Σημαντικές αλλαγές, εφόσον υιοθετηθούν, – και με διατάξεις προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης και των κρουσμάτων διαφθοράς που αποκαλύπτονται σε αυτό το περιβάλλον – επιφέρουν στον Ποινικό Κώδικα, ο οποίος ισχύει από το 1950, οι προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Μεταξύ άλλων προτείνεται διεύρυνση του περιεχόμενου της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων, αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού των χρηματικών ποινών, διεύρυνση του αξιόποινου για τα εγκλήματα κατά του νομίσματος, κατάργηση των πταισμάτων, αλλά και του θεσμού μετατροπής της ποινής, ακόμη και η «δικαστική άφεση ποινής» σε εξαιρετικές περιπτώσεις πλημμελημάτων.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, οι οποίες παρουσιάστηκαν σήμερα, Τετάρτη, παρουσία του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Μιλτιάδη Παπαϊωάννου προβλέπεται:
1. Διεύρυνση του περιεχομένου της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής, προκειμένου να αντιμετωπιστούν και οι περιπτώσεις που τα προϊόντα του εγκλήματος και τα υπόλοιπα δημευτέα αντικείμενα έχουν αναμιχθεί με περιουσία που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχουν βρεθεί στο σύνολό τους ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, σε βάρος του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δήμευση.
2. Στα εγκλήματα κατά του νομίσματος, διευρύνεται το αξιόποινο ώστε να περιλάβει και τις πράξεις που θίγουν άλλα αντίστοιχης σημασίας για τη σύγχρονη οικονομική ζωή μέσα, όπως πιστωτικές κάρτες, κάρτες των ευρωεπιταγών, λοιπές κάρτες εκδιδόμενες από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ταξιδιωτικές επιταγές, ευρωεπιταγές λοιπές επιταγές και συναλλαγματικές.
3. Κατάργηση του θεσμού της μετατροπής της ποινής, ο οποίος δεν είχε κανένα νομιμοποιητικό θεμέλιο και αγνοείται από όλες τις σύγχρονες νομοθεσίες.
4. Εκσυγχρονισμός του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, καθώς έχει αποδειχθεί ότι όχι μόνο για τους πρωτόπειρους εγκληματίες, αλλά ακόμη και για ανθρώπους που έχουν καταδικασθεί στο παρελθόν, η απειλή εκτέλεσης μιας σχετικά μικρής ποινής φυλάκισης, συνοδευόμενη από εναλλακτικά της ποινής μέτρα – στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κοινωφελής εργασία – είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την ίδια την έκτισή της στη φυλακή. Στις περισσότερες ξένες νομοθεσίες η ποινή αυτή είναι φυλάκιση ως δύο έτη. Η πρόταση καλύπτει ποινές ως τρία έτη.
5. Τα πταίσματα παύουν να λογίζονται ως εγκλήματα. Τα εγκλήματα διακρίνονται πλέον μόνο σε κακουργήματα και πλημμελήματα, ανάλογα με την απειλούμενη γι’ αυτά ποινή.
6. Κατάργηση της διάκρισης μεταξύ φυλάκισης και κάθειρξης και πρόβλεψη αντ’ αυτής ενιαίας ποινής φυλάκισης. Η βαρύτερη ποινή της ισόβιας φυλάκισης απειλείται πάντα διαζευκτικά με τη φυλάκιση από 15 – 20 έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η φυλάκιση που απειλείται για τα κακουργήματα κυμαίνεται από 5 – 15 έτη. Η φυλάκιση για τα πλημμελήματα κυμαίνεται από 1 μήνα – 5 έτη.
7. Αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού των χρηματικών ποινών για τον υπολογισμό των οποίων ορίζεται πλέον ως μονάδα μέτρησης η ημερήσια μονάδα, κατά το πρότυπο του ελβετικού Ποινικού Κώδικα. Προβλέπεται ειδικότερα ότι κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι’ αυτή, ενώ στη συνέχεια καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη. Μέριμνα λαμβάνεται για τις περιπτώσεις που ο καταδικασμένος αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, όπως και για τις περιπτώσεις που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του δράστη μετά την επιμέτρηση της ποινής.
8. Διεύρυνση του καταλόγου των ελαφρυντικών περιστάσεων, με ρητή πρόβλεψη μεταξύ αυτών το ότι ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη του από την ανάγκη εξεύρεσης εξαρτησιογόνων ουσιών ή διατελώντας υπό την επίδραση αυτών όντας εξαρτημένος, το ότι παραδόθηκε μόνος του αν και θα μπορούσε να διαφύγει, το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος και το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την έκτιση της ποινής του.
9. Κατάργηση από τις παρεπόμενες ποινές της απαρχαιωμένης αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, με διατήρησή μόνον της αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων, την απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, τη δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης και τη δήμευση, ενώ προστίθεται ως παρεπόμενη ποινή και η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου.
10. Κατάργηση από τα μέτρα ασφαλείας της απέλαση, η οποία διατηρείται πλέον μόνο ως διοικητικής φύσης μέτρο, όπως στα περισσότερα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη.
11. Θεσμοθέτηση τριών γενικών λόγων δικαστικής άφεσης της ποινής, πέραν εκείνων που προβλέπονται σε επιμέρους διατάξεις του Κώδικα. Προβλέπεται ειδικότερα ότι το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο πλημμελήματος από κάθε ποινή αν: α) έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής, β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στο θύμα δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε ενόψει και της μειωμένης ενοχής του η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία, ή γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας.
12. Τυποποίηση για πρώτη φορά σε αυτοτελές Κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος, στις διατάξεις του οποίου ενσωματώνονται και οι ρυθμίσεις των πρόσφατων ευρωπαϊκών Οδηγιών για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος και την τυποποίηση της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλούν τα πλοία.
13. Τυποποίηση, επίσης για πρώτη φορά, σε αυτοτελές Κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά των πληροφοριακών συστημάτων, στις διατάξεις του οποίου ενσωματώνονται και οι ρυθμίσεις της πρόσφατης σχετικής πρότασης ευρωπαϊκής Οδηγίας.
14. Διεύρυνση των τοπικών ορίων ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες που έχουν προκύψει από την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ορίζεται, έτσι, ότι στις περιπτώσεις που η πράξη τελείται μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η Ελλάδα, εφόσον στο έδαφός της παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, με αποτέλεσμα οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι να εφαρμόζονται σε όλες αυτές, τις πράξεις.
15. Στα εγκλήματα κατά της περιουσίας, καταργείται πλέον η αναφορά σε συγκεκριμένο ύψος ποσού, με τη συνολική αποτίμηση του οποίου διαφοροποιείται ο χαρακτήρας των εγκλημάτων από πλημμελήματα σε κακουργήματα. Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η ιδιαίτερα μεγάλη αξία ενός χρηματικού ποσού δεν μπορεί παρά να κρίνεται με βάση τις επικρατούσες σε κάθε χρονική στιγμή συνθήκες, τις οποίες μόνο το δικαστήριο είναι σε θέση να αποτιμήσει. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν θεωρείται σωστό να αθροίζεται το ποσό το οποίο με διαφορετικές πράξεις εξασφαλίζει ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές οι επιμέρους πράξεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με επάρκεια με βάση τους κανόνες της συρροής.
16. Στα εγκλήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, τιμωρείται για πρώτη φορά ο γιατρός ο οποίος κατά τη διάρκεια προγεννητικού ελέγχου μετά την εικοστή εβδομάδα της κύησης δεν διαγιγνώσκει από αμέλειά του σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου που επάγεται τη γέννηση παθολογικού νεογνού, εφόσον η πάθηση αυτή εμφανισθεί στο νεογνό.
17. Η χρήση πληροφορίας ή υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τρόπο που συνιστά παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας ή προφορικής συνομιλίας δεν είναι αθέμιτη αν έγινε ενώπιον δικαστικής ή ανακριτικής αρχής και συντρέχει λόγος που αίρει το άδικο, ιδίως αν πρόκειται για το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου.