είναι ότι αρνούνται να κάνουν αυτοκριτική, αδυνατώντας να κοιτάξουν μέσα τους, και συρρέουν (ή, τουλάχιστον, το έκαναν μέχρι πρόσφατα) για να ψυχαναλυθούν σε γραφεία ειδικών… «Δεν έχω εικόνα για τη συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στην ψυχανάλυση. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι άνθρωποι γενικά και οι Ελληνες ειδικότερα δεν έχουν μάθει να βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Επικρατεί συμπεριφορά νηπιαγωγείου… Ωστόσο, η ψυχανάλυση, εκείνη που δεν αφαιρεί την προσωπική ευθύνη τους, δεν μπορεί παρά να ωφελεί. Η αυτογνωσία δεν μπορεί παρά να ωφελεί».
Ποια θεωρείτε ότι είναι η σοβαρότερη παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας; «Η κατάρρευση της Παιδείας από το 1974, η οποία ενισχύθηκε αργότερα από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης. Γίναμε μια χώρα χωρίς σοβαρό δημόσιο σχολείο που ακούει και βλέπει πρωινάδικα».
Πιστεύετε ότι τώρα θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση, να «γυρίσει πίσω το ποτάμι»; «Είμαι κοινωνικά αισιόδοξη. Απλώς χρειάζεται πολύς χρόνος, τα κοινωνικά γεγονότα συμβαίνουν με βραδύτερους ρυθμούς από ό,τι η ατομική ζωή και ο ατομικός θάνατος».
Υπάρχει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής κοινωνίας; «Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να ανιχνευτεί το πλεονέκτημα. Παλιότερα πίστευα ότι εκτιμάμε τη φιλία περισσότερο από ό,τι αλλού – δεν είμαι πια τόσο σίγουρη».
«Αν η αγάπη για το ωραίο αναβάλλεται διαρκώς ώσπου να επικρατήσει το Καλό στον κόσμο, θα δημιουργηθεί μια αφόρητη κόλαση» γράφετε στο βιβλίο. Με κάποιον τρόπο μού φάνηκε ότι θα ταίριαζε γάντι ως απάντηση σε εκείνους που έλεγαν ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με τα κτίρια που καίγονται όταν υπάρχει κόσμος που πλήττεται βαρύτατα από τα μέτρα που επιβάλλει το μνημόνιο. «Η επίθεση στο ωραίο είναι έγκλημα ηθικής. Είναι πράξη που πρέπει να τιμωρείται με αυστηρές ποινές. Ο κόσμος πλήττεται βαρύτατα επειδή ζούμε σε μια κοινωνία που δεν σέβεται το ωραίο. Αν το σεβόμασταν, θα ήμασταν διαφορετικοί – δεν θα είχαμε φτάσει στο σημείο στο οποίο έχουμε φτάσει. Δεν θα γκρεμίζονταν όλα – όμως γκρεμίζονται – αν εκτιμούσαμε το ωραίο, αν είχαμε παιδεία και πολιτική αγωγή».
Οταν ήσασταν φοιτήτρια στο Χημείο, σκεφτόσασταν «πρέπει να φύγω από την Ελλάδα, να φύγω, να φύγω για πάντα». Αυτό το «για πάντα» δεν το τηρήσατε όμως. Γιατί; «Φεύγω, επιστρέφω και ξαναφεύγω. Εχω πολύ στενή σχέση με την Ελλάδα και αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη για όσα συνέβησαν και συμβαίνουν. Λίγοι πια στον σημερινό κόσμο φεύγουν από κάπου “για πάντα”. Ο κόσμος έχει μικρύνει. Μπορείς να είσαι παντού ταυτοχρόνως».
Γιατί αισθάνεστε ευθύνη; «Διότι, όπως οι περισσότεροι Ελληνες, ανέχτηκα καταστάσεις που όφειλα να μην ανεχτώ. Ανέχτηκα φίλους με ανόητες ιδεολογίες, ανέχτηκα ανάξιους πολιτικούς και ένα γενικό περιβάλλον με το οποίο προσπαθούσα, ματαίως, να συμβιβαστώ. Εκανα λάθος. Δεν έπρεπε να συμβιβαστώ».
Πώς και σε ποιον βαθμό επηρέασαν την αυστηρότητα με την οποία κρίνετε την Ελλάδα οι εμπειρίες που αποκομίσατε από άλλους πολιτισμούς, συγκεκριμένα από αυτούς της Γαλλίας και των ΗΠΑ; Ισχύει πράγματι το «όλος ο κόσμος ένα χωριό»; «Η ζωή είναι παντού δύσκολη. Μερικές δυσκολίες είναι παντού ίδιες και άλλες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Ο κόσμος είναι χωριό όχι εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, αλλά διότι παντού η ανθρώπινη φύση εκδηλώνεται με παρόμοιους τρόπους».
Οπότε, θα συμβουλεύατε κάποιον να φύγει; Είναι πολύς ο κόσμος που θεωρεί πανάκεια τη φυγή στο εξωτερικό, αν και συνήθως πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν φύγει ποτέ από την Ελλάδα. «Δεν είμαι σε θέση να δώσω συμβουλές. Σίγουρα, όμως, όποιος φεύγει από την Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμος για σκληρές περιπέτειες».
Εχετε δεχτεί κριτική, επιθέσεις, ακόμη και προπηλακισμούς. Αν ήσασταν άνδρας, πιστεύετε θα είχατε την ίδια αντιμετώπιση; «Δεν έχω αναλύσει το φαινόμενο. Είμαι συνηθισμένη στην κριτική: έζησα διαφωνώντας με όλους, σε αντίξοες συνθήκες. Δεν απέδωσα αυτή τη κατάσταση στο φύλο».
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες στην Ελλάδα ή αυτό συμβαίνει μόνο κατ’ επίφαση; «Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται με έναν συνδυασμό μητριαρχικών και οθωμανικών στοιχείων. Ακριβώς όπως οι περισσότερες αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους».
Θα επιστρέψετε για να ψηφίσετε στις επικείμενες εκλογές; «Οχι. Για πολλά χρόνια ψήφιζα με βαριά καρδιά. Δεν θυμάμαι να έχω ψηφίσει ποτέ με πεποίθηση. Ωσπου να εμφανιστεί ένας πολιτικός σχηματισμός που να με εκφράζει, δεν πρόκειται να ξαναψηφίσω».
Υπάρχει κάποιο πολιτικό πρόσωπο το οποίο πιστεύετε ότι αξίζει την προσοχή μας; «Το αναζητώ αυτό το πρόσωπο. Εχετε καμιά ιδέα;».
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino την 1 Απριλίου 2012