Μεγάλωσα σε ένα πολύ ωραίο σπίτι στα Πατήσια. Αλλά η αντιπαροχή του «εθνάρχη» Καραμανλή αυτά τα νεοκλασικά σπίτια τα κατέστρεψε. Χάσαμε την Αθήνα. Τα ποτάμια, το πράσινο, τους χωματόδρομους, τις γειτονιές, τη συνύπαρξη, τη διαφορετικότητα.
Αν και ήμουν λιγότερο από δύο ετών, θυμάμαι τη μητέρα μου, έγκυο στον αδελφό μου, να μιλάει με τον πατέρα μου στη νοηματική μπροστά στο παράθυρο και εγώ να τους παρατηρώ. Στο περβάζι υπήρχαν δύο μεγάλες ανθοστήλες με λουλούδια. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και οι κουρτίνες κουνιούνταν από τον αέρα. Κάποια στιγμή παρασύρθηκε η κουρτίνα, έπεσε το ένα βάζο και έκανε έναν τρομερό κρότο. Οι γονείς μου συνέχισαν να «μιλάνε» σαν να μην είχε γίνει κάτι. Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα πως κάτι περίεργο συνέβαινε.
Μεγάλωσα μικρός. Το ότι οι γονείς μου ήταν και οι δύο κωφοί με έκανε από νωρίς να συνειδητοποιήσω πως έπρεπε να γίνω εγώ ο κηδεμόνας τους. Το ότι έπρεπε να τους εξηγήσω από μικρός τι είναι ο ήχος είχε πολύ μεγάλη σημασία για τη ζωή μου. Σε αυτό οφείλεται το ότι έγινα μουσικός.
Η γιαγιά μου υπήρξε η πιο ιδιαίτερη προσωπικότητα που έχω γνωρίσει ποτέ. Θα την περιέγραφα κάπως σαν τη Μαντάμ Σουσού του Ψαθά. Ισχυριζόταν πως ήταν από το περιβάλλον της βασιλικής οικογένειας. Αν την έβλεπες, νόμιζες πως ήταν κολλητή με τη Φρειδερίκη.
Επί χούντας βάζαμε το βράδυ κρυφά με τους φίλους μου αντιχουντικές προκηρύξεις στις εξατμίσεις των αυτοκινήτων στη γειτονιά. Το πρωί που ξεκινούσαν τα αυτοκίνητα οι προκηρύξεις σκορπίζονταν στους δρόμους. Μια φορά κάποιος μας «έδωσε» στην Αστυνομία. Ο αστυνομικός ήταν βίαιος με τους φίλους μου και εγώ, 12 χρόνων τότε, είχα τρομοκρατηθεί. Οταν με ρώτησε πώς με λένε και κατάλαβε ποια ήταν η γιαγιά μου, με άφησε ελεύθερο. Αργότερα έμαθα πως στην Κατοχή η γιαγιά έκρυβε συχνά κομμουνιστές σε ένα μαγειρείο-κουτούκι που είχε – το οποίο εκείνη αποκαλούσε «πολυτελές ρεστοράν» – και μετά πήγαινε στην Αστυνομία και το έλεγε.
Από μικρός μου άρεσε να κάνω πλάκες. Η γιαγιά μου με είχε βάλει στην εκκλησία – όπου ξεκίνησα σε προσχολική ηλικία τις μουσικές μου σπουδές, στη βυζαντινή μουσική – και μια φορά που ήμουν παπαδάκι και θα πήγαινα μπροστά από τον Επιτάφιο κρατώντας τον Σταυρό κανονίσαμε με κάτι φίλους μου να χωριστούμε. Ενώ λοιπόν η πορεία του Επιταφίου είχε ξεκινήσει, κάποια στιγμή εγώ έστριψα σε ένα στενό και εκείνοι σε άλλο, χωρίζοντας την ακολουθία στα δύο και δημιουργώντας κομφούζιο.
Πιστεύω πολύ στο ψέμα. Εχει παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Με ένα ψέμα έκανα τον πρώτο μου δίσκο όταν ήμουν 15 χρόνων λέγοντας πως ήμουν ενήλικος. Επίσης στη δευτέρα δημοτικού, όταν ήρθε η μαμά μου να μάθει από τη δασκάλα μου πώς τα πάω στο σχολείο και με ρώτησαν τα παιδιά γιατί μιλούσε έτσι περίεργα, τους είπα ότι ήταν Ιταλίδα! Δεν ήθελα να τους δώσω λογαριασμό. Δε με ενδιαφέρουν οι συγκρούσεις με τους ανθρώπους όταν αυτές δεν με κάνουν καλύτερο.
Το χιούμορ έχει άμεση σχέση με την παρατηρητικότητα. Αλλά εννοώ την παρατηρητικότητα με αγάπη, ακόμη και ως προς την αισθητική διαφωνία.
Είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος. Πιστεύω στη χαρά, αλλά πιστεύω και στον πόνο. Δεν γίνεται μόνο να χαιρόμαστε στη ζωή. Ο πόνος σε οδηγεί σε πιο σωστή θέση απέναντι στα πράγματα.
Μαζεύω συνέχεια πράγματα. Δεν μπορώ να πετάξω κάτι που μου θυμίζει μια συγκεκριμένη εποχή, μια κατάσταση, μια σχέση. Δένομαι πολύ με τα αντικείμενα. Είναι κομμάτια από τη ζωή μου.
Εκτός από το κάπνισμα, δεν κάνω καταχρήσεις. Δεν έχω σχέση με ναρκωτικά και δεν έχω μεθύσει ποτέ στη ζωή μου.
Είμαι βαθιά πατριώτης, αλλά καθόλου εθνικιστής. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Μας έκαναν φοβισμένους ανθρώπους και, αντί να γοητεύουμε όπως πριν, απογοητεύουμε. Πρέπει να πολεμήσουμε, όχι με όπλα αλλά με ιδέες.
Σκέφτομαι συχνά ότι θα πεθάνω. Η σκέψη αυτή με βοηθάει να γίνομαι καλύτερος στο παρόν μου. Δεν με φοβίζει ο θάνατος. Με φοβίζει μόνο το αν θα προλάβω να παραδώσω τα πράγματα που θέλω. Το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι αγαπώ πάρα πολύ τη ζωή.
Ευτυχώς δεν έχω φοβίες. Οι φοβίες είναι μια μορφή ανισορροπίας. Αλλά εγώ είμαι ισορροπιστής, ακροβάτης. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα καλό, γιατί προϋποθέτει πολλές υποχωρήσεις.
Χαίρομαι που κάνω τον κόσμο να γελάει και που έρχονται και μου το λένε. Με τιμάει αυτό. Το μόνο που με συγχύζει μερικές φορές είναι που ακόμη και όταν μιλάω σοβαρά νομίζουν ότι αστειεύομαι.
Ο πατέρας μου μου είπε κάποτε κάτι που με καθόρισε: «Να αγαπάς τους άλλους, ανεξάρτητα από το αν θα εισπράξεις αγάπη». Πίστευε πως, αν αγαπάς πραγματικά, η αγάπη αυτή θα απαντηθεί.