Κι αν ο Ρήγας (που υπογράφει και τη σκηνοθεσία της σειράς) επιχείρησε να την «εκσυγχρονίσει» με (πολυχρησιμοποιημένα πάλι) τεχνικά τρικ (χωρίζοντας π.χ. την οθόνη σε επιμέρους κομμάτια) δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να εξελίξει και την παλιομοδίτικη πλέον «τηλεοπτική γλώσσα» που χρησιμοποιεί στα σήριάλ του: με τα ωμά – ακατέργαστα αστεία («Πόση ώρα χρειάζεσαι για να θάψεις έναν άνθρωπο;» «Εξαρτάται από το χώμα» και «Σας έφερα να τσιμπήσετε κάτι» «Α, αυτό ήταν; Νόμιζα ότι η μυρωδιά από καμένο κρέας προερχόταν από εσένα») με τις σουρεαλιστικές αλλά συχνά «πολικών θερμοκρασιών» ατάκες (Στέφανος Μεγαπάνος: «Μπορείς να με λες Στέφανο», Κάτια Τσιριγώτη: «Εμένα όμως δεν μπορείς να με λες Στέφανο»), και με τη σχεδόν μόνιμη υστερία των ηρώων του.
Ετσι, ηθοποιοί όπως ο Ορέστης Τζιόβας παρασύρθηκαν σε ένα φωνακλάδικο, εξωστρεφές παίξιμο που κούραζε και εκνεύριζε τον θεατή. Εξαίρεση η Ρένια Λουιζίδου (μετά τις πρώτες σκηνές της κηδείας) ως πτωχή πλην τίμια Κάτια και (κυρίως) ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος ως ζάπλουτος Στέφανος, που οχυρωμένοι πίσω από τη γνωστή αλλά αρκετά χαριτωμένη μανιέρα τους είχαν μέτρο. Μακάρι να είχαν και πιο ενδιαφέρον κείμενο. Οσο για τον παπά – λαμόγιο του Παύλου Χαϊκάλη, και αυτόν τον είχαμε ξαναδεί, ερμηνευμένο από τον ίδιο ηθοποιό, στο ατυχές (είχε διακοπεί ύστερα από καυγά του Ρήγα με τη Χρύσα Ρώπα) «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή». Για το… σνομπ, μονίμως νωχελικό (σαν να βαριέται όχι τον ρόλο, αλλά τη ζωή της) παίξιμο της Νατάσσας Καλογρίδη, δεν έχω λόγια.