Βραβεία επιστήμης για πέντε ξεχωριστές γυναίκες

Είναι πέντε – μία από κάθε Ηπειρο –, είναι επιστήμονες και λαμβάνουν την ερχόμενη εβδομάδα στο Παρίσι μια μεγάλη τιμητική διάκριση. Η Jill Farrant από τη Νότια Αφρική, η Suzana Lopez από το Μεξικό, η Bonnie Bassler από τις ΗΠΑ, η Ingrid Scheffer από την Αυστραλία και η Frances Ashcroft από τη Βρετανία τιμώνται με το εφετινό Διεθνές Βραβείο L'Οreal - UNESCO των Επιστημών Ζωής. Γιατί; Επειδή με το έργο τους άνοιξαν νέους επιστημονικούς ορίζοντες και συνέβαλαν στο να γίνει καλύτερη η ζωή χιλιάδων ή και εκατομμυρίων συνανθρώπων μας.

Είναι πέντε – μία από κάθε Ηπειρο –, είναι επιστήμονες και λαμβάνουν την ερχόμενη εβδομάδα στο Παρίσι μια μεγάλη τιμητική διάκριση. Η Jill Farrant από τη Νότια Αφρική, η Suzana Lopez από το Μεξικό, η Bonnie Bassler από τις ΗΠΑ, η Ingrid Scheffer από την Αυστραλία και η Frances Ashcroft από τη Βρετανία τιμώνται με το εφετινό Διεθνές Βραβείο L’Οreal – UNESCO των Επιστημών Ζωής. Γιατί; Επειδή με το έργο τους άνοιξαν νέους επιστημονικούς ορίζοντες και συνέβαλαν στο να γίνει καλύτερη η ζωή χιλιάδων ή και εκατομμυρίων συνανθρώπων μας.

Διεθνή Βραβεία L’Oreal – UNESCO

Τα τελευταία 14 χρόνια το Ιδρυμα της L’Oreal και η UNESCO συνεργάζονται για να προβάλουν και να υποστηρίξουν το έργο ξεχωριστών γυναικών επιστημόνων, οι οποίες συμβάλλουν στην πρόοδο των επιστημονικών γνώσεων και αποτελούν πρότυπα για τις μελλοντικές γενιές.

Τα Βραβεία L’Oreal – UNESCO που ξεκίνησαν το 1998 απονέμονται κάθε χρόνια σε πέντε γυναίκες, μία από κάθε γεωγραφική περιοχή της Γης (Αφρική και Αραβικές Χώρες, Ασία -Ειρηνικός, Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Βόρεια Αμερική), ως αναγνώριση της συνεισφοράς τους στην πρόοδο της επιστήμης. Επιστήμονες από όλο τον κόσμο καλούνται να υποβάλουν υποψηφιότητα και μια διεθνής κριτική επιτροπή που απαρτίζεται από διακεκριμένους επιστήμονες και της οποίας πρόεδρος είναι ένας επιστήμονας βραβευμένος με Νομπέλ, πραγματοποιεί την τελική επιλογή. Τα Βραβεία απονέμονται εκ περιτροπής στους κλάδους των Επιστημών Ζωής και των Φυσικών Επιστημών. «Για να επιβιώσει η ανθρωπότητα χρειαζόμαστε οπωσδήποτε όλες τις καλές ιδέες όλων των μυαλών, ανεξαρτήτως φύλου. Και αυτό ισχύει για όλους τους τομείς δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της επιστήμης» σημείωσε ο πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής για τα Βραβεία L’Oréal – UNESCO στις Επιστήμες Ζωής, βραβευμένος με το Νομπέλ Ιατρικής του 1999 καθηγητής Gunter Blobel μετά την ανακοίνωση των ονομάτων των φετινών τιμωμένων επιστημόνων.

Κόντρα στις προκαταλήψεις

Αν ήθελε κανείς να αναζητήσει μια κοινή συνισταμένη μεταξύ των πέντε πολύ ξεχωριστών κυριών της επιστήμης, των οποίων η έρευνα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα βιολογικών επιστημών, το δίχως άλλο αυτή θα ήταν το πείσμα τους και η άρνησή τους να δεχθούν το «όχι» ως απάντηση. Ολες ανεξαιρέτως σε κάποια στιγμή της ζωής τους ήλθαν αντιμέτωπες με αυτό το «όχι», κάποιες φορές και λόγω του φύλου τους. Οπως χαρακτηριστικά σημείωσε η Μεξικανή Susana López «το να είναι κανείς γυναίκα με καταγωγή από το Μεξικό σημαίνει να είναι διπλή μειονότητα στην επιστημονική κοινότητα». Η «διπλή μειονότητα» πάντως δεν εμπόδισε την ίδια να ανακαλύψει ιατρικά όπλα που σώζουν εκατομμύρια παιδιά από τον θάνατο κάθε χρόνο.

Ομοίως η Αυστραλή Ingrid Scheffer δεν πτοήθηκε από τον καθηγητή που την απέτρεψε να μελετήσει τη γενετική της επιληψίας και σήμερα χιλιάδες ασθενείς τής οφείλουν ευγνωμοσύνη.

Η Νοτιοαφρικανή Jill Farrant δεν έγινε πιστευτή από τον πατέρα της όταν του έλεγε πως τα φυτά ανασταίνονται. Σήμερα είναι αυθεντία στα φυτά αυτά που αναμένεται ότι θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για τις καλλιέργειες σε συνθήκες πολύ έντονης ξηρασίας και να συμβάλουν στη σίτιση του ολοένα αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού.

Για είκοσι χρόνια η Αμερικανίδα Bonnie Bassler έλεγε ότι τα βακτήρια επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να την πιστεύει κανείς. Σήμερα όλοι θέλουν να συνεργαστούν μαζί της.

Τέλος, η Βρετανή Frances Ashcroft δεν ακολούθησε την πεπατημένη στην έρευνα του διαβήτη και έδωσε ζωή σε ασθενείς που πάσχουν από τη νεογνική μορφή της νόσου.

Ingrid Scheffer

Ναι, υπάρχουν γονίδια επιληψίας


Καθηγήτρια Παιδιατρικής Νευρολογικής Ερευνας Florey Neuroscience Institutes, Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης

«Αυτός ο δρόμος δεν θα σε βγάλει πουθενά!». Με αυτή τη ρήση προσπάθησε βρετανός καθηγητής της και γιατρός μεγάλου παιδιατρικού νοσοκομείου του Λονδίνου να αποτρέψει την Ingrid Scheffer από το να προσπαθήσει να μελετήσει τη γενετική των επιληψιών. Η νεαρή τότε ειδικευόμενη στην Παιδιατρική δεν τον άκουσε και επιστρέφοντας στην Αυστραλία απ’ όπου κατάγεται καταπιάστηκε με το δύσκολο αυτό έργο.

Δέκα χρόνια αργότερα ο καθηγητής της τής τηλεφώνησε για να τη συγχαρεί: η Scheffer είχε εντοπίσει το πρώτο γονίδιο του οποίου οι μεταλλάξεις οδηγούσαν στην εμφάνιση επιληψίας. Για την ακρίβεια οδηγούσαν στην εμφάνιση μιας σοβαρής μορφής επιληψίας η οποία αρχίζει να εκδηλώνεται από την ηλικία των 6 μηνών. Η συνειδητοποίηση ότι το γονίδιο αυτό κωδικοποιεί για μία αντλία νατρίου, αφενός μεν βοήθησε τους ερευνητές να κατανοήσουν τη φύση των επιληπτικών κρίσεων, αλλά και να αναζητήσουν και άλλα γονίδια που συμβάλλουν στην εμφάνιση διαφορετικών τύπων επιληψιών.

Το σημαντικό για την αυστραλή γιατρό είναι ότι μπόρεσε να βοηθήσει τους ασθενείς της και τις οικογένειές τους. Πράγματι, η λεπτομερής γνώση του δυσλειτουργικού γονιδίου που προκαλεί τη νόσο συνέβαλε στην κατάλληλη επιλογή θεραπείας για κάποιες μορφές της και έδωσε τη δυνατότητα γενετικού ελέγχου σε οικογένειες που έχουν πληγεί. Η Scheffer ξέρει κάτι για το πλήγμα μιας ασθένειας στην οικογένεια: όταν ήταν 18 χρόνων έχασε τον 20χρονο αδελφό της και το γεγονός αυτό την έχει κάνει να νιώθει «τις οικογένειες των ασθενών και αυτά που περνούν».


Suzana Lopez

Ναι, ο ροταϊός μπορεί να νικηθεί


Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Γενετικής και Μοριακής Φυσιολογίας Ινστιτούτο Βιοτεχνολογίας Εθνικό Πανεπιστήμιο του Μεξικού

Δεν ήταν και το πιο αναμενόμενο πράγμα στον κόσμο να γίνει επιστήμονας ένα κορίτσι από το γυμνάσιο θηλέων στο οποίο φοίτησε η τιμώμενη βιολόγος από το Μεξικό. Ομως εκείνη γοητευόταν πάντα από τη φύση και οι φωτισμένοι δάσκαλοί της της Χημείας και της Βιολογίας τη βοήθησαν να αντιληφθεί την κλίση της από νωρίς. Ευτυχώς, για εκατομμύρια παιδιά ανά τον κόσμο! Χάρη στις προσπάθειες της Suzana Lopez σήμερα υπάρχει ένα διαγνωστικό τεστ για τον ροταϊό που προκαλώντας έντονη διάρροια σκοτώνει 600.000 παιδιά κάθε χρόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ καθιστά σοβαρά άρρωστα περί τα 2 εκατ. παιδιά. Επιπροσθέτως, με την εργασία της στην απομόνωση πολλών νέων στελεχών του ιού συνέβαλε στην ανάπτυξη του εμβολίου που υπάρχει σήμερα (και το οποίο είναι προϊόν συνεργασίας περισσότερων επιστημόνων).

«Πρόκειται για έναν πολύ δημοκρατικό ιό. Προσβάλλει όλα τα παιδιά από τη Φιλανδία ως την Αφρική» λέει η κυρία Lopez και εξηγεί: «Το πρόβλημα με τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι ότι είναι δύσκολο να μεταφερθούν τα άρρωστα παιδιά, τα οποία αφυδατώνονται σε επικίνδυνο βαθμό, στον γιατρό ή στο νοσοκομείο εγκαίρως. Χωρίς ενυδάτωση τα παιδιά διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο».

Tο μεγάλο όνειρο της μεξικανής καθηγήτριας είναι η ανάπτυξη εντός αντιικού φαρμάκου για τον ροταϊό, κάτι εξαιρετικά δύσκολο αφού καθώς λέει «οι ιοί αναπτύσσονται μέσα στα κύτταρά μας και ως εκ τούτου το ανοσοποιητικό σύστημά μας δεν μπορεί να τους επιτεθεί, όπως κάνει με τα βακτήρια, χωρίς ταυτόχρονα να πληγώσει και τα κύτταρα που τους φιλοξενούν». Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι παρά τις έντονες προσπάθειες, σήμερα διαθέτουμε αντιικά φάρμακα μόνο για τους ιούς της γρίπης, τον ερπητοϊό και τον ιό HIV. Κρίνοντας ωστόσο από την ως τώρα πορεία της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα τα καταφέρει.


Jill Farrant

Nαι, τα φυτά ανασταίνονται!


Καθηγήτρια Μοριακής Φυσιολογίας Φυτών, Τμήμα Μοριακής και Κυτταρικής Βιολογίας, Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, Νότια Αφρική

«Το νεκρό φυτό πάνω στους βράχους ήταν ζωντανό, αλλά ο μπαμπάς δεν με πιστεύει». Αυτό έγραψε στο ημερολόγιό της η Jill Farrant όταν ήταν μόλις εννέα ετών. Μεγαλώνοντας στην οικογενειακή φάρμα, η τιμώμενη βιολόγος των φυτών είχε όλο τον καιρό να παρατηρεί τα φυτά και να καταγράφει τις παρατηρήσεις της. Ναι, υπάρχουν πράγματι φυτά στην Αφρική που ανασταίνονται. Αν τα κοιτάξει κάποιος την εποχή της ξηρασίας παίρνει όρκο ότι πρόκειται για κατάξερους πεθαμένους οργανισμούς. Με την πρώτη βροχή όμως, τα φυτά αυτά βλασταίνουν ξανά και μάλιστα πολύ γρήγορα. Πρόκειται για φυτά που η εξέλιξή τους στις ακραίες αφρικανικές συνθήκες τα προίκισε με την ικανότητα που κάνει τους βιολόγους να τα ονομάζουν «φυτά αναβίωσης» (resurrection plants).

Πώς τα καταφέρνουν όμως, σε μοριακό και φυσιολογικό επίπεδο, αυτά τα φυτά; Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεσε στον εαυτό της η νοτιοαφρικανή καθηγήτρια, η επάνοδος της οποίας στη γενέτειρά της έπειτα από διεθνείς σπουδές συνέπεσε με την αποφυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα. Το να πάρει μέρος στο χτίσιμο μιας νέας Νότιας Αφρικής ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα όταν δέχθηκε μία θέση στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. «Ηξερα ότι μπορούσα να συμβάλω. Είναι σημαντικό να εκπαιδεύεις τους ανθρώπους για να μπορούν να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Γι’ αυτό επέστρεψα».

Η συμβολή της κυρίας Farrant δεν περιορίζεται στα τεκταινόμενα στη Νότια Αφρική. Επειτα από σκληρή δουλειά, η δυναμική ερευνήτρια και οι συνεργάτες της ανακάλυψαν τα γονίδια που ενεργοποιούνται κατά τη «νεκρανάσταση» των φυτών και μελέτησαν την αξιοσημείωτη φυσιολογία τους. Σήμερα η Farrant θεωρείται παγκόσμια αυθεντία των φυτών που ανασταίνονται. Ωστόσο, δεν επαναπαύεται στις δάφνες της: επόμενος στόχος της, ή αν προτιμάτε όνειρο προς υλοποίηση, είναι η αξιοποίηση των όσων έφερε στο φως για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων φυτών που θα αντέχουν στις σκληρές αφρικανικές συνθήκες. Οχι πως δεν γνωρίζει τις δυσκολίες του εγχειρήματος: «Αρχικά ήθελα να αντιληφθώ τι κάνουν αυτά τα φυτά, πώς το κάνουν, πώς μιλούν το ένα με το άλλο. Φυσικά και θα ήθελα να βρω μια λύση σε παγκόσμια προβλήματα όπως η εξασφάλιση τροφής για όλο τον κόσμο. Αλλά φτάνει κανείς εκεί σιγά-σιγά, βήμα-βήμα» δήλωσε με αφορμή το βραβείο της.

Πάντως η Jill Farrant εκτιμά ότι μέσα στην επόμενη πενταετία θα έχει δημιουργηθεί ένα νέο είδος καλαμποκιού που θα αντέχει στην ξηρασία και μάλιστα χωρίς εκπτώσεις στην παραγωγή του. Οσο για την ίδια, έχοντας έλθει πολύ κοντά με τον θάνατο πριν από τρία χρόνια και έχοντας επιβιώσει, θεωρεί ότι έχει αναστηθεί όπως και τα «φυτά της» και χαίρεται τη ζωή όπως ποτέ άλλοτε.


Bonnie Bassler

Ναι, τα βακτήρια συνομιλούν μεταξύ τους


Ερευνήτρια στο Ιατρικό Ινστιτούτο Howard Hughes Καθηγήτρια Μοριακής Βιολογίας Πανεπιστήμιο Princeton ΗΠΑ

Η επιστημονική σταδιοδρομία της Bonnie Bassler άρχισε κάπως τυχαία και ανορθόδοξα: όταν ανακάλυψε ότι η κτηνιατρική δεν την αντιπροσώπευε, σπούδασε βιολογία και όταν ως φοιτήτρια προσφέρθηκε να εργαστεί εθελοντικά σε ένα εργαστήριο δεν της δόθηκε το απαιτητικό ερευνητικό πρόγραμμα για τον καρκίνο αλλά ένα υποδεέστερο για βακτήρια. Τίποτε από αυτά δεν μπόρεσε όμως να κάμψει τον ενθουσιασμό της νεαρής φοιτήτριας που όπως λέει «ερωτεύτηκε αυτά τα μικροσκοπικά πλάσματα» και αφιερώθηκε σε αυτά.

Ωστόσο δεν συμμερίζονταν όλοι τον ίδιο ενθουσιασμό. Για την ακρίβεια, δεν συμμερίζονταν όλοι την άποψή της ότι τα βακτήρια επικοινωνούν μεταξύ τους και σχεδόν για 20 χρόνια τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ο μεγαλύτερος φορέας χρηματοδότησης της έρευνας στις ΗΠΑ) απέρριπτε τις προτάσεις της για χρηματοδότηση. «Αυτή η δουλειά με την επικοινωνία των βακτηρίων ήταν περιθωριακή επιστήμη» λέει η Βassler και προσθέτει: «Για 400 χρόνια οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα βακτήρια ήταν πρωτόγονοι ακοινώνητοι οργανισμοί που δρούσαν μόνο ατομικά και ξαφνικά μια νέα γυναίκα έρχεται και λέει ότι δρουν ως εξαιρετικά ενορχηστρωμένες και συγχρονισμένες ομάδες. Χρειάζεται χρόνος για να γίνει αυτό αποδεκτό».

Πράγματι, χρειάστηκε χρόνος και η Bassler είχε μόνο την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Princeton και τον δικό της ενθουσιασμό για να πορεύεται. Ως το 2002 όταν η επιστημονική κοινότητα φάνηκε να αντιλαμβάνεται το πόσο σημαντικά ήταν τα ευρήματά της και της απένειμε το Βραβείο του Ιδρύματος MacArthur.

Σήμερα, πλήθος άλλων ερευνητών εργάζεται πάνω στην ιδέα της Bassler. Και πιθανότατα από αυτή θα προκύψουν τα νέα όπλα μας ενάντια στις βακτηριακές λοιμώξεις.


Frances Ashcroft

Οχι πάντα ινσουλίνη στον διαβήτη


Καθηγήτρια Φυσιολογίας, Ανατομίας και Γενετικής, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, Ηνωμένο Βασίλειο

Φανταστείτε να πάσχετε από διαβήτη αλλά η νόσος να μην οφείλεται στην έλλειψη ινσουλίνης και εν τούτοις οι γιατροί σας να μη το γνωρίζουν αυτό και να σας χορηγούν επιπλέον ινσουλίνη. Αυτό πάθαιναν οι ασθενείς μιας σπάνιας μορφής κληρονομικού διαβήτη. Μέχρι που η Frances Ashcroft ανακάλυψε την πρωτεΐνη η οποία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και της έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας. Η πρωτεΐνη αυτή είναι ένας δίαυλος ιόντων. Οταν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα αυξάνουν ο δίαυλος κλείνει και το κλείσιμο αυτό πυροδοτεί την έκκριση της ινσουλίνης. Υπάρχουν ωστόσο ασθενείς των οποίων ο δίαυλος ιόντων αδυνατεί να κλείσει και έτσι ενώ το πάγκρεάς τους λειτουργεί, δεν λαμβάνει το κατάλληλο σήμα για την έκκριση της ινσουλίνης. Η ανακάλυψη της Ashcroft είχε ως συνέπεια οι ασθενείς αυτοί, οι οποίοι αναπτύσσουν τη νόσο αμέσως μετά τη γέννησή τους, να λαμβάνουν πλέον ένα χάπι για να την αντιμετωπίσουν και να αποφεύγουν έτσι τις καθημερινές ενέσεις ινσουλίνης.

«Το να ανακαλύψεις κάτι, το να ξέρεις ότι είσαι ο άνθρωπος που βλέπει κάτι για πρώτη φορά, σου δίνει απίστευτη χαρά. Οταν σου συμβεί μία-δύο φορές εθίζεσαι σε αυτό για όλη τη ζωή σου» λέει η βρετανή επιστήμονας η οποία τώρα έχει θέσει στόχο την ανακάλυψη των λόγων για τους οποίους το 25% των ασθενών με νεογνικό διαβήτη εμφανίζει και νευρολογικές διαταραχές.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.