Δεν περνάει μέρα που να μην ακούμε ότι η εποχή είναι δύσκολη για να κυνηγήσει κανείς το όνειρο του στην Ελλάδα. Επειδή, όμως, πάντα η καλύτερη απάντηση στα λόγια είναι οι πράξεις, εμείς μιλήσαμε με δύο νέα παιδιά που όχι μόνο έχουν κάνει το όνειρο τους πραγματικότητα στη χώρα τους, αλλά έχουν βρει και τον τρόπο να δημιουργήσουν βιώσιμες επιχειρήσεις στο χώρο της μόδας που έχουν ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα. Η τελευταία μεγάλη τους επιτυχία ήταν ότι συμμετείχαν στο «Capsule Show» της Νέας Υόρκης, παρουσιάζοντας έτσι τη δουλειά τους σε μερικούς από τους πιο επιτυχημένους εμπόρους στη βιομηχανία του χώρου. Ιδού, λοιπόν, η Ippolito και ο Paul Sarz, δύο ζωντανές αποδείξεις πως ο κόσμος δεν έχει σταματήσει να κινείται.
Ippolito – Παυλίνα Παπαηλιοπούλου
Ξεκίνησε με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του «Reading» στη Βρετανία, αλλά στη συνέχεια επέλεξε να συνεχίσει με Σχέδιο Μόδας στο Ινστιτούτο «Marangoni» στο Μιλάνο. Εκεί εντάχθηκε και στη δημιουργική ομάδα της Bottega Venetta, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Τόμας Μάιερ, συλλέγοντας πολύτιμες εμπειρίες και γνώσεις. Το 2009 αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Πλάκα, την περιοχή όπου μεγάλωσε και αγαπάει πάρα πολύ, για να ξεκινήσει τη δική της σειρά από τσάντες.
Αρχικά σπούδασες Τέχνη, αλλά στη συνέχεια επέλεξες το fashion design. Για ποιο λόγο επέλεξες, λοιπόν, να ασχοληθείς με το σχέδιο μόδας;
Γιατί το σχέδιο είναι κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο από τη ζωγραφική που έκανα στην Αγγλία. Θεωρώ ότι ταιριάζει πολύ περισσότερο στην προσωπικότητα μου το να κάνω επαγγελματικά κάτι περισσότερο συγκεκριμένο και περιορισμένο, πάρα κάτι πιο γενικό. Οπωσδήποτε, όμως, προσπαθώ να εφαρμόσω αυτά που έμαθα στην Καλών Τεχνών και αυτό είναι κάτι που βγαίνει και στη δουλειά μου πιστεύω.
Επομένως, πώς θεωρείς ότι σε έχουν βοηθήσει οι σπουδές σου επάνω στην Τέχνη;
Καταρχήν, όλα αυτά που κοιτάω για να εμπνευστώ έχουν τρομερό αντίκτυπο στις σπουδές μου, γιατί πάντα αφορούν καλλιτέχνες. Όταν ήμουν στη σχολή Καλών Τεχνών μας πηγαίνανε συχνά ταξίδια, επομένως έχω μάθει να εμπνέομαι από αυτά. Έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο σκέψης και έρευνας που σου μαθαίνουν. Είναι κάτι που σε βοηθάει να εξελίξεις το μυαλό σου.
Ποιος καλλιτέχνης σε εμπνέει;
Αγαπημένος μου καλλιτέχνης είναι ο Χουάν Μιρό, λόγω της αφαιρετικότητας και της παιδικότητας που έχει στους πίνακες του. Είχα κολλήσει με έναν μικρό πίνακα που είχα βρει σε μια γκαλερί στο Λονδίνο. Ήταν στην ουσία μια ζωγραφιά στο χέρι, όχι πίνακας. Στεκόμουν μπροστά του για περίπου μια ώρα και προσπαθούσα να βρω τον τρόπο να το αποκτήσω. Τελικά, κατάφερα να έχω μια αφίσα του! Ο Εγκον Σίλε είναι ακόμα ένας ζωγράφος για τον οποίο τρελαίνομαι. Εχει κάτι το τρομερά ευαίσθητο στους πίνακες του, καθώς και μια τρομερή ιστορία ως καλλιτέχνης γιατί ήταν τρομερά καταπιεσμένος στην εποχή του, δεν αναγνωριζότανε.
Έχεις δουλέψει για τον Τόμας Μάιερ της Bottega Veneta. Πώς ακριβώς προέκυψε αυτό και τι ακριβώς έκανες εκεί;
Είχε να κάνει με την κατάλληλη χρονική στιγμή. Εψαχνα αυτό που πρόφεραν και αυτοί έψαχναν αυτό που είχα. Ξεκίνησα ως μαθητευόμενη στο «ready to wear». Η συνεργασία μας πήγε πολύ καλά, επομένως μέσα σε πέντε μήνες έγινα «junior designer». Επαιρνα μέρος σε όλα τα κομμάτια της διαδικασίας, γιατί η ομάδα ήταν μικρή. Ηταν μια φανταστική εμπειρία, ο Tomas ήθελε να μάθω τα πάντα, οπότε ήμουν και στο «fitting» και στις επιλογές υλικών. Εκανα μέχρι και τα prints τους, γιατί είχε δει ότι διέθετα το κατάλληλο χέρι και μάτι λόγω και των σπουδών μου. Γενικά, έμαθα απίστευτα πράγματα και αυτό που αποτυπώθηκε περισσότερο στο μυαλό μου είναι το να διαλέγω ποιότητα και να φτιάχνω γραμμές ανάλογα με αυτή.
Ποια ήταν η στιγμή που αποφάσισες να επιστρέψεις στην Ελλάδα; Πως και δεν έμεινες στην Αμερική;
Ημουν στη Νέα Υόρκη και περνούσα από συνεντεύξεις, ήθελα πάρα πολύ να δουλέψω εκεί. Μου προσφέρθηκε μία δουλειά, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Τότε ήταν και το 2008, ο καιρός της κρίσης. Αποφάσισα, λοιπόν, να γυρίσω στην Ελλάδα γιατί είχα κουραστεί να είμαι στο εξωτερικό οκτώ χρόνια και ήθελα να γυρίσω πίσω και να δημιουργήσω εδώ κάτι δικό μου. Από τότε που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μόδα ήθελα να ξεκινήσω κάτι με την υπογραφή μου, αφού πρώτα πάρω εμπειρίες. Θέλω πάρα πολύ να βλέπω τον κόσμο να φοράει ή να κρατάει δικά μου πράγματα. Είναι κάτι που μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση.
Έχεις ξεκινήσει με τσάντες. Γιατί επέλεξες αυτό το αξεσουάρ;
Μέσα σε μία τσάντα κρύβεται ο μικρός κόσμος κάθε γυναίκας, εκεί κρύβουν ένα μικρό μυστήριο. Θεωρώ, επίσης, ότι μια καλή τσάντα συμπληρώνει ένα σύνολο, όπως βέβαια και τα παπούτσια. Απλά η τσάντα είναι περισσότερο προσιτή για ένα νέο σχεδιαστή, μπορεί μέσα από αυτή να εξελιχθεί πιο εύκολα.
Τι άλλο σχεδιάζεις ή θα σχεδιάσεις;
Εχω κάνει την προσπάθεια να σχεδιάσω παπούτσια και ζώνες, η αλήθεια είναι, όμως, ότι ο κόσμος κοιτάει συνέχεια τις τσάντες μου. Επομένως, συνεχίζω μόνο με αυτές. Θέλω σίγουρα να εξελίξω όσα σχεδιάζω, απλά αυτό πρέπει να γίνει βήμα βήμα, είναι αδύνατο να πέσεις με τα μούτρα στα πάντα. Θέλω πρώτα να σχεδιάζω άριστα τις τσάντες και έπειτα να συνεχίσω με άλλα.
Σε ποιες χώρες του εξωτερικού υπάρχουν οι τσάντες σου;
Για αυτή τη σαιζόν στην Ιαπωνία και την Κύπρο. Γενικότερα, είχα και Κορεάτες πελάτες που είναι γνωστοί σε Μιλάνο και Βερολίνο, απλά κάθε σεζόν υπάρχουν κάποιοι συγκεκριμένοι ιάπωνες πελάτες μου που αγοράζουν πάντα. Οι καλοκαιρινές μου τσάντες έχουν μεγάλη απήχηση στην Ιαπωνία, γιατί είναι αρκετά απλές και με πολύ χρώμα. Οι Ιάπωνες είναι τρομεροί άνθρωποι, πολύ οργανωμένοι και διακριτική. Δεν έχω να πω τίποτα αρνητικό για τη συνεργασία μου μαζί τους, είναι πραγματικά άριστοι επαγγελματίες.
Πώς ήταν η εμπειρία στο Capsule Show; Πώς προέκυψε;
Μαζευτήκαμε ορισμένοι έλληνες σχεδιαστές και πήγαμε εκεί οργανωμένα με ένα περίπτερο, όπου ο καθένας είχε τα πράγματα του. Ηταν μια πρώτη πολλή καλή εμπειρία στη Νέα Υόρκη, γνωρίσαμε πολλά άτομα και είδαμε άλλους σχεδιαστές από όλο τον κόσμο με εκπληκτικές δουλειές.
Πόσο εύκολο είναι να δημιουργείς, λοιπόν, στην Ελλάδα του σήμερα;
Τα πράγματα σίγουρα δεν είναι εύκολα, αλλά ούτε και μαύρα. Και στην Ελλάδα ο κόσμος θέλει τα τρανταχτά ονόματα αν είναι να επενδύσει σε κάτι. Υπάρχει αποδοχή και προσπαθώ να προσαρμόζομαι στις αλλαγές. Αυτό είναι το θέμα, το να προσπαθείς να εξελίσσεσαι ανάλογα με τις καταστάσεις και να μην το βάζεις κάτω.
Αγαπημένος σου σχεδιαστής για φέτος το καλοκαίρι;
Θα έλεγα πως δεν είμαι μια πραγματική fashionista, έχω τον δικό μου τρόπο προσέγγισης στα πράγματα. Αυτή την εποχή συγκεκριμένα υπάρχουν σχεδιαστές που με εμπνέουν, αλλά ερεθίσματα για τη δημιουργία μιας τσάντας μπορεί να λάβω και από ένα πουκάμισο, ένα σχέδιο ή ένα βραχιόλι. Προσπαθώ, βέβαια, να ακολουθώ και τις τάσεις της μόδας, όπως για παράδειγμα είναι η διπλή τσάντα, γιατί αυτό είναι και το εμπορικό κομμάτι για έναν σχεδιαστή. Οι οίκοι μόδας που εμπνέουν πάντα είναι οι Μάρνι, Κλοέ και Ντρις βαν Νότεν.
Είσαι παιδί του κέντρου, καθώς μεγάλωσες στην Πλάκα. Με όλα αυτά που συμβαίνουν κατά καιρούς, το αγαπάς το ίδιο;
Το αγαπάω πάρα πολύ και για αυτό το λόγο λυπάμαι απίστευτα με όσα συμβαίνουν. Όταν γίνονται επεισόδια κλείνομαι σπίτι μου και με στεναχωρούν πάρα πολύ όσα βλέπω. Είναι μεγαλύτερο από μένα αυτό που συμβαίνει. Την αγαπάω την Αθήνα, οπότε δεν φεύγω από αυτή. Τώρα μάλιστα θα μετακομίσω και χώρο και θα πάω ακόμα πιο κοντά στο Σύνταγμα. Πιστεύω ότι θα ηρεμήσουν τα πράγματα, απλά χρειάζεται χρόνος.
*Μπορείτε να δείτε τη συλλογή της Ippolito για το καλοκαίρι του 2012 εδώ.
Από μικρή ηλικία του άρεσε να ψάχνει σε συρτάρια και μπαούλα για παλιά αντικείμενα που κρύβουν μοναδικές ιστορίες πίσω τους. Η αγάπη του για αυτά τα ξεχασμένα αντικείμενα που έχουν ψυχή τον οδήγησε να σπουδάσει Σχέδιο Κοσμήματος στην Αθήνα, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εχοντας ως βάση του την Ελλάδα, συνεχίζει τα ταξίδια του για να συλλέξει νέες ιδέες που θα τον βοηθήσουν να εξελίξει τις δημιουργίες του.
Διάβασα στο site σου ότι σου άρεσε από πάντα να ψάχνεις για παλιά αντικείμενα που κρύβουν ιστορίες πίσω τους.
Είναι κάτι που μου μετέφερε ο πατέρας μου, στον οποίο άρεσε πάντα να πηγαίνει σε παζάρια με τέτοια αντικείμενα.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο που ανακάλυψες και θυμάσαι ή έχεις ακόμα;
Υπάρχει ένα δαχτυλίδι που μου έχει χαρίσει ο παππούς μου όταν ήμουν πιο μικρός, το οποίο είναι παλιό. Μου το έδωσε λίγο πριν φύγει από τη ζωή., επομένως έχει και συναισθηματική αξία για μένα.
Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με το κόσμημα;
Είναι κάτι που με ιντριγκάρει. Επηρεάστηκα από τα παλιά κοσμήματα που έβλεπα και ήθελα να τα επαναφέρω στη ζωή.
Τι προσδίδουν τα κοσμήματα στην εμφάνιση του κάθε ανθρώπου;
Για τους ανθρώπους από πολύ παλιά είχαν μια ιδιαίτερη αξία, όπως για παράδειγμα ο βαπτιστικός σταυρός ή οι βέρες τους. Το κόσμημα είχε πάντα μια ιστορία και έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του καθένα. Ακόμα και μέσα από τα έθιμα που έχουμε, δενόμαστε με τα κοσμήματα. Αυτό προσπαθώ να κάνω και εγώ με τις δικές μου δημιουργίες. Χωρίς να έχουν απαραίτητα κάποιον συμβολισμό, προσπαθώ να τα κάνω έτσι ώστε ο κόσμος να δένεται συναισθηματικά μαζί τους. Θέλω να τους θυμίζουν κάτι τα κοσμήματα μου όταν τα φοράνε.
Εχεις ταξιδέψει αρκετά. Ποιο μέρος ξεχώρισες για τα κοσμήματα του;
Γενικά, έψαχνα πάντα μέρη με αντικερί και η χώρα που είχε τις πιο ιδιαίτερες ήταν η Τσεχία. Ηταν γεμάτες με αυτό που αποκαλώ «συναισθηματικά κοσμήματα» που υπάρχουν από τον 19ο αιώνα και έχουν μέσα για παράδειγμα φωτογραφίες αγαπημένων ανθρώπων για να τους θυμάται αυτός που τα φοράει. Αυτά τα παλιά κοσμήματα με ενθουσιάζουν γιατί έχουν μεγάλη ιστορία από πίσω τους. Εμεινα αρκετό καιρό εκεί για να ψάξω αυτά τα μαγαζιά.
Σκέφτηκες να μείνεις στο εξωτερικό;
Βρίσκομαι βασικά κάπου ανάμεσα σε Ελλάδα και Λονδίνο. Εχω περίπου 10 μέρες που γύρισα από έναν μήνα εκεί. Δεν είμαι μόνιμα σε ένα μέρος και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει γιατί με πλουτίζει και με ιδέες, με βοηθά να μην κουράζομαι από το να μένω στο ίδιο μέρος συνέχεια. Θα ήθελα κάποια στιγμή να έχω το δικό μου εργαστήριο στο Λονδίνο.
Πώς θα χαρακτήριζες το στυλ που έχουν τα κοσμήματα σου; Από τι υλικά είναι κυρίως;
Θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω «vintage» και «gothic chic». Είναι κυρίως ασημένια, ροζ ή κίτρινα επιχρυσωμένα και μαύρα μέσω της οξείδωσης. Γενικά επιλέγω τεχνοτροπίες που δίνουν μια παλαιότητα στο κόσμημα. Τα περισσότερα από αυτά είναι unisex.
Πώς ήταν η εμπειρία στο «Capsule Show»;
Πραγματικά ήταν κάτι που με ενθουσίασε. Η οργάνωση ήταν φοβερά επαγγελματική και οι σχεδιαστές που συμμετείχαν είναι μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι πολύ σημαντικό να εκθέτεις δίπλα σε αναγνωρισμένα brands. Προέκυψαν και προτάσεις από εκεί και είμαι ακόμα σε συζητήσεις.
Ακούμε συνέχεια ότι είναι δύσκολο να δημιουργείς στην Ελλάδα του σήμερα.
Αν σκεφτόμουν συνέχεια τη δυσκολία της εποχής, τότε δεν θα μπορούσα και να δημιουργήσω. Προσπαθώ να κρατάω τις τιμές μου σε προσιτά επίπεδα, να προσφέρω δηλαδή κάτι που αν και εγώ έβλεπα κάπου να μπορούσα να το ψωνίσω. Εστιάζω στην χονδρική και το εξωτερικό και αυτό είναι κάτι που με βοηθάει και στο να κυλάει το μαγαζί. Το μαγαζί μου, άλλωστε, δεν είναι σε έναν εμπορικό δρόμο και δεν έχω να πληρώσω κάποιο υπέρογκο ενοίκιο κάθε μήνα. Δεν με πιέζει κανένας να βγάζω τεράστια χρηματικά ποσά. Αυτό που ήθελα είναι να δημιουργήσω το δικό μου brand και να βγάζω χρήματα για να συντηρώ το μαγαζί. Ο στόχος μου είναι να δημιουργώ, όχι να γίνω πλούσιος.
Αγαπημένος σου σχεδιαστής κοσμημάτων;
Μου αρέσει πολύ η Δελφίνα Ντελετρέζ που έχει ένα περισσότερο γκροτέσκο στυλ. Δεν έχει βέβαια να κάνει με το παλιό, αλλά εμένα τα κοσμήματα μου έχουν και γκόθικ επιρροές.