Ο δρόμος του μακρύς και γεμάτος ομορφιές, αγωνίες, χαρές, στενοχώριες, συναπαντήματα. Δρόμος σαν του καθενός από εμάς δηλαδή, αν δεν τον διέκριναν το οξύ πάθος για καλλιτεχνική δημιουργία, η διαρκής ανησυχία για το επόμενο βήμα, η εντυπωσιακή πίστη του στο μέλλον. Στοιχεία που καταυγάζουν με τόση ένταση, ώστε να διαφέρουν από σχεδόν όλων ημών των υπολοίπων. Το μέλλον, λόγου χάρη, για τον Χρίστο Καρά μεταφράζεται ακόμη και στο πώς θα βλέπουν το έργο του οι άνθρωποι μετά και από το 2300! Ωστόσο, επειδή η δουλειά αυτού του διακεκριμένου και πολυβραβευμένου καλλιτέχνη έχει και παρελθόν ήδη μισού αιώνα, θα εκτεθεί από τις 15 Μαρτίου στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, προς τέρψιν όλων μας. Επιλεγμένα έργα, περίπου 70 από τα πάνω από 3.000 που έχει ζωγραφίσει, έργα αντιπροσωπευτικά των «σκαλοπατιών», καθώς ονομάζει τις μεταβάσεις από τη μια περίοδο της δουλειάς του στην άλλη.
Ευτυχώς που δεν συνέχισε το Πάντειο στα νιάτα του για να γίνει δικηγόρος και που παράτησε ακόμη και την ποίηση για τη ζωγραφική. Ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής της αναδρομικής έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς, στη μελέτη του για τον Χρίστο Καρά, μεταξύ άλλων γράφει ότι «…διαφύλαξε μεθοδικά το όραμά του, αποφεύγοντας συστηματικά ό,τι θα μπορούσε να τον φθείρει ή να τον οδηγήσει στην επανάληψη. Ετσι, έδωσε έκφραση στην ευαισθησία της στιγμής μέσα στην απεραντοσύνη του πνεύματος. Κατάφερε να κατακτήσει έναν άλλο δρόμο έκφρασης, μια διαφορετική απόδοση της οπτικής μας αλήθειας, μια αίσθηση περισυλλογής και ρεμβασμού».
Ο Χρίστος Καράς είναι ένας αέναος χαρισματικός έφηβος που μπορεί να δείτε, εκτός από την έκθεσή του στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, σε κάποιο διαλεγμένο ρεμπετάδικο να φέρνει γυροβολιές.
Κύριε Καρά, στην αναδρομική έκθεσή σας συμπυκνώνονται 50 χρόνια δουλειάς και έχετε πολλά να μας πείτε. «Ετσι είναι, αφού κάθε καλλιτέχνης κρύβει ολόκληρο κόσμο και ξέρει ότι ο χρόνος της ζωής του δεν αρκεί για να φέρει σε πέρας όσα ονειρεύεται. Γι’ αυτό πάντα βιαζόμουν να διερευνήσω και να εκφράσω όλες τις δυνατότητές μου. Ευτυχώς, βοηθήθηκα από τη ζωή και έχω φτάσει σε αυτή την ηλικία».
Δεν σας αρκούσε η αναγνώριση που είχατε; «Αν ένας ζωγράφος αρκεστεί στην αποδοχή κάποιου κοινού και στα έσοδα που αυτή η αποδοχή μπορεί να του φέρει, συνεχώς επαναλαμβάνεται. Δεν προχωρά καλλιτεχνικά. Ενα άλλο στοιχείο που φρενάρει την πορεία πολλών, είναι οι θέσεις που επιδιώκουν. Να γίνουν ακαδημαϊκοί, καθηγητές, να έχουν αξιώματα, κοινωνικές σχέσεις με υψηλά πρόσωπα…».
Ισως, ανάγκη βιοπορισμού ή σημεία των καιρών. Πείτε μας για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη. «Αρχίζει να μετρά από την απελευθέρωση της Ελλάδας. Εως τότε, οι περισσότεροι μιμήθηκαν όσα διδάχτηκαν στο εξωτερικό. Το θέμα ωστόσο είναι να δημιουργήσεις έναν προσωπικό λόγο. Αυτό λίγοι το κατάφεραν, σε αντίθεση με τη δική μας γενιά, που ενώ συγκλονίστηκε από τα σπουδαία έργα τέχνης που είδε έξω, δημιούργησε τη δική της γλώσσα. Αλλά και νεότεροι ζωγράφοι, σήμερα, πέφτουν στο ίδιο λάθος. Νομίζουν ότι κάνοντας κάτι σαν τον Τάπιες ή την Αμπράμοβιτς, θα γίνουν εξίσου διάσημοι».
Τι γνώμη έχετε για την Αμπράμοβιτς, μια που την αναφέρατε; «Εχω παρακολουθήσει την πορεία της. Παλιά, σε μια έκθεση ντοκουμέντων του Κάσελ, έκανε με τον σύντροφό της μια περφόρμανς καταπληκτική. Γυμνοί, έπαιρναν φόρα και κτυπούσαν με δύναμη το σώμα τους σε κολόνες μπετόν, μέχρι που έτρεχε αίμα από τα στήθη τους. Και σε μια Μπιενάλε της Βενετίας, καθόταν στην κορυφή ενός λόφου από στοιβαγμένα κόκαλα και μοιρολογούσε. Εξαιρετική. Τότε είχε πάρει το πρώτο βραβείο. Από μια στιγμή και πέρα όμως, κατά τη γνώμη μου, έχασε το ποιητικό στοιχείο της».
Μα πρέπει να είσαι εικαστικός για να κάνεις μια τέτοια περφόρμανς; «Νομίζω ότι η λιποταξία από τη ζωγραφική στις άλλες τέχνες έχει πολύ καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που θα επετύγχαναν σκηνοθέτες ή ηθοποιοί. Ενσταση έχω με το ξεγύμνωμα, όταν γίνεται για την εκμετάλλευσή του».
Ηταν στο πλαίσιο της περφόρμανς. «Δεν αναφέρομαι στην Αμπράμοβιτς, αλλά στο αναίτιο ξεγύμνωμα μέσα στην τέχνη».
Υπάρχει και το ηθικό ξεγύμνωμα. «Βεβαίως. Το 1965, στη Γαλλία, είχα ακούσει καλλιτέχνες να λένε: “Αν δεν δώσω τη γυναίκα μου στον τεχνοκριτικό, δεν θα πάρω ποτέ μια καλή κριτική”. Και πιθανότατα να συνέβαινε έτσι».
Εχει σχέση με την εποχή; Τότε να συνέβαινε και τώρα όχι; «Δεν ξέρω. Κάποτε, οι ιμπρεσιονιστές είχαν κάνει μια ομαδική έκθεση στη Μονμάρτρη, και οι διανοούμενοι Γάλλοι πήγαν με τις μαγκούρες να σπάσουν τους πίνακες και να τους δείρουν. Ο λόγος; Αντιδρούσαν στο καινούργιο. Και τώρα, πουλήθηκε ένα έργο του Σεζάν 250 εκατομμύρια ευρώ. Η ζωή διαψεύδει τα στιγμιαία, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε προεκτάσεις στον χρόνο. Και όταν δουλεύω, δεν απευθύνομαι μόνο στο σημερινό κοινό, αλλά και σε εκείνο που θα έρθει μετά από 50, 100, 300 χρόνια».
Ανησυχείτε για το πώς θα δουν τότε το έργο σας; «Αντιθέτως, αισθάνομαι γαλήνη, γιατί όσα δεν βλέπουν μέσα σε αυτά οι σημερινοί άνθρωποι θα τα δουν κάποιοι άλλοι».
Επομένως, έχετε εμπιστοσύνη στο μέλλον του. «Μεγάλη. Και αυτή η εμπιστοσύνη βοηθά μεν, δημιουργεί όμως και μεγάλη ευθύνη».
Και τα έργα που έχετε ζωγραφίσει στο παρελθόν, πώς τα βλέπετε; Αντέχουν; «Δίνω μεγάλη σημασία και σέβομαι τα υλικά και την αντοχή τους. Αντέχουν, όμως, και καλλιτεχνικά, αν αυτό με ρωτάτε. Γιατί είναι έργα ουσιαστικά. Εγώ δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ τα εφέ ούτε ποτέ κορόιδεψα με το έργο μου. Και ήμουν πάντα παρών στα γεγονότα, πράγμα που σημαίνει ότι η τέχνη μου αντέχει στον μικρό χρόνο της ζωής μου».
Τι κρύβεται στη δουλειά σας; Ευχαριστίες στη ζωή και στην τέχνη; Δοξολογία στις γυναίκες; Αγωνία για το αύριο; «Ο,τι κρύβεται σχετίζεται άμεσα με τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό Μπουχούνιστα – το μετέπειτα Μεγαλοχώρι – της Θεσσαλίας, όπου μεγάλωσα με τον παππού και τη θεία μου, επειδή ήμουν ορφανός από μικρός. Οι δικοί μου δούλευαν, έμενα πολύ μόνος και προσπαθούσα να εξηγήσω τα μυστήρια της ζωής: τον θάνατο, τον έρωτα, τη φύση, ενώ γύρω μαινόταν ο Εμφύλιος και πηγαίνοντας στα Τρίκαλα, έβλεπες κρεμασμένους αντάρτες στα δέντρα…».
Ωστόσο, είστε θιασώτης της ομορφιάς της ζωής και τα περισσότερα έργα σας λούζονται στο φως. «Το ελληνικό φως είναι για τον καλλιτέχνη θείο δώρο, διότι τα χρώματα τι άλλο είναι, παρά φως; Και θα ήθελα όλο το έργο μου να λάμπει σαν λαμπερή ημέρα. Αποτέλεσμα του φωτός είναι και η καθαρότητα της φόρμας. Οσο για το αν είμαι θιασώτης της ομορφιάς της ζωής, θα πω καλύτερα ότι είμαι θιασώτης της υπόστασης του ανθρώπου και της ζωής. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος και οι αγωνίες του, που είναι και δικές μου».
Χωρίς, όμως, να ζωγραφίζετε μια πορεία, για να πω κάτι σύνηθες. «Δεν καταδέχομαι να χρησιμοποιήσω τέτοια στοιχεία για να κάνω τον άλλον να δακρύσει. Στη σειρά με τις φιγούρες που δεν είχαν χαρακτηριστικά και κάποιες ούτε άκρα, μερικοί είπαν ότι ήθελα να συγκινήσω. Τότε, τρόμαξα και σταμάτησα. Ναι, θέλω ο θεατής να συγκινηθεί, αλλά από τη μορφή και το περιεχόμενο του έργου. Από την ουσία του. Θέλω η συγκίνησή του να ξεκινά από το μυαλό. Και σε ανθρώπους που δεν ξέρουν από ζωγραφική, λέω: “Σταθείτε λίγο μπροστά σε ένα έργο και σκεφτείτε γιατί κάποιος το έχει κάνει”».
Η περίοδος της δικτατορίας πώς πέρασε στο έργο σας; «Συμβολικά, όπως π.χ. με ένα κεφάλι αρχαίου αγάλματος μέσα σε κλουβί».
Ησασταν η επαναστατημένη γενιά του ’60. Πώς ξεκινήσατε; «Η γενιά μας, έχοντας την εμπειρία του πολέμου και του Εμφυλίου που κατέστρεψε ολοσχερώς την Ελλάδα, ήθελε με πείσμα να αντιδράσει. Τα εφόδια των καλλιτεχνών τότε ήταν ό,τι μαθαίναμε στη Σχολή Καλών Τεχνών και οι όποιες ανησυχίες των δασκάλων μας. Το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών όμως υπήρξε σπουδαίο εργαλείο, καθώς έστειλε έξω καλλιτέχνες που προέρχονταν από οικογένειες με πολύ χαμηλό εισόδημα».
Και βρεθήκατε κι εσείς με υποτροφία στο Παρίσι. Ησασταν πολλοί; «Περίπου 160 Ελληνες, αλλά λίγοι ήμασταν οι υπότροφοι. Στα πρώτα μας βήματα ο ένας βοηθούσε τον άλλον, όπως κάποτε οι πλούσιοι ιμπρεσιονιστές Ντεγκά, Λοτρέκ και κάποιοι ακόμα, υποστήριζαν τους φτωχούς συναδέλφους τους. Το Παρίσι βρισκόταν στην καλύτερη στιγμή του, η αφηρημένη τέχνη μεσουρανούσε διεθνώς κι εμείς ήμασταν σε ηλικία γόνιμη και έτοιμοι να ρουφήξουμε ό,τι καινούργιο. Οπως είναι φυσικό επηρεαστήκαμε, αλλά βρήκαμε μια προσωπική γραφή, που βγήκε από την ψυχή μας. Δεν μιμηθήκαμε. Κάποια στιγμή, επέστρεψα. Οι πρώτες μου εκθέσεις ήταν στις Γκαλερί Ζυγός και σε εκείνη του Χίλτον. Απέκτησα και ελάχιστα χρήματα και αγόραζα έργα φίλων μου».
Γιατί λέγεται ότι η γενιά σας έκανε τομή στην τέχνη; «Επειδή αλλάξαμε πολλά με την αφηρημένη τέχνη. Οι νέοι ζωγράφοι το αναγνωρίζουν και λένε “αν δεν ήσασταν εσείς, εμείς θα ήμασταν μπογιατζήδες”. Ονειρευτήκαμε την ελληνική τέχνη να κατακτά μια σοβαρή θέση στην Ευρώπη και αν ήταν δυνατόν και ευρύτερα. Δεν το καταφέραμε, παρ’ όλο που η δουλειά μας ακούμπησε άνετα στον διεθνή χώρο. Δεν δημιουργήσαμε δική μας σχολή, όπως άλλες χώρες. Δεν ξεχωρίσαμε. Μόνον άτομα ξεχώρισαν, όπως ο Κουνέλλης».
Στην Ελλάδα, πριν από εσάς, δεν ασχολούνταν άλλοι με την αφηρημένη τέχνη; «Υπήρχαν ενδείξεις υιοθέτησής της από τον Αλέκο Κοντόπουλο, τον Βλάση Κανιάρη και τον Γιάννη Σπυρόπουλο. Ημασταν, όμως, οι πρώτοι μαζί με τον Μίμη Κοντό και τον Κώστα Τσόκλη που κάναμε ομαδική έκθεση στη Σχολή Δοξιάδη. Εκανε μεγάλη αίσθηση η έκθεση εκείνη, επειδή έως τότε ήταν συντηρητικά τα πρότυπα με εκλεκτούς, βεβαίως, ζωγράφους, όπως ο Γκίκας, ο Μόραλης, ο Παπαλουκάς».
Μου αναφέρετε μόνον άνδρες καλλιτέχνες. Γυναίκες δεν υπήρχαν ανάμεσά σας; «Πώς! Η Μπούμπα Λυμπεράκη, γυναίκα του Μόραλη, η Χρύσα Ρωμανού, γυναίκα του Κεσανλή, η Ρένα Τσολάκη, η Τίτα Κριεζή, η Γαβριέλα Σίμωση, γυναίκα του Γαΐτη».
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του αθηναϊκού κοινού; «Κυρίως ο χλευασμός. Κανείς δεν αγόραζε έργα, παρ’ ότι οι τιμές ήταν εξευτελιστικές. Σιγά σιγά, όμως, το κλίμα άρχισε να αλλάζει. Δημιουργήθηκαν και ομάδες, όπως ο Σύνδεσμος Καλλιτεχνών όπου πρωτοστάτησα μαζί με τη Νίκη Καναγκίνη. Ημασταν 20-25 καλλιτέχνες και είχαμε στόχο να ιδρύσουμε Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Οργανώσαμε κι ένα μεγάλο συμπόσιο με θέμα το μουσείο».
Πείτε μας μια τέτοια πρόταση. «Ενα μουσείο απλωμένο στα καλύτερα διαμερίσματα του κέντρου της Αθήνας, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους θα μας τα διέθεταν, και έτσι το μουσείο θα διέτρεχε όλη την πόλη…».
Γιατί δεν πετύχατε τους αρχικούς στόχους σας; «Επειδή από μια στιγμή και πέρα, καθένας κοιτούσε πώς ο ίδιος θα τα καταφέρει. Και λυπάμαι που δεν βρέθηκε ένας ιστορικός τέχνης να συγκεκριμενοποιήσει την παρουσία της γενιάς μας. Μόνο ο Τώνης Σπητέρης και ο Αλέξανδρος Ξύδης μας περιλαμβάνουν στα βιβλία τους, αλλά χωρίς αναλύσεις».
Ωστόσο, είχατε πολύ καλή επικοινωνία μεταξύ σας. «Ακόμη και με αυτούς που μετά πήγαν στη Ρώμη, όπως ο Τσόκλης ή με γλύπτες, όπως ο Θόδωρος (Παπαδημητρίου) και ο Γεράσιμος Σκλάβος. Ηταν και ο Παύλος μαζί μας. Με το πέρασμα του χρόνου, κανείς δεν παρέμεινε στην αφηρημένη τέχνη».
Και εσείς; «Από την αφαίρεση πέρασα στη νέα παραστατικότητα, επηρεασμένος από τα δεινά της ανθρωπότητας. Ηθελα να εκφράσω τον πόνο μου και έκανα μια έκθεση στην Γκαλερί Μέρλιν, αφιερωμένη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ηταν τόσο έντονη, που ήρθαν μαυροφορεμένες γυναίκες και εναπόθεσαν λουλούδια μπροστά στους πίνακες».
Ποιες περιόδους ξεχωρίζετε στο έργο σας; «Τον εξπρεσιονισμό, τη διαστημική ποίηση, για την οποία επηρεάστηκα από τα κολοσσιαία επιτεύγματα της τεχνολογίας, και αυτό που κάνω τώρα. Πρόκειται για μια περισυλλογή που βγαίνει βαθιά από μέσα μου και συνδυάζει πολλά και από τα προηγούμενα επιχειρήματά μου».
Είπατε για το Παρίσι, αλλά κάνατε σπουδές και στη Νέα Υόρκη. «Ναι, με υποτροφία Φορντ. Την πήρα, γιατί η επίτροπος Καίτη Μυριβήλη ήταν πολύ φίλη μου. Είχε γίνει χαμός τότε. Με κατηγορούσαν όπως και τον Ελύτη που είχε πάρει την ίδια υποτροφία. Νομίζω, όμως, ότι είχαν άδικο υπό την εξής έννοια: εγώ δεν θα είχα καμία δυνατότητα να πάω εκεί και να δω τι συμβαίνει, κι εκεί κανείς δεν μου ζήτησε να κάνω καμία προπαγάνδα».
Μήπως είχαν δίκιο, επειδή τότε είχαμε χούντα; «Δεν νομίζω, ήταν σκοπιμότητες κοντόφθαλμων, γιατί ο καλλιτέχνης είναι και πολιτικά ανεξάρτητο άτομο».
Ωστόσο, και πολιτικοποιημένο. «Σίγουρα, κι ήμουν ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που είχαμε υπογράψει διαμαρτυρίες κατά της χούντας, και με κάλεσαν στην Ασφάλεια, κι άλλοι μετά μου πρόσφεραν θέσεις, αλλά δεν καταδέχτηκα τίποτα. Επειτα, με κάποιους συναδέλφους προσπαθήσαμε να πείσουμε τους υπόλοιπους να μη μετέχουμε σε κρατικές εκθέσεις, ούτε να κάνουμε ατομικές. Μη νομίζετε, λοιπόν, ότι αδιαφορώ για την πολιτική. Αλλωστε, ο παππούς μου είχε εκλεγεί πέντε φορές βουλευτής».
Εχουμε και στην επόμενη από τη δική σας γενιά σημαντικούς καλλιτέχνες. Ποιους ξεχωρίζετε; «Ο Μπότσογλου, ο Ψυχοπαίδης, ο Θεοφυλακτόπουλος, είναι άνθρωποι με πολύ ταλέντο. Δεν ξέρω αν το ανέπτυξαν όσο μπορούσαν, και μερικούς τους κατηγορώ επειδή έγιναν καθηγητές και έχασαν πολύτιμο χρόνο και όπως έλεγε και ο Τσιτσάνης, δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη δεν χωρούν».
Αδυναμία σας ο Τσιτσάνης; «Σε όλη μου τη ζωή ήθελα να υπάρχω μέσα στα πράγματα. Ενα από αυτά είναι το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Με ακουμπά με μεταφυσικό τρόπο. Στη Θεσσαλία που έβγαλε πολλούς λαϊκούς συνθέτες, ανάμεσά τους ο Καρδάρας και ο Τσιτσάνης, στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου είχαμε βαθιά επηρεαστεί. Οταν κατέβηκα στην Αθήνα, έμαθα χασάπικο και ζεϊμπέκικο. Ηρθα σε επαφή με τον Τσιτσάνη και αγαπηθήκαμε πολύ. Κάποτε μου ζήτησε να του ζωγραφίσω μια σύνθεση με άλογα, σύμβολο της Θεσσαλίας. Δεν το έκανα, δεν ξέρω γιατί, κάποια στιγμή ήρθαν οι μνήμες και έχοντας βάρος στη συνείδησή μου, ζωγράφισα τρία πορτρέτα του για να εξιλεωθώ. Μου λένε ότι ο τρόπος που χορεύω ζεϊμπέκικο είναι σαν να έρχεται από γιορτές της αρχαίας Ελλάδας».
Αλλη αδυναμία; «Η Υδρα. Με γοήτευσε στα 18 μου χρόνια και έκτοτε δεν υπάρχει καλοκαίρι που να μην έχω πάει. Αγόρασα κι ένα οικόπεδο στα Καμίνια, με πολλά βάσανα έκτισα το σπίτι και είπα “αυτό ανήκει στην Υδρα”. Και το έκανα ίδρυμα που θα μείνει στον δήμο, ελπίζοντας ότι έτσι και το έργο μου θα συντηρηθεί μέσα στον χρόνο».
Είστε ρομαντικός; «Ναι, και υπερβάλλω στον τρόπο που εκφράζομαι. Και συγκινούμαι βαθύτατα από διαδηλώσεις για διάφορους σκοπούς, συγκεντρώσεις κομματικές και κηδείες διασήμων… Πάω παντού».
Πώς σας φαίνεται η κατάσταση σήμερα; «Οπως για την τέχνη είχαμε όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, το ίδιο συνέβη και με την πολιτική. Ονειρευόμασταν μια Ελλάδα υπόδειγμα για όλον τον κόσμο. Διαψευστήκαμε. Ομως, ελπίζω ότι αν ενισχυθεί στο έπακρον η Παιδεία με την ευρεία έννοια, μπορούμε, έπειτα από τρεις γενιές, να την κάνουμε υπόδειγμα».
Με ποιους πολιτικούς; «Τους θεωρώ πολύ χαμηλής ικανότητας αλλά, προς στιγμήν, δεν υπάρχουν άλλοι. Κι αυτά που ζήτησαν οι Ευρωπαίοι έπρεπε να τα έχουμε κάνει μόνοι εδώ και χρόνια, ώστε να σεβόμαστε την μπουκιά το ψωμί. Ως τώρα φοβόμουν ότι θα οδηγούμασταν στην πτώχευση, αλλά πλέον αισιοδοξώ. Θα βάλουμε μπροστά, ο ελληνικός λαός κρύβει δημιουργικές δυνάμεις μέσα του. Θα το ξαναφτιάξουμε το κοινωνικό κράτος, θα αρχίσει να κινείται η ρόδα. Πού θα πάει;».
* Η έκθεση «Χρίστος Καράς: Σύνοψη 1959-2012» φιλοξενείται από 15 Μαρτίου έως 10 Ιουνίου στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη (λεωφ. Βασιλίσσης Σοφίας 9).
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 24 Μαρτίου 2012