Επρεπε να κλείσει τα 40 του χρόνια για να καταφέρει να στεγαστεί: το σπίτι του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ) παραδίδεται μέσα στον Μάρτιο και από την προσεχή θεατρική σεζόν θα φιλοξενήσει τις νέες παραγωγές του. Από το 1971 που ιδρύθηκε και παρά το γεγονός ότι όλες οι διοικήσεις είχαν την πρόθεση να συμβάλουν στην απόκτηση μόνιμης στέγης, χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις δεκαετίες για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Και τι σύμπτωση: μαζί με την παράδοση του θεάτρου στη Λευκωσία εγκαινιάζεται και το Θεατρικό Μουσείο, το οποίο βρίσκεται στη Λεμεσό. Ετσι η άνοιξη του 2012 για την Κύπρο μυρίζει θέατρο.
Το κτίριο, δημιούργημα (έπειτα από παγκύπριο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό) του αρχιτεκτονικού γραφείου Δ. Κυθρεώτης & Συνεργάτες και της εργοληπτικής εταιρείας του Μιλτιάδη Νεόφυτου, παραδόθηκε στον ΘΟΚ μόλις την περασμένη Πέμπτη. Το έγκυρο βρετανικό περιοδικό «Estates Gazette» το κατέταξε πρόσφατα στα εννέα καλύτερα σχεδιασμένα κτίρια δημόσιας χρήσης διεθνώς. Προς το παρόν θα στεγαστούν εκεί τα γραφεία και θα γίνει τμηματικά η μετακόμιση ώστε το φθινόπωρο να τους βρει όλους εκεί.
Πρόκειται για έναν «πολυδύναμο» χώρο, όπως τον χαρακτηρίζουν, που παρέχει δύο σκηνές, 550 και 180 θέσεων, αίθουσες δοκιμών, βιβλιοθήκη, εκθεσιακούς χώρους, καφέ και εστιατόριο, χώρους συνεδρίων και συναντήσεων, ώστε να χωρέσουν όλες οι πρωτοβουλίες του ΘΟΚ για θεατρικές συναντήσεις και επαφές του κοινού με το θέατρο, ενώ εκεί θα φιλοξενούνται και οι ξένοι συντελεστές, καθώς και τα γραφεία του Οργανισμού. Κοινός στόχος είναι ο χώρος να οργανωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργεί σχεδόν σε εικοσιτετράωρη βάση.
«Μια χρυσή ευκαιρία»
«Είναι ένα πολύ σημαντικό στοίχημα, μια χρυσή ευκαιρία αυτός ο καινούργιος χώρος» λέει ο νέος διευθυντής του ΘΟΚ, ο μάνατζερ Γιώργος Παπαγεωργίου. «Ο ΘΟΚ μπαίνει πια στο σπίτι του, ενώ την ίδια στιγμή η Κύπρος αποκτά στη Λεμεσό το Θεατρικό της Μουσείο. Με τις δυσκολίες που περνάει σήμερα η Ελλάδα όλο αυτό είναι μια ελπίδα για τον Ελληνισμό». Οριοθετώντας το νέο σκηνικό δεν αρνείται και την κριτική στο παρελθόν: «Παραστάσεις χωρίς ενδιαφέρον, παραγωγές βγαλμένες από τη ναφθαλίνη είναι ορισμένοι από τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τα τελευταία χρόνια τον ΘΟΚ. Ηρθε ίσως η ώρα όλοι μαζί να αλλάξουμε αυτή την εικόνα. Σήμερα δημιουργούνται προοπτικές επαναπροσδιορισμού των στόχων μας, καθώς και ευκαιρίες να πλησιάσουμε το κοινό» – το οποίο φθάνει τις 100.000, συμπεριλαμβανομένων των παραστάσεων όλων των σκηνών (Κεντρική, Δεύτερη, Πειραματική, Παιδική και περιοδεύουσα Βαλίτσα).
Ο 42χρονος μάνατζερ και φανατικός θεατρόφιλος στρέφει το βλέμμα του προς τα έξω. Θέλει να δει τον ΘΟΚ σε διεθνείς ισότιμες συνεργασίες: ήδη για το καλοκαίρι έχει κληθεί ο Χανάν Σνιρ, ο ισραηλινός σκηνοθέτης που συνεργάζεται με το θέατρο Habima, για να ανεβάσει την «Ηλέκτρα» σε μια εκδοχή που, αν και βασισμένη στην ευριπίδεια τραγωδία, εμπεριέχει και αποσπάσματα από τη σοφόκλεια. «Ο θίασος θα είναι του ΘΟΚ και θα περιλαμβάνει την αφρόκρεμα των ηθοποιών και των συντελεστών του» τονίζει ο κ. Παπαγεωργίου. Αλλωστε αυτή η παραγωγή αποτελεί και την πρότασή τους στο Ελληνικό Φεστιβάλ και πιο συγκεκριμένα της Επιδαύρου.
«Ο ΘΟΚ είχε μια παράδοση στην Επίδαυρο, μετά το 1974 δε η παρουσία του ήταν σταθερή» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΔΣ του Δημήτρης Καραγιάννης. «Τα τελευταία χρόνια είχε δημιουργηθεί ένα ζήτημα με την παρουσία μας εκεί, αλλά νομίζω ότι το έχουμε ξεπεράσει πια. Μην ξεχνάμε ότι ο ΘΟΚ είναι το τρίτο ελληνόφωνο θέατρο» υπογραμμίζει και αναφέρει ότι επιχορηγείται από το κράτος με περίπου 7,5 εκατ. ευρώ. «Με τα χρήματα αυτά, εκτός από τις δικές του παραγωγές και τα πάγια έξοδά του, επιχορηγεί και τα ιδιωτικά θέατρα της Κύπρου: είναι σαν ένα άτυπο υπουργείο Πολιτισμού».Ετοιμο και το Θεατρικό Μουσείο Λεμεσού
Σε συνεργασία με τον Δήμο Λεμεσού εγκαινιάζεται τη Δευτέρα 26 Μαρτίου από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια το Θεατρικό Μουσείο, το οποίο στοχεύει στην αποτύπωση της θεατρικής ιστορίας της Κύπρου. «Σκοπός μας είναι να αποτελέσει πόλο έλξης ερευνητών και επαγγελματιών του θεάτρου, καθώς και να γίνει το κίνητρο ώστε το κοινό και ιδιαίτερα τα παιδιά να γνωρίσουν και να αγαπήσουν το θέατρο» επισημαίνουν οι υπεύθυνοι.
Το έργο έχει αναλάβει η μουσειολόγος Σοφία Αντωνιάδου, τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της έκθεσης η αρχιτέκτων Σκεύη Φαραζή, ενώ η θεατρολόγος Αντρη Κωνσταντίνου είναι υπεύθυνη για τη συλλογή και την επιστημονική τεκμηρίωση του υλικού. Το Μουσείο απλώνεται σε 500 τ.μ., στο συγκρότημα Πάνος Σολωμονίδης της Λεμεσού, στον χώρο των παλιών λιθογραφείων Κουβά.
Ξεκινώντας από την αρχαιότητα, θεματικά χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη παρουσιάζονται οι σημαντικοί σταθμοί της θεατρικής δραστηριότητας στο πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων στην Κύπρο. Η δεύτερη ενότητα έκθεσης παρουσιάζει τα βασικά στάδια μιας θεατρικής παραγωγής: την προετοιμασία της παράστασης, την ίδια την παράσταση, αλλά και τους συντελεστές. Στην ενότητα αυτή, εκτός από τους κύπριους ηθοποιούς, γίνεται και ιδιαίτερη μνεία στους κύπριους συγγραφείς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους και μουσικοσυνθέτες ώστε να προβληθεί συνολικά η κυπριακή θεατρική δημιουργία.
Οι συλλογές του νέου Μουσείου βασίζονται σε τέσσερα αρχεία: στο θεατρικό αρχείο του Νίκου Νικολαΐδη, στο αρχείο Γ. Φιλή για τον ΟΘΑΚ, στο φωτογραφικό αρχείο του Βατυλιώτη και στο αρχείο του ΘΟΚ. Το υλικό των αρχείων αυτών καλύπτει χρονολογικά κυρίως τις πρώτες περιόδους της θεατρικής δραστηριότητας στην Κύπρο, από τις αρχές του 20ού αιώνα ως και την ίδρυση του ΘΟΚ, το 1971, και τη δεκαετία του ’80. Η προσπάθεια να είναι το υλικό όσο πιο αντιπροσωπευτικό όλων των περιόδων, των θιάσων, των θεατρικών σχημάτων και των τάσεων οδήγησε στον εμπλουτισμό των συλλογών του μουσείου με αντικείμενα από το ελεύθερο θέατρο αλλά και από πολλούς ιδιώτες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ