Η αναγέννηση της λογοτεχνικής «ροκιάς»

Ποιος ήταν ο πρώτος ροκάς στην παγκόσμια ιστορία; «Ο Ιησούς Χριστός!» δήλωσε τις προάλλες στην έκθεση βιβλίου της Λειψίας ο συγγραφέας Τόμας Κρίστιαν. Τα λόγια του, επεξήγησε, δονούσαν σε ρυθμό ροκ τις ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων.

Ποιος ήταν ο πρώτος ροκάς στην παγκόσμια ιστορία; «Ο Ιησούς Χριστός!» δήλωσε τις προάλλες στην έκθεση βιβλίου της Λειψίας ο συγγραφέας Τόμας Κρίστιαν. Τα λόγια του, επεξήγησε, δονούσαν σε ρυθμό ροκ τις ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων. Και ο τελευταίος; «Εγώ!» ήταν η απάντηση του Γιόσκα Φίσερ λίγο πριν από την παραίτησή του, το 2005, από το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας. Εκτοτε δεν βρέθηκε κανένας πολιτικός να του αμφισβητήσει την «εσχατιά».
Στον μουσικό τομέα, βέβαια, η ροκ εμφανίστηκε μόλις στα μέσα του 20ού αιώνα στον αγγλοσαξονικό χώρο. Οι περιπέτειές της επεκτάθηκαν όμως σύντομα και στο ανατολικό μπλοκ. Σε μια από τις πιο συναρπαστικές αναφέρθηκαν στη Λειψία τρεις συγγραφείς προερχόμενοι από χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
«Η ροκ και η καθυστέρηση δεν πάνε μαζί» δήλωσε ο κοσοβάρος συγγραφέας Μπεκέ Κουφάι. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η ροκ ήταν ό,τι πιο προοδευτικό υπήρχε στη χώρα – και ως μουσική των πόλεων βρισκόταν στα χέρια με το φολκλόρ της επαρχίας. Η αντίθεση πήρε αιματηρή μορφή στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του ’90: η ροκ ηττήθηκε κατά κράτος, τα τοπικά μουσικά ιδιώματα, ως όπλα στα χείλη των εμπολέμων, πήραν το πάνω χέρι. «Οταν πυροβολούσαν και σκότωναν, τραγουδούσαν επαρχιακά τραγούδια» θύμισε. Στους ήχους της ροκ, αντίθετα, δεν δολοφονήθηκαν ποτέ παιδιά, ούτε μπήκαν φωτιές σε χωριά και εκκλησίες.
Στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο η ξενόφερτη μουσική δεν ήταν βέβαια εντελώς ανεκτή. Στον βαθμό που τη συνόδευαν ανατρεπτικοί στίχοι, υποβαλλόταν σε λογοκρισία. «Ηταν η εποχή που οι κομμουνιστές ήθελαν να καταργήσουν τον κομμουνισμό – από αγάπη σε αυτόν» είπε η σέρβα συγγραφέας Λιντίτα Αράπη. Ο σκοπιανός συνάδελφός της Πάβλε Κοράνοβιτς παρουσίασε παράλληλα μια επισταμένη ανάλυση της αποτελεσματικότητας αλλά και των ορίων της ροκ σε ένα ρευστό, τότε, περιβάλλον.
Η πρωτότυπη αυτή εκδήλωση ήταν μια από τις πολλές που παρουσίασαν στη Λειψία οι βαλκανικές χώρες. Κατά τα άλλα, όλες είχαν δικά τους περίπτερα: Μαυροβούνιο, Κοσσυφοπέδιο, Κροατία, Σερβία, Αλβανία, πΓΔΜ κ.ο.κ. Η μόνη «άστεγη», για οικονομικούς λόγους, ήταν η Ελλάδα. Η χώρα εκπροσωπήθηκε μόνο από τον διηγηματογράφο Χρήστο Οικονόμου, ο οποίος διάβασε από το βιβλίο του Κάτι θα γίνει, θα δεις, στο πλαίσιο της σειράς «Μικρές γλώσσες, μεγάλες λογοτεχνίες», μαζί με την τσέχα συγγραφέα Μόνικα Κομπανικόβα και την Πολωνή Σίλβια Σούτνικ.

Συγγραφείς νέοι και άγριοι
«Δεν γράφω για ανθρώπους του περιθωρίου, η γραφή μου δεν είναι σουρεαλιστική» είπε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο πειραιώτης συγγραφέας. «Γράφω για κανονικούς εργαζομένους, ήτοι για θέματα ζωής ή θανάτου, επειδή η δουλειά στη σημερινή Ελλάδα είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου». Το «νορμάλ» κοινό έχει στο επίκεντρο των έργων της και η Σούτνικ, η οποία περιγράφει τις ηρωίδες της, μαμάδες και κόρες, με απίστευτα δηκτικό τρόπο. Παράδειγμα, ένα κορίτσι που λερώνει τα ρούχα του – όχι όμως την εξωτερική επιφάνειά τους, αλλά την εσωτερική, έτσι ώστε η βρωμιά να γίνει αντιληπτή αργότερα και ενδεχομένως ανεξίτηλη.
Ηδη αυτά τα δείγματα δίνουν μια ιδέα για τον οργασμό που παρατηρείται τελευταία στις λογοτεχνίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το συμπέρασμα: η φιλολογική ροκ αναβιώνει. Αυτό αποτυπώνεται και σε μια ειδική έκδοση του περιοδικού «Beton», που διακινείται από το διακρατικό λογοτεχνικό δίκτυο traduki, στο οποίο παρουσιάζονται νέοι «άγριοι» συγγραφείς από τις βαλκανικές χώρες (με εξαίρεση, πάλι, την Ελλάδα).
Αλλά και η Ανατολική Ευρώπη του Βορρά δεν πάει πίσω σε ροκάδες. Παράδειγμα, τα κείμενα ένδεκα γυναικών συγγραφέων από την Ουκρανία με αφορμή το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που θα διεξαχθεί το καλοκαίρι στη χώρα τους και στην Πολωνία. Ο τίτλος της διοργάνωσης, «Βότκα για τον τερματοφύλακα», προϊδέαζε για μια εύθυμη συζήτηση του γεγονότος. Η συνέχεια όμως μπροστά στο κοινό ήταν μια αδυσώπητη κριτική στον «ανδρικό» χαρακτήρα της διοργάνωσης.
Γραφή χωρίς ταμπού, αλλά με ξέφρενο ρυθμό: η εφετινή έκθεση βιβλίου της Λειψίας έδειξε ότι στη λογοτεχνία τουλάχιστον δεν υπάρχει «τελευταίος» ροκάς. Το αντίθετο μάλλον: στα Βαλκάνια, και όχι μόνο, οι εκπρόσωποι του είδους ξεφυτρώνουν πάλι σαν μανιτάρια. Καθόλου απίθανο, έτσι, το στυλ εκείνο που αντέγραψαν κάποτε οι λογοτέχνες από τους τραγουδιστές να πάρει σύντομα τον αντίστροφο δρόμο – για να γονιμοποιήσει με γραπτή ροκ τη μουσική.
Καρναβάλι για το μυαλό
Η έκθεση βιβλίου της Λειψίας είναι, μετά την Buchmesse της Φραγκφούρτης, η μεγαλύτερη του είδους της στη Γερμανία. Ταυτόχρονα είναι και η πιο δημοφιλής – για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή, σε αντίθεση με την έκθεση της Φραγκφούρτης, η οποία γίνεται κυρίως για τους εκδότες, η έκθεση της Λειψίας ανήκει στους συγγραφείς και στο κοινό τους. Εφέτος συμμετείχαν συνολικά 2.780 συγγραφείς, ηθοποιοί και κομφερανσιέ στις αναγνώσεις που διοργανώθηκαν, εκτός εκείνων στους εκθεσιακούς χώρους, σε 350 μέρη της πόλης (ανάλογα με το είδος του έργου): καφενεία, θέατρα, μουσεία, σχολεία, ιατρεία, νοσοκομεία, νεκροτομεία, γραφεία ντετέκτιβ, κομμωτήρια… Για τέσσερις ημέρες (15-18 Μαρτίου) η Λειψία είχε μεταβληθεί σε «πόλη του διαβάσματος» με συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της.
Δεύτερον, επειδή προσφέρει ζωντανό θέαμα, χάρη στα χιλιάδες παιδιά ηλικίας 15-20 ετών που ντύνονται όπως οι πρωταγωνιστές των κόμικς τύπου Manga, αλλά και οι ήρωες της ευρωπαϊκής μυθολογίας, και περιφέρονται ομαδικά στην έκθεση. Ενας συνδυασμός φαντασίας και σκέψης: όχι άδικα λοιπόν η έκθεση έχει πάρει και τον τίτλο «Καρναβάλι για το μυαλό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.