Η βοήθεια προς την Ελλάδα δεν έχει στοιχίσει ευρώ στο γερμανό φορολογούμενο δηλώνει στο περιοδικό «Focus» ο επικεφαλής του προσωρινού μηχανισμού διάσωσης EFSF, Κλάους Ρέγκλινγκ.
«Οι επιχειρήσεις διάσωσης δεν έχουν κοστίσει μέχρι στιγμής ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα του Γερμανού φορολογούμενου» δηλώνει ο κ. Ρέγκλινγκ. «Στη Γερμανία έχει επικρατήσει η πεποίθηση ότι κάθε μεμονωμένη μεταφορά χρημάτων προς Ελλάδα βαρύνει τον προϋπολογισμό της χώρας και χρηματοδοτείται από τα χρήματα των φορολουμένων. Η άποψη ότι τα χρήματα δόθηκαν και θα δεν θα επιστραφούν ποτέ είναι λάθος. Πρόκειται για δάνεια – χωρίς καμία εξαίρεση – τα οποία πρέπει να αποπληρωθούν».
«Απελευθερωθείτε από την εικόνα της Ελλάδας ως βαρελιού χωρίς πάτο. Δεν υπάρχουν δώρα ούτε μόνιμες μεταφορές χρημάτων» συνεχίζει ο επικεφαλής του EFSF. «Κάθε άλλο: Η Γερμανία έχει ωφεληθεί από την κρίση, επειδή στη χώρα διοχετεύεται πολύ κεφάλαιο. Το γεγονός αυτό πιέζει τα επιτόκια δανεισμού προς τα κάτω. Σύμφωνα με ινστιτούτα ερευνών, η Γερμανία πληρώνει εξαιτίας της κρίσης 15 δισ. ευρώ λιγότερα σε τόκους. Οι ευνοϊκοί όροι δανεισμού της Γερμανίας λειτουργούν και επ’ ωφελεία των πολιτών, οι οποίοι χρηματοδοτούν την αγορά ακινήτου».
Ο Ρέγκλινγκ αποκρούει τον ισχυρισμό ότι τα κεφάλαια του Ταμείου δεν επαρκούν για να στηρίξουν οικονομικά την Ιταλία και την Ισπανία. «Μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε και τις δύο αυτές χώρες τουλάχιστον για διάστημα ενός έτους. Το ποσό που θα απαιτείτο θα ήταν 500 δισ. ευρώ. Πέρα από τα χρματοδοτικά προγράμματα που τρέχουν για Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα, υπάρχει ακόμη διαθέσιμο ποσό ύψους 250 δισ. ευρώ. Σε μία τέτοια δράση θα συμμετείχε και το ΔΝΤ. Τα 250 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα με διαδικασίες μόχλευσης, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο θα ήταν απαραίτητο» λέει.
Σχετικά με το – ρεαλιστικό πλέον – ενδεχόμενο αύξησης των κεφαλαίων του ESM, ο Ρέγκλινγκ επισημαίνει ότι μία τέτοια κίνηση σίγουρα θα καθησύχαζε στις αγορές. «Μπορεί να είναι σωστό ή λάθος, αλλά δεν παύει να είναι έτσι: Μεγάλα ποσά στη βιτρίνα φέρνουν ηρεμία» λέει. Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η επιβολή αυτής της απόφασης είναι δύσκολη σε πολιτικό επίπεδο. «Στη σημερινή συγκυρία που επικρατεί σχετική αποκλιμάκωση δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί η ανάγκη για αύξηση κεφαλαίων. Είναι, όμως, σημαντικό να αποδεχθούμε ότι οι αγορές έχουν μία διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων» προσθέτει.
Η Ευρώπη έχει επανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών: «Ακόμη και τώρα μπορεί κανείς να σκεφτεί πολλά σενάρια τρόμου και οι αγορές το κάνουν ευχαρίστως. Η πλειονότητα των δρώντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν πιστεύει ότι η κρίση έχει παρέλθει και αναμένει νέες υποβαθμίσεις κρατών εντός του έτους». Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να γίνονται επαφές και με κράτη, όπως είναι η Κίνα, και να αποσαφηνίζεται ο τρόπος λειτουργίας της Ευρώπης, υποστηρίζει. «Διαφορετικά θα υπάρξει απεργία των αγοραστών-επενδυτών, όπως έγινε το περασμένο φθινόπωρο με τα ομόλογα χωρών της Ευρώπης» λέει.
Ο ίδιος καταγγέλλει ότι ορισμένες αποφάσεις ή εξαγγελίες πολιτικών μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αναταράξεις στις αγορές και ως παράδειγμα αναφέρει την πρόθεση του πρώην Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να προχωρήσει σε δημοψήφισμα κάνοντας μάλιστα τη σχετική ανακοίνωση αμέσως μετά από Σύνοδο της ευρωζώνης. Τέτοια λάθη δεν πρέπει να γίνονται, υπογραμμίζει. «Στην Ελλάδα δόθηκε η ευκαιρία να κάνει μία νέα αρχή. Οι κυβερνήσεις των χωρών, που εφαρμόζουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, έχουν πειστεί για την αναγκαιότητά τους. Και οι αγορές έχουν πειστεί γι‘ αυτό» λέει.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, ο Ρέγκλινγκ αναγνωρίζει ότι η χώρα θα δυσκολευτεί να επιστρέψει στις αγορές για αρκετά χρόνια ακόμη. «Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο. Η αναδιάρθρωση δεν έχει παντού τα ίδια αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό δεν είναι σπάνιο να επιμηκύνεται ένα πρόγραμμα ή να προβλεφθεί και ένα δεύτερο. Η εμπειρία του ΔΝΤ δείχνει ότι 1 στα 5 προγράμματα δεν προχωράει, σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς. Η Ελλάδα αποτελεί για μένα τη 1 στις 5 αυτές περιπτώσεις. Στις αρχές του 2010 δεν είχε γίνει πρόβλεψη για κούρεμα χρέους. Αυτό ήρθε αργότερα» προσθέτει.
Για τις προοπτικές της Ελλάδας με βάση τα σημερινά δεδομένα, ο ίδιος σημειώνει: «Εάν οι ενδείξεις από τις αγορές ισχύουν, σημαίνει ότι κάτι κινείται στην Ελλάδα. Η χώρα έχει ήδη επανακτήσει ένα τμήμα της ανταγωνιστικότητάς της, ακόμη και αν αυτό δεν είναι μακροπρόθεσμα επαρκές».
Ο Ρέγκλινγκ απορρίπτει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και επιστροφής στη δραχμή: «Η κρίση έχει καταστήσει σαφές ότι σε χώρες, στις οποίες επί σειρά ετών τα πράγματα γίνονταν λάθος, πρέπει να υπάρξει μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Σε μία νομισματική ένωση, στην οποία δεν μπορεί να υπάρξει υποτίμηση νομίσματος, η απευθείας μείωση των μισθών είναι η μοναδική επιλογή» λέει.
Ο επικεφαλής του EFSF πιστεύει ότι η Ελλάδα ήταν σε θέση επί πολλά έτη να καταθέτει ψευδή στατιστικά στοιχεία, επειδή η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία δεν είχε την εξουσιοδότηση να μεταβαίνει στα κράτη – μέλη και να εξετάζει επί τόπου τα στοιχεία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κατ’ επανάληψη ζητήσει να αναγνωριστεί στην Eurostat η αρμοδιότητα αυτή, αλλά τα κράτη απέρριπταν την πρόταση θεωρώντας ότι θα επρόκειτο για μεγάλη επέμβαση στην κυριαρχία τους. «Τα κράτη μίας νομισματικής ένωσης δεν είναι, όμως, κυρίαρχα σε ορισμένους τομείς πολιτικής. Αυτό πρέπει να το αποδεχτούν» λέει.
Σχετικά για το δικό του μέλλον, ο Ρέγκλινγκ απαντά ότι η σχετική απόφαση θα ληφθεί από την πολιτική: «Οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων μού ανέθεσαν να προετοιμάσω τον μόνιμο μηχανισμό στήριξης ESM. Είναι κάτι που το κάνω με ευχαρίστηση, καθώς είμαι πεπεισμένος ότι με τη δημιουργία του μηχανισμού αυτού αίρεται ένα κατασκευαστικό λάθος της ευρωζώνης» λέει.