Βικτωριανή Αγγλία, 14 Ιανουαρίου 1840. Στο ομώνυμο πτωχοκομείο του Μέριλμπον, που βρίσκεται μέσα σε ένα περίπλοκο σύμπλεγμα κτιρίων, σε μια άναρχα δομημένη περιοχή του κεντρικού Λονδίνου, διεξάγεται δικαστική έρευνα για τον θάνατο ενός νεογνού. Η πλατεία Τραφάλγκαρ την εποχή εκείνη βρίσκεται ακόμη στα χαρτιά, ενώ ένα μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας το χαρακτηρίζουν η φτώχεια και η ανέχεια.
Η Ελίζα Μπέρτζες, μια ορφανή παραδουλεύτρα που δεν είναι πάνω από 25 ετών, κατηγορείται ότι σκότωσε το νεογέννητο παιδί της στην κουζίνα των αφεντικών της. Εχουν κληθεί, ως ένορκοι, οι ιδιοκτήτες και οι ένοικοι του συγκροτήματος, δώδεκα άτομα συνολικά, προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη – πρόκειται κυρίως για τους μεσόκοπους εμπόρους της περιοχής που θεωρούν ότι πρέπει να επιβληθεί στη μητροκτόνο η πιο βαριά τιμωρία. Ανάμεσά τους όμως βρίσκεται ένας νεαρός άνδρας που πρόσφατα έχει μετακομίσει εκεί. Κανείς δεν θα χρειαζόταν αρκετή ώρα για να καταλάβει ότι είναι πολύ διαφορετικός από τους άλλους. Δεν είναι ούτε ψηλός ούτε κοντός, είναι κομψός και εντυπωσιακά ντυμένος. Πίσω από τα μαύρα κατσαρά μαλλιά του, που πέφτουν άτακτα στο μέτωπο και στο κολάρο του, διακρίνεται ένα ζωηρό, σπινθηροβόλο βλέμμα που διατρέχει ερευνητικά την αίθουσα.
Αυτός ο ξεχωριστός δανδής ονομάζεται Κάρολος Ντίκενς, είναι 28 ετών, στα μέσα σχεδόν της ζωής του, και πιστεύει ότι η Ελίζα είναι αθώα. Πιθανότατα υπήρξε θύμα βιασμού και αργότερα έχασε στις σκάλες το αγοράκι της σε μια άτυχη στιγμή του καθημερινού της μόχθου, όταν έσπευσε να ανοίξει την πόρτα σε δύο κυρίες που είχαν έλθει για επίσκεψη. Το παιδί, κατά τα φαινόμενα, γεννήθηκε νεκρό. Υστερα η ίδια έκοψε μόνη της τον ομφάλιο λώρο και έντρομη προσπάθησε να αποκρύψει το δυστύχημα, βάζοντας το ματωμένο πτώμα σε ένα κουτί μέσα σε μια σιφονιέρα. Ο Κάρολος την υπερασπίζεται με πάθος, τα επιχειρήματά του συντρίβουν τις αμφιβολίες των υπολοίπων. Με αυτό το εμβληματικό περιστατικό, απολύτως αντιπροσωπευτικό για τον άνθρωπο και συγγραφέα Ντίκενς, με άλλα λόγια την πρώτη γνωστή διάσωση μιας γυναίκας που επρόκειτο να χάσει μια για πάντα τη ζωή της από μια άδικη συγκυρία, αρχίζει να μας εξιστορεί τη σύντομη αλλά θαυμαστή ζωή του η πιο σημαντική, κατά πολλούς, βιογράφος στη Βρετανία σήμερα, Κλερ Τόμαλιν.

Το 2012 εορτάζεται ποικιλοτρόπως σε ολόκληρο τον πλανήτη η επέτειος των 200 χρόνων από τη γέννηση του «μεγαλύτερου συγγραφέα του 19ου αιώνα» σύμφωνα με τον Λέοντα Τολστόι. Τον Οκτώβριο του 2011 κυκλοφόρησε η συναρπαστική επετειακή βιογραφία της παλαιμάχου πλέον σε αυτό το πεδίο Κλερ Τόμαλιν με τίτλο Κάρολος Ντίκενς: Μια ζωή (εκδόσεις Viking), μία ακόμη ανάμεσα στις τόσες άλλες, αρχής γενομένης από το 1871, όταν ο Τζον Φόρστερ, ο πιο έμπιστος φίλος του Ντίκενς (η αβρότητα στη μεταξύ τους αλληλογραφία αγγίζει την παρεξήγηση), εξέδωσε σε δυο τόμους την επίσημη πρώτη. Εκεί γίνονται για πρώτη φορά γνωστές πτυχές της δύσκολης παιδικής ηλικίας του συγγραφέα που έμελλε να σημαδέψουν τον ίδιο και το έργο του.
Ο πατέρας του Τζον Ντίκενς, υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού, ήταν ένας ανεύθυνος πότης και είχε παθολογική σχέση με το χρήμα. Χρωστούσε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο με αποτέλεσμα η οικογένεια να ζει στην ανασφάλεια (οι πιστωτές τού χτυπούσαν την πόρτα μέσα στη νύχτα και εκείνος έτρεχε να κρυφτεί) και να αλλάζει σπίτια με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Οταν ο γιος ήταν μόλις 12 ετών ο άστατος πατέρας (ο μετέπειτα κ. Μικόμπερ στο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ) κλείστηκε για χρέη στις φυλακές Μάρσαλσι με αποτέλεσμα να αναλάβει ο πρώτος τις τύχες της πολύτεκνης οικογένειας.
Τότε αναγκάστηκε, σχεδόν για έναν χρόνο, να δουλέψει υπό εξευτελιστικές συνθήκες σε ένα εργοστάσιο βερνικιών για παπούτσια κοντά στον Τάμεση όπου, λόγω της ταχύτητας και της δεξιοτεχνίας του, τον τοποθέτησαν δίπλα σε μια βιτρίνα ως υπόδειγμα άοκνης παιδικής εργασίας. Στα δεκαπέντε μοιραία άρχισε το κάπνισμα. Ταλαιπωρούνταν, γκρίνιαζε και αυτοσαρκαζόταν πάντα για τα κρυολογήματά του. Υστερα άρχισαν και οι πόνοι στα πλευρά, που δεν τον άφησαν παρά τη στιγμή του θανάτου του σε ηλικία 58 ετών – στις δημόσιες αναγνώσεις του για τις οποίες πληρωνόταν αδρώς πήγαινε υποβασταζόμενος στα τελευταία του.
Στη διάρκεια της ζωής του ανέπτυξε ένα είδος ακάματης ενέργειας πολύ προτού γίνει γνωστός από τα δημοσιογραφικά κείμενα και τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες για εφημερίδες και περιοδικά, κάτι που ανταποκρινόταν ενστικτωδώς στην εξωφρενική πολυπραγμοσύνη του. Το πρωί ασκούσε το εμβριθέστατο και ενίοτε βιτριολικό ρεπορτάζ του στη Βουλή, το απόγευμα έγραφε κριτικές για θεατρικά έργα (σκεφτόταν άλλωστε πολύ σοβαρά να γίνει ηθοποιός) και το βράδυ στρωνόταν στη συγγραφή των μυθιστορημάτων του, μετατρέποντας το γραφείο του σε μια μεγάλη θεατρική σκηνή – έγραφε παράλληλα τα Χαρτιά του Πίκγουικ και τον Ολιβερ Τουίστ και όταν τέλειωσε το πρώτο, άρχισε να γράφει τον Νίκολας Νίκλεμπι! Οταν κουραζόταν έχωνε το κεφάλι του σε έναν κουβά παγωμένο νερό και συνέχιζε ακάθεκτος. Αγαπούσε πολύ τους περιπάτους, διήνυε καθημερινά 10-12 χλμ. για να αποσπαστεί, να σκεφτεί και να παρατηρήσει τον κόσμο με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, αυτό το μείγμα συμπόνιας και σκληρότητας.

Ο συγγραφέας και οι γυναίκες
Η Τόμαλιν, αφηγήτρια με μεγάλες αρετές (το έχει αποδείξει σε παλαιότερες βιογραφίες για την Τζέιν Οστεν, τον Τόμας Χάρντι, την Κάθριν Μάνσφιλντ κ.ά.), μας παραδίδει έναν Ντίκενς τον οποίο θαυμάζει απεριόριστα, μας χαρίζει την ιστορία μιας ιδιοφυΐας σε όλη όμως την έκταση των ανθρώπινων (και πιο σκοτεινών) αντιφάσεών της, κυρίως σε ό,τι αφορά τη σχέση του με το χρήμα αλλά κυρίως τις γυναίκες.
Ο Ντίκενς δεν δίστασε να ταξιδέψει στην Αμερική προκειμένου να ερευνήσει τι γινόταν τότε με τις πειρατικές εκδόσεις των βιβλίων του αλλά και να διαπιστώσει αν ο Νέος Κόσμος θεμελίωνε με τη νεοσύστατη δημοκρατία του μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ο ίδιος άνθρωπος που ίδρυσε το «Urania Cottage», ένα «σπίτι» για τις πόρνες του Λονδίνου, συμπεριφέρθηκε με τον πλέον βάναυσο τρόπο στη σύζυγό του Κάθριν Χόγκαρθ, μια απλή γυναίκα που τον μικροπαντρεύτηκε, «του έλυσε το πρόβλημα με το σεξ» επειδή, όπως γράφει η Τόμαλιν, αρνούνταν να πλαγιάσει με πόρνες, αλλά από ένα σημείο και μετά ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε έναν κυκλοθυμικό δυνάστη.
Εβαλε εργάτες να χωρίσουν στα δύο την κρεβατοκάμαρά τους, την εξευτέλισε δημοσίως, της απαγόρευσε να βλέπει τα παιδιά της γράφοντας σε έναν φίλο ότι «χάρηκαν πολύ που την ξεφορτώθηκαν». Επειτα θεώρησε σκόπιμο να γράψει τις Μεγάλες προσδοκίες. Η κόρη του, η Κέιτι, την οποία η Τόμαλιν εμπιστεύεται και τη χαρακτηρίζει αρκετά ευφυή, ενθυμούμενη αργότερα τα περιστατικά αυτά είχε πει ότι «έκανε σαν τρελός, δεν έδινε δεκάρα για το τι μας συνέβαινε» ωθώντας μας στο να πιστέψουμε ότι μετά τα 50 ο Ντίκενς, πέραν της σωματικής ανημποριάς, δεν έστεκε και πολύ καλά στα μυαλά του.
Η βιογράφος βέβαια επανέρχεται εκτενώς και στη δική της Αόρατη γυναίκα, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1991 και αφορούσε το μεγάλο μυστικό του Ντίκενς: τη μυστική σχέση του με την κατά πολύ μικρότερή του ηθοποιό και μετρέσα του Νέλι Τέρναν. Μαζί απέκτησαν ένα παιδί που πέθανε πρόωρα. Την καθοριστική νύχτα προτού πεθάνει, αναφέρει η βιογράφος, ο ίδιος βρισκόταν στο σπίτι της όταν άρχισε να καταρρέει και, για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο, η Νέλι τον παρέδωσε εν κρυπτώ και μάλλον αναίσθητο στις κόρες του. Ηταν, άραγε, αυτές οι τελευταίες ώρες του μεγαλύτερου ανταποκριτή που γέννησε ποτέ η ανθρωπότητα για τον εαυτό της;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ