Ακούσια ακολούθησε τη συμβουλή της Βιρτζίνια Γουλφ προς επίδοξους συγγραφείς «μην εκδώσετε βιβλίο πριν από τα 30» και με αργούς, αλλά άκρως αποτελεσματικούς, ρυθμούς εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, το περίφημο «Αυτόχειρες παρθένοι», σε ηλικία 33 ετών, ενώ ακολούθησαν τα επόμενα δύο με χρονική απόσταση εννέα χρόνων το ένα από το άλλο. Οχι ότι δεν έχει και άλλες έγνοιες στο κεφάλι του. Διδάσκει στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Πρίνστον από το 2007, στο μεταξύ εξέδωσε και το βιβλίο «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε» (εκδ. Libro), στο οποίο σταχυολόγησε διηγήματα συγγραφέων με θέμα τον έρωτα και την αγάπη. Οσοι αγάπησαν το βραβευμένο με Πούλιτζερ «Middlesex: Ανάμεσα στα δύο φύλα» (εκδ. Libro), με πρωταγωνίστρια την ερμαφρόδιτη Καλλιόπη Στεφανίδη, περίμεναν με αγωνία την επιστροφή του κατά τα φαινόμενα τελειομανούς Ευγενίδη.
Ηγγικεν η ώρα λοιπόν. Το καινούργιο βιβλίο του, «The Μarriage Ρlot» (εκδ. Farrar, Straus and Giroux), έγινε «Σενάριο γάμου» (από τις εκδόσεις Πατάκη) στα ελληνικά και θα βρίσκεται στις 16 Μαρτίου μεταφρασμένο στις προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων. Και μολονότι στα δύο προηγούμενα βιβλία του ο τίτλος μαρτυρούσε ξεκάθαρα τις προθέσεις του συγγραφέα, στο συγκεκριμένο απαιτείται μια σύντομη επεξήγηση. Στα αγγλικά ο όρος «marriage plot» αναφέρεται στα μυθιστορήματα κυρίως του 19ου αιώνα, στα οποία η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τις περιπέτειες που προηγούνται ή και κάποιες φορές έπονται της πολυπόθητης ένωσης των πρωταγωνιστών ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Σε αυτό το πολυεπίπεδο πόνημα του Ευγενίδη, το οποίο ξεκινά σαν να πρόκειται για «ένα βιβλίο για άλλα βιβλία» εξυφαίνεται σταδιακά ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών, αλλά και των αγαπημένων τους κειμένων: λογοτεχνία του 19ου με το marriage plot της, σημειωτική και στρουκτουραλισμός και θεολογία. Στο κάδρο μπαίνουν σύντομα και η μανιοκατάθλιψη, η Ινδία αλλά και η Αθήνα της δεκαετίας του ’80 με «τις πορείες διαμαρτυρίας που οργανώνονταν αδιάλειπτα». Δεν είναι εύκολο να συνοψίσεις σε δύο γραμμές την πλοκή του νέου βιβλίου του 52χρονου Ευγενίδη, όπως δεν είναι εύκολο να διαπεράσεις τη συγκροτημένη υπόσταση του αμερικανού συγγραφέα με το ελληνικότατο όνομα και να του αποσπάσεις μια βαθιά εξομολόγηση. Ηρεμα, με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων και χωρίς εξάρσεις, τονικές ή συναισθηματικές, μας μίλησε στο άψογα διαρρυθμισμένο και εξαιρετικά καλόγουστα διακοσμημένο σπίτι του στο Πρίνστον και, μόλις τελείωσε η συνέντευξη, επέδειξε μια μικρή ανυπομονησία όταν ρώτησε με γνήσιο ενδιαφέρον: «Πείτε μου, πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα…».
Στην αρχή του βιβλίου μάς βάζετε στο κλίμα παραθέτοντας τη ρήση του γάλλου συγγραφέα Φρανσουά ντε λα Ροσφουκώ, «οι άνθρωποι δεν θα ερωτεύονταν ποτέ αν δεν είχαν ακούσει να γίνεται λόγος για τον έρωτα». Δεν είναι λίγο αφοριστική η ρήση, δεδομένου ότι και αυτοί που γράφουν για τον έρωτα μάλλον τον έχουν ήδη βιώσει; «Ισχύουν και τα δύο. Πρέπει να βιώσεις τον έρωτα για να μπορέσεις να γράψεις για αυτόν. Αυτά που συμβαίνουν στους ήρωές μου στο βιβλίο είναι λίγο-πολύ εναρμονισμένα με αυτά που παρατήρησα ότι συνέβησαν στη δική μου ζωή. Αυτό που με ενδιέφερε να δείξω ήταν ο τρόπος με τον οποίο η ανάγνωση επηρεάζει τις προσδοκίες των ανθρώπων σχετικά με τον έρωτα και τις μεγάλες αποφάσεις που λαμβάνουν στη ζωή. Η απόφαση να παντρευτούν ή το ποιον θα παντρευτούν. Ξαφνικά, κάτι που πιστεύεις ότι είναι εντελώς αθώο, όπως η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, συνειδητοποιείς ότι τελικά έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες στη ζωή σου».
Εχουν τα βιβλία τόση δύναμη; «Πιστεύω πως ναι. Ολοι πορευόμαστε με μεγάλες δόσεις ψευδαισθήσεων στη ζωή μας. Μέρος τους είναι απόρροια όλων των επινοημένων ιστοριών με τις οποίες έχουμε έρθει σε επαφή. Κάποτε ήταν τα μυθιστορήματα, σήμερα είναι συνήθως οι ρομαντικές κομεντί. Ο τρόπος με τον οποίο πολύς κόσμος μιλάει για τη ζωή του δεν βασίζεται τόσο σε ρεαλιστικά όσο σε χιμαιρικά δεδομένα».
Σας ενδιέφερε να διερευνήσετε κατά πόσον το «Σενάριο γάμου» μπορεί να ενταχθεί στο μυθιστόρημα του 21ου αιώνα; «Η ιδέα για το βιβλίο προήλθε από το ότι με έθλιβε το γεγονός πως δεν μπορούσα να γράψω ένα “σενάριο γάμου” με τον τρόπο που το έκανε ο Χένρι Τζέιμς ή ο Λέων Τολστόι. Τότε που ο γάμος ήταν όχι μόνο το σημαντικό γεγονός στη ζωή μιας γυναίκας, αλλά το πλέον καθοριστικό. Διότι όταν διάλεγες έναν σύζυγο δεν μπορούσες να ξεφύγεις εύκολα από την απόφασή σου. Το να απαγκιστρωθείς από αυτήν ήταν είτε αδύνατο είτε σήμαινε ότι θα σου συμβούν τρομερά πράγματα. Οπως στην περίπτωση “Αννα Καρένινα”. Αυτά είναι πολύ δυνατά μυθιστορήματα και θα ευχόμουν να είχα ένα τέτοιο θέμα να γράψω, αλλά προφανώς δεν είναι διαθέσιμο για τον σύγχρονο μυθιστοριογράφο. Εχουν αλλάξει πολλά. Σήμερα η Αννα Καρένινα απλώς θα έπαιρνε διαζύγιο. Και πολύ εύκολα θα έπαιρνε αρκετά χρήματα από τον άνδρα της και θα ζούσε κάπου με τον εραστή της. Οπότε, δεν μπήκα καν στον κόπο να φανταστώ ότι θα μπορούσα να γράψω ένα αντίστοιχο σύγχρονο μυθιστόρημα, επειδή ήξερα ότι ήταν αδύνατο. Διαπίστωσα ωστόσο πως υφίσταται ακόμη το “σενάριο γάμου”, χωρίς όμως πλέον να περιορίζει τις επιλογές στη ζωή μας. Υπάρχει ενός είδους σενάριο το οποίο εκτυλίσσεται στο μυαλό μας, καθώς πιστεύουμε ότι θα βρούμε το άτομο εκείνο που θα μας συμπληρώσει και θα είναι το τέλειο ταίρι για εμάς. Δεν είναι η κοινωνία ούτε η θρησκεία που θέτει τους κανόνες. Πρόκειται για μια εσωτερική προσδοκία. Αυτό το ανακάλυψα γράφοντας το βιβλίο, γι’ αυτό πιστεύω ότι εν μέρει εμπεριέχει το σύγχρονο “σενάριο γάμου”. Οταν ξεκίνησα, γνώριζα μόνο ότι θέλω να γράψω για νέους ανθρώπους οι οποίοι μόλις αποφοίτησαν και προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είναι, τι θα κάνουν με τη ζωή τους και ποιον θα αγαπήσουν».
Οι οποίοι, δηλαδή, βιώνουν «το δράμα της ενηλικίωσης», μια θεματική κατεύθυνση την οποία οι κριτικοί διακρίνουν και στα υπόλοιπα βιβλία σας. «Ποτέ δεν είδα τα βιβλία μου με τέτοιο τρόπο. Θέλουν να απλουστεύουν τα πάντα και προσφεύγουν σε κατηγοριοποιήσεις. Δεν ξέρω καν τι θα πει “δράμα ενηλικίωσης”, διότι ποτέ δεν έφτασα σε ένα σημείο στη ζωή μου όπου είπα: “Α! Επιτέλους ενηλικιώθηκα”. Σίγουρα, όμως, θυμάμαι πως όταν διένυα τη δεκαετία των 20, τουλάχιστον στην αρχή, βίωνα αγωνία και επίσης θυμάμαι ότι αυτά είναι ενδιαφέροντα χρόνια για τα οποία μπορεί να γράψει κανείς. Γιατί συνήθως τότε οι άνθρωποι είναι μπερδεμένοι, γεμάτοι πάθη και καλούνται να πάρουν πολύ σημαντικές αποφάσεις».
Και όσον αφορά τη διπολική διαταραχή; Τι σας ώθησε να διερευνήσετε και να περιγράψετε με τόση λεπτομέρεια αυτή την πάθηση; «Υποθέτω επειδή συνάντησα πολλές γυναίκες οι οποίες έβγαιναν με άνδρες οι οποίοι ήταν μανιοκαταθλιπτικοί, ιδίως όταν ήμουν στο κολέγιο. Μιλούσαν για αυτούς με τρόπο που μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Ηταν συναρπαστικοί, αλλά και εξαιρετικά δύσκολοι. Η ιδέα στο μυαλό μου ήταν ότι η ηρωίδα μου θα είχε δεσμό με τον καλύτερο και ταυτόχρονα τον χειρότερο άνδρα που θα μπορούσε να έχει. Δεν ήξερα πολλά για τη μανιοκατάθλιψη. Δεν έχω προσωπική εμπλοκή με τη συγκεκριμένη ασθένεια, δεν ξέρω κανέναν που να πάσχει από αυτήν και ούτε γνώρισα κάποιον προκειμένου να γράψω για αυτήν. Γνωρίζω ανθρώπους που έπασχαν από κατάθλιψη, αλλά όχι στον βαθμό της μανίας».
Και η ηρωίδα σας πιστεύει κάποια στιγμή ότι πάσχει από κατάθλιψη. Δεν ισχύει κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέει ο Λα Ροσφουκώ για τον έρωτα, ότι δηλαδή αν δεν είχαμε ακούσει και διαβάσει τόσο πολλά για την κατάθλιψη, δεν θα την επικαλούμασταν με την ευκολία που γίνεται στις μέρες μας; «Το πιστεύω αυτό. Ερχόμαστε σε επαφή με ιδέες και αποφασίζουμε να τις εφαρμόσουμε στον εαυτό μας. Το βλέπω και στην κόρη μου. Τα παιδιά λένε “έχω τόσο στρες”. Εμείς ως παιδιά δεν το λέγαμε ποτέ αυτό. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά πιστεύω ότι δημιουργούμε ιδεοληψίες για όσα αισθανόμαστε ανάλογα με το τι μας λένε. Οσον αφορά την κατάθλιψη, διάβαζα τις προάλλες στην εφημερίδα “The New York Times” ότι σκέφτονται να αλλάξουν τον ορισμό της κατάθλιψης στο DSM (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών), προκειμένου να περιλαμβάνει και τη θλίψη, έτσι ώστε οι άνθρωποι που είναι τεθλιμμένοι να δικαιούνται συνταγογράφησης για αντικαταθλιπτικά χάπια. Στην Αμερική θεωρείται δεδομένο ότι κάθε άνθρωπος έχει γνωρίσει την κατάθλιψη σε κάποια φάση της ζωής του και αυτό με βοήθησε να τρυπώσω στο μυαλό του ήρωά μου, του Λέοναρντ. Να ανατρέξω σε αυτές τις στιγμές που μπορεί να βιώσει κανείς, οι οποίες είναι όσο πιο συγγενικές γίνεται με την κατάθλιψη ή τη μανία. Η κλινική κατάθλιψη είναι κάτι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε έχω βιώσει εγώ στη ζωή μου, ακόμη και στα χειρότερά μου. Είναι σαν να φτάνεις στην άκρη του γκρεμού και να ρίχνεις μια ματιά σε αυτή την ερεβώδη χώρα που απλώνεται μπροστά σου».
Δημοσιογράφοι και κριτικοί επιμένουν ότι βασιστήκατε για τη δημιουργία του συγκεκριμένου ήρωα στον αυτόχειρα συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, κάτι το οποίο εσείς έχετε αρνηθεί. «Υπάρχουν μικρές συνδέσεις με το πρόσωπό του. Ωστόσο δεν αληθεύει αυτό που πιστεύουν ορισμένοι ότι εγώ είχα σκοπό να γράψω ένα βιβλίο για τον Γουάλας».
Η αλήθεια είναι όμως ότι τον γνωρίσατε, όπως επίσης και τον Τζόναθαν Φράνζεν. Οι τρεις σας θεωρείστε οι νέοι σημαντικοί εκπρόσωποι του αμερικανικού μυθιστορήματος. Ποια η σχέση σας; «Γνώρισα τον Φράνζεν αφότου είχα εκδώσει τις “Αυτόχειρες παρθένους” και εκείνος τα πρώτα δύο βιβλία του και γίναμε φίλοι. Του έδωσα να διαβάσει αποσπάσματα του χειρογράφου του “Middlesex” όταν το έγραφα και αντιμετώπιζα κάποια προβλήματα, αλλά αυτή ήταν η μόνη φορά που ανταλλάξαμε τη δουλειά μας. Τον Γουάλας τον συνάντησα αφότου είχε εκδοθεί το “Middlesex”, δηλαδή στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου. Ανταλλάξαμε κάποια γράμματα, βρεθήκαμε σε μια κοινή φωτογράφιση. Θα μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βασίσω έναν ήρωά μου στη ζωή του. Αυτή η διάχυτη εντύπωση που υπάρχει στον Τύπο, ότι δηλαδή οι τρεις μας γνωριζόμασταν και συμβουλεύαμε ο ένας τον άλλον, δεν στέκει και πολύ. Ο Φράνζεν με τον Γουάλας ήταν πολύ φίλοι».
Υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα σε εσάς και στον Φράνζεν; «Πάντα θέλω να διαβάσω το καινούργιο βιβλίο του. Υπάρχει ένας υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στους συγγραφείς, o οποίος όμως μας παρακινεί γιατί μας κρατάει σε εγρήγορση. Οσο, όμως, μεγαλώνουμε ατονεί. Πλέον διαπιστώνουμε ότι είμαστε οι συγγραφείς που είμαστε και ο καθένας θα συνεχίσει με το δικό του στυλ. Δεν έχουμε βρεθεί πολύ με τον Φράνζεν τα τελευταία δέκα χρόνια».
Πάντως είναι αναπόφευκτη η σύνδεση των ηρώων σας με πρόσωπα που γνωρίζετε. Διότι, όπως έχει πει και η Τζόαν Ντίντιον, όταν γράφεις «πάντα ξεπουλάς κάποιον». «Προσπαθούσα για πολύ καιρό να γράψω μόνο από τη φαντασία μου, διαπίστωσα όμως ότι μου ήταν αδύνατο να δημιουργήσω στέρεους χαρακτήρες, παρά μόνο αν αντλούσα υλικό από προσωπικές μου ιστορίες, από ανθρώπους που γνωρίζω. Συνήθως παίρνω δύο-τρεις ανθρώπους που γνωρίζω και δημιουργώ έναν χαρακτήρα. Χρησιμοποιώ πολλές από τις εμπειρίες μου, αλλά όσο το κάνεις αυτό έρχεσαι κοντά στο Ζeitgeist και καταλήγεις να γράφεις για το τι συμβαίνει στη ζωή σου και στον κόσμο σήμερα, αντί για πριν από 25 χρόνια. Δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ξεπουλήσεις κάποιον προκειμένου να περιγράψεις τον κόσμο στον οποίο ζεις».
Εσείς έχετε πολλά κοινά με τον χαρακτήρα του Ελληνοαμερικανού Μίτσελ. Γεννηθήκατε στο Ντιτρόιτ, φοιτήσατε στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, ταξιδέψατε στην Ινδία και δουλέψατε εθελοντικά για τη Μητέρα Τερέζα… «Oλοι οι χαρακτήρες φοίτησαν στο Μπράουν και όλοι οι χαρακτήρες έχουν κάποια κοινά με εμένα. Ο γυναικείος χαρακτήρας, για παράδειγμα, πολύ περισσότερα από ό,τι θα μπορούσατε να φανταστείτε… Είναι αλήθεια, όμως, ότι ο Μίτσελ και εγώ έχουμε τα περισσότερα κοινά στοιχεία. Οντως πήγα στην Ινδία και προσπαθούσα να γράψω για αυτή την εμπειρία εδώ και πολλά χρόνια. Μου ήταν πολύ δύσκολο να βρω τη σωστή προσέγγιση προκειμένου να περιγράψω τι σκέπτεται ένας έξυπνος νέος ο οποίος προσπαθεί να κατευνάσει τις αμφιβολίες του για τη θρησκεία, ενώ ταυτόχρονα είναι ειλικρινής ως προς την ανάγκη του για τη διερεύνησή της. Ηταν για μένα το πιο δύσκολο κομμάτι του βιβλίου, μου πήρε πολλά χρόνια για να το καταφέρω».
Είναι, όμως, επιτυχημένο ακριβώς επειδή περιγράφει κάτι πολύ αληθινό. Το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις ευγενείς προθέσεις και στην ουσιαστική υλοποίησή τους. Ισως ως άνθρωποι επιθυμούμε πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να πραγματοποιήσουμε και ίσως θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε κάτι ανώτερο από αυτό που όντως είμαστε. Η Μητέρα Τερέζα είναι από τις ελάχιστες εξαιρέσεις. «Ναι, αλλά και εκείνη κατά τη διάρκεια της ζωής της πέρασε μέσα από σκοτεινά κανάλια, υπήρξαν περίοδοι που είχε χάσει την πίστη της. Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για την ανθρωπότητα, μπορώ όμως να μιλήσω για τον χαρακτήρα μου και αυτό που λέτε ισχύει στην περίπτωσή του. Ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να είναι ο καλός χριστιανός που θα ήθελε να είναι. Η εμπειρία με τη Μητέρα Τερέζα είναι μια ήττα για αυτόν. Tου αποκαλύπτει, όμως, πολλά για τον άνθρωπο που πρόκειται να γίνει».
Τι ήταν αυτό που σας γοήτευε και θελήσατε να μελετήσετε τις θρησκείες; Νιώθατε διχασμένος δεδομένου ότι ο πατέρας σας ήταν ορθόδοξος και η μητέρα σας, ως Ιρλανδή, μάλλον καθολική; «Οχι, μεγάλωσα ως “τίποτα”. Δεν είμαι σωστός Ελληνας! Καθόλου. Βαπτίστηκα χριστιανός ορθόδοξος, αλλά ο πατέρας μου δεν μας πήγε ποτέ στην εκκλησία. Ο θείος μου ήταν παπάς και πηγαίναμε εκκλησία μόνο όταν τον επισκεπτόμασταν, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πολύ συχνά. Μέχρι τα 20 είχα πάει το πολύ έξι φορές σε ορθόδοξη εκκλησία. Η μητέρα μου ήταν από το Κεντάκι, πρεσβυτεριανή, αλλά η οικογένειά της δεν ήταν καθόλου θρήσκα. Εισήλθα στον κόσμο των θρησκειών μέσα από τη λογοτεχνία, γιατί δεν καταλάβαινα πολλές από τις θρησκευτικές αναφορές. Στην ποίηση του Τζον Μίλτον, στον Σαίξπηρ… Διαπίστωσα ότι είχα άγνοια του πώς η θρησκεία είχε διαμορφώσει τη Δυτική Ιστορία. Αρχισα να παρακολουθώ μαθήματα θεολογικών σπουδών προκειμένου να εκπαιδεύσω τον εαυτό μου γύρω από αυτό το τεράστιο πεδίο ανθρώπινης γνώσης που δεν κατείχα. Μεγάλωσα ως άθεος πιστεύοντας ότι η θρησκεία ανήκει στο παρελθόν, ένας πρωτόγονος τρόπος για να βλέπεις και να αντιμετωπίζεις τον κόσμο. Διαβάζοντας, όμως, ορισμένους θεολόγους και διανοητές, διαπίστωσα ότι υπήρχαν υψηλά επίπεδα ευφυΐας σε πολλά από αυτά τα βιβλία».
Πού σας οδήγησε αυτή η αναζήτησή σας; «Πειραματίστηκα με πολλές θρησκείες, όπως κάνουν συχνά οι νέοι. Ανατολικές θρησκείες, διαλογισμό. Πήγα σε συναντήσεις Κουακέρων, σε καθολικές εκκλησίες. Δεν ασπάστηκα, όμως, κάποιο δόγμα».
Πιστεύετε ότι το αμερικανικό μυθιστόρημα έχει αλλάξει σε σχέση με το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα; «Δεν νομίζω. Απλώς μερικοί από εμάς προσπαθούμε να το κρατήσουμε ζωντανό, ο καθένας με διαφορετικούς τρόπους. Υπήρχε ένα κίνημα κάποια στιγμή που θεωρούσε ξεπερασμένη την αφήγηση ή τη δημιουργία χαρακτήρων οι οποίοι ήταν πιστευτοί, τουλάχιστον όσο διάβαζες το βιβλίο. Πάλεψα με αυτές τις ιδέες ως νέος συγγραφέας, όμως πάντα φρόντιζα να υπάρχει αφηγηματικός ιστός. Δεν θέλησα να το εγκαταλείψω αυτό, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι συγγραφείς των τελευταίων 25 χρόνων. O Ροθ, ο Απντάικ είχαν όλοι τους δυνατούς αφηγηματικούς πυρήνες. Δεν νομίζω ότι σήμερα κάνουμε κάτι πολύ διαφορετικό. Αν θέλεις να γράψεις ένα κείμενο χωρίς πλοκή, ένα είδος πειραματικής γραφής, αυτό γίνεται ένα είδος ποίησης, το οποίο ούτως ή άλλως είναι κάτι διαφορετικό. Δεν μου αρέσουν τα αστυνομικά, ή τα βιβλία που περιστρέφονται σε τέτοιο βαθμό γύρω από την πλοκή ώστε να τα διαβάζεις μόνο και μόνο για να δεις τι θα γίνει στη συνέχεια. Χρειάζομαι ένα υπόβαθρο πλοκής προκειμένου να μου προκαλέσει ενδιαφέρον ένα βιβλίο».
Είχατε δεσμούς με την Ελλάδα καθώς μεγαλώνατε; «Υπήρχε η αίσθηση ότι ήμασταν Ελληνες, ο πατέρας μου έδινε στα πλεούμενά του ελληνικά ονόματα ή όταν ξεκινούσε μια νέα εταιρεία τής έδινε πάντα ελληνικό όνομα. Πηγαίναμε σε ελληνικές ταβέρνες στο Ντιτρόιτ. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν Ελληνας και λόγω του ονόματός μου, που ήταν τόσο δυσπρόφερτο. Ολοι μου οι φίλοι είχαν περίεργα ονόματα εξαιτίας της εθνικότητάς τους και φωνάζαμε ο ένας τον άλλον “Ελληνα”, “Αραβα” ή οτιδήποτε άλλο. Είχαμε επίγνωση της καταγωγής μας, αλλά παράλληλα δεν σήμαινε και τίποτε».
Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα μικρό κομμάτι σας που το νιώθετε ελληνικό; Πώς αισθάνεστε, για παράδειγμα, όταν ακούτε στην τηλεόραση για την κρίση χρέους της Ελλάδας; «Αισθάνομαι συνδεδεμένος με την Ελλάδα και με πράγματα ελληνικά διαρκώς. Αναγνωρίζω αμέσως τα ελληνικά ονόματα που αναφέρονται στην εφημερίδα. Το “Τζον Κυριάκου”, επί παραδείγματι, που είναι αυτός ο τύπος από τη CIA ο οποίος συνελήφθη για διασπορά πληροφοριών σε δημοσιογράφους, ή το “Χάρι Μαρκόπουλος” που είναι ο πρώτος που ανακάλυψε ότι ο Μέιντοφ είχε εξαπατήσει τους πάντες. Παρακολουθώ τι γίνεται στην Ελλάδα περισσότερο από τους υπόλοιπους Αμερικανούς, αλλά παρακολουθώ τι γίνεται και στη Γερμανία, επειδή έζησα εκεί πέντε χρόνια. Θέλω να έχω μια σφαιρική άποψη για το παγκόσμιο γίγνεσθαι και όχι μια αυστηρά αμερικανική. Με λυπεί αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα πολύ περισσότερο από ό,τι μπορεί να συμβαίνει στην Κορέα. Νιώθω έναν δεσμό».
Και ποια είναι η άποψή σας για την τωρινή κατάσταση; «Νομίζω ότι είναι πιο περίπλοκη από ό,τι την παρουσιάζουν τα μέσα. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, οι οποίοι σήμερα έχουν θυμώσει με τους Ελληνες επειδή πρέπει να τους βοηθήσουν, δεν είχαν κανένα πρόβλημα όταν δάνειζαν την Ελλάδα και αποκόμιζαν οφέλη από αυτό. Τώρα που τα πράγματα δεν πάνε καλά, παραπονιούνται. Νιώθω ότι δεν δίνεται έμφαση σε αυτό το κομμάτι της ιστορίας. Ταυτόχρονα δεν πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αθώα και άμοιρη ευθυνών. Υπάρχει, όμως, ευθύνη που επιμερίζεται σε πολλούς, και όχι μόνο στους Ελληνες, επεκτείνεται ως τις ΗΠΑ και την Goldman Sachs. Εγώ έτσι το βλέπω».
Πώς πιστεύετε ότι βλέπουν οι Ελληνες τους Αμερικανούς; Για παράδειγμα, ο πατέρας του Μίτσελ γνωρίζει το αντιαμερικανικό κλίμα που υπήρχε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80 όταν του λέει στο βιβλίο: «Οταν πας στην Ελλάδα, να μην παραλείψεις να πεις σε όλους εκείνους τους σοσιαλιστές εκεί πέρα “Δόξα τω Θεώ, έχουμε τον Ρόναλντ Ρίγκαν”». «Εξαρτάται για ποιο μέλος της οικογένειας γράφω. Ο πατέρας μου ήταν συντηρητικός, Ρεμπουμπλικανός, υπέρ της Αμερικής. Aν θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στο τι είναι καλό για την Αμερική ή για την Ελλάδα, θα επέλεγε την Αμερική. Ο καλύτερός του φίλος, τον οποίο αγαπούσα πολύ, γνώριζε καλά πως η CIA είχε δεσμούς με τη χούντα και είχε έναν σαφή προσανατολισμό κατά της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα, ο πατέρας μου δεν είχε πάει ποτέ στην Ελλάδα».
Το όνομά σας πώς και δεν το αλλάξατε; Το άκουσα να προφέρεται με διαφορετικούς τρόπους εδώ στην Αμερική. «Αγγλοποίησα το επώνυμό μου σε “Γιουτζένιντες” αντί για “Ευγενίδης”. Δεν ήθελα να αλλάξω το όνομά μου. Πιστεύω θα ήταν έγκλημα να κάνω κάτι τέτοιο. Προτίμησα να τους μάθω να το λένε. Αν μπορούμε να έχουμε έναν πρόεδρο που τον λένε Μπαράκ Ομπάμα, τότε μπορώ κι εγώ να κρατήσω το όνομά μου».
Εχετε έρθει αρκετές φορές στην Ελλάδα. Τι σας ώθησε να το επιχειρήσετε την πρώτη φορά; «Ηθελα να δω την Ελλάδα. Τη δεύτερη φορά ήρθα στο πλαίσιο μιας περιοδείας για την προώθηση του βιβλίου μου. Πολύς κόσμος έρχεται για διακοπές, αλλά για μένα ήταν σημαντικό να γνωρίσω τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχονταν οι παππούδες μου. Πήγα και στην Τουρκία, επειδή με ενδιέφερε να δω πού έζησαν. Είχα έντονη την εικόνα της γιαγιάς μου που της έλειπε το χωριό της, οπότε το επισκέφτηκα. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι είχαν ζήσει Ελληνες εκεί. Εμενα σε ένα ξενοδοχείο στην Προύσα και όταν τους είπα ότι θέλω να επισκεφθώ αυτό το μικρό χωριό με ρώτησαν: “Γιατί θες να πας εκεί; Δεν υπάρχει τίποτε”. Και τους είπα: “Οι παππούδες μου ήταν από εκεί”. Και αποκρίθηκαν: “Οντως, μοιάζεις με Τούρκο”. Και απάντησα: “Βασικά, είμαι Ελληνας”. “Μα δεν μένουν Ελληνες εδώ”. “Ε, κάποτε έμεναν”. Κάθε ανάμνηση αυτού του γεγονότος είχε σβηστεί εντελώς. Ηταν απίστευτο».
Εσείς μεγαλώσατε στις μεσοδυτικές Πολιτείες. Τι σημαίνει ακριβώς να μεγαλώνει κανείς σε αυτό το κομμάτι της Αμερικής; «Η στερεοτυπική εικόνα που έχει ο κόσμος στην Αμερική για τους μεσοδυτικούς είναι ότι είναι απλοί, καλοί άνθρωποι και δουλευταράδες, ότι δεν είναι υπερβολικά εκλεπτυσμένοι, αλλά είναι ηθικοί. Δεν είναι γεμάτοι υπεροψία, σε αντίθεση με την εντύπωση που τρέφουν για εκείνους που είναι από το Λος Αντζελες και τη Νέα Υόρκη. H αλήθεια είναι πιο περίπλοκη. Πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς μεγάλωσαν σε αυτά τα μέρη και ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν εκεί σπουδαίες δουλειές στην αρχιτεκτονική, όπως αυτή του Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Υπάρχει ένα κομμάτι εκεί από όπου κατάγομαι εγώ το οποίο ήταν ανέκαθεν πολύ φιλελεύθερο και πολύ ζωντανό από καλλιτεχνική άποψη. Πολλοί Αμερικανοί, όμως, δεν το αναγνωρίζουν αυτό. Το αποκαλούν “fly over country”, το μέρος πάνω από το οποίο πετάς για να πας στην Καλιφόρνια».
Το Ντιτρόιτ έχει μια μακρά ιστορία όσον αφορά τη βιομηχανία αυτοκινήτου και τη μουσική, αλλά εξίσου εντυπωσιακή είναι και η παρακμή του. Αλήθεια, έχετε δει τις φωτογραφίες των ερειπίων των δυο γάλλων φωτογράφων; «Δεν χρειάζεται να τις δω αυτές τις φωτογραφίες. Τις μισώ αυτές τις φωτογραφίες. Τις αποκαλώ “το πορνό των ερειπίων”. Ιδίως όταν πρόκειται για γάλλους φωτογράφους οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι “όμορφο” που αυτό το μέρος σαπίζει. Eχει κουράσει τους κατοίκους του Ντιτρόιτ αυτού του είδους η προσέγγιση, να αισθητικοποιείς τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια πόλη. Ολα τα μέρη που φωτογράφισαν τα γνωρίζω πολύ καλά από τα 15 μου. Το να έρχονται και να τραβάνε φωτογραφίες 30 χρόνια μετά δεν είναι κατά τη γνώμη μου αποκαλυπτικό, από καμία άποψη».
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 18 Μαρτίου 2012