Δεν ξέρω αν η σημερινή πρόθυμη και διάσπαρτη αγανάκτηση είναι συμμετρική της προχθεσινής ηθικής ευκολίας με την οποία οι απέραντες μάζες συνέπρατταν στην καταστροφική συλλογική φαντασίωση. Δεν ξέρω επίσης αν σε αυτή τη συμμετρία χθεσινής βουλιμίας και τωρινής οργής μετεωρίζεται η πιο άδικη και αυτοφθοροποιός συλλογική επιλογή: να μην κρίνει ο πολίτης, να μη σκεφτεί, να μη συνθέσει, αλλά να κλωτσήσει την πόρτα. Αυτή πάντως η παραδοξότητα πιθανόν να σπαταλήσει μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία που ποτέ άλλοτε η μεταπολίτευση δεν διάνοιξε: ο συνολικός μετεωρισμός των κομμάτων, οι διασπάσεις, τα υβρίδια αλλά και το ασχημάτιστο λαϊκό θυμικό οργανώνουν τις προϋποθέσεις μιας βαθιάς αλλαγής. Πράγματι, παρ’ όλο που είναι αντιπαθής αυτή η διάρρηξη του κομματικού κέικ, παρ’ όλο που γεννάει αβεβαιότητες, εν τούτοις ανοίγει άψαχτα και άχραντα πολιτικά νοήματα, δυνατότητες μιας επείγουσας ανασκευής: οι παρατάξεις να σπρωχτούν έξω από τους άδειους μηρυκασμούς, τον πολιτικό υπαλληλισμό και τα ευθυνόφοβα στερεότυπα.
Ο πολιτικός λόγος καλόμαθε στα εύκολα του κομματικού πατερναλισμού και τώρα που πρέπει να πατήσει στο άβατο νέων ερωτημάτων, νιώθει αμήχανος και στριμωγμένος. Εξουσιοδοτεί έναν δυσκίνητο ηθικισμό για να λύσει τον γρίφο. Ενοχοποιεί ή προικοδοτεί την οργή (αναλόγως από πού εκπορεύεται). Το πρόβλημα όμως δεν είναι η ταξινόμηση στο Καλό ή στο Κακό, αλλά η στρατηγική και η δουλειά στα μέσα επίτευξης. Το πρόβλημα είναι η δυναμική ερμηνεία ενός πολιτιστικού προβλήματος (συμπεριφορών και κοσμοθεώρησης) που σιγά-σιγά διαστράφηκε σε παραγωγικό και σε πολιτικό πρόβλημα, μέσα σε μια σκοτεινή και άλογη αλληλουχία.
Η πίεση που ασκούν σε όλους αυτές οι εκλογές είναι μια βίαιη προτροπή προς την άσκηση οργάνωσης, αντοχής και ήθους. Και η «Αριστερά» θα αναγκαστεί να βελτιώσει την κουρασμένη μεθοδολογία της, γιατί κάτι άλλο απαιτείται από αυτή: Ποιότητα, καινούργιο, ολιστικό βλέμμα και συγκεκριμένες επεξεργασίες. Και η «Δεξιά» επίσης αποκτά μια ενδιαφέρουσα πολυσημία, όχι αναγκαστικά γύρω από τους κόμπους του μνημονίου και του αντιμνημονίου, αλλά γύρω ή εναντίον του ΠαΣοΚ που τρυπώνει μέσα της. Γύρω και εναντίον της εθιμοτυπίας που τη δεσμεύει και την καθηλώνει ως συμπληρωματική και όχι ως ηγεμονική δύναμη στην ελληνική πραγματικότητα. Γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη Δεξιά πλευρά του τοπίου είναι η αυτοαλλοτρίωσή της από την καθυστερημένη ενθυλάκωση των πασοκικών ευκολιών. Αλλά και το «Κέντρο» κερδίζει μια χρήσιμη ανασφάλεια. Σε έναν κλονισμό διαρρέει προς αυτό που ενσωμάτωσε (με μεγαλύτερο ταλέντο από τους άλλους): Τη λεπτή και περίτεχνη ύφανση ενός λόγου και μιας κυβερνητικής πρακτικής από λαϊκές ανομίες και νεόπλουτα κοντοσυμφέροντα. Το ΠαΣοΚ χάνει από τον εαυτό του, τον εαυτό του. Μπορεί έτσι, αδυνατισμένο, να κερδίσει μια παραγωγικότερη ιστορική πυκνότητα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ