Την ώρα που η Γερμανία προβάλλει ως το πλέον επιτυχημένο μοντέλο σε όρους ανταγωνισμού και απασχόλησης στην ευρωζώνη, έρευνα του πανεπιστημίου Ντούισμπουργκ καταδεικνύει ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των εργαζομένων της χώρας αποτελεί ουσιαστικά ένα φτηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό.
Το γερμανικό πανεπιστήμιο διαπιστώνει ότι με βάση τα στατιστικά της εργασίας για το 2010 το 24% των απασχολούμενων εργάζεται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης ενώ το 28,4% απασχολείται στις αποκαλούμενες «mini-jobs» δηλαδή σε θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης, ολιγόωρης απασχόλησης με μισθούς που κυμαίνονται μεταξύ 400 και 800 ευρώ και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη.
Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ότι ανεξαρτήτως της φύσης της σύμβασης σχεδόν οκτώ εκατ. Γερμανοί (23% των εργαζομένων) αμείβονται με μεικτές αποδοχές κάτω των 9 ευρώ την ώρα. Το ποσό αυτό θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό για τη χώρα καθώς αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του μέσου ημερομίσθιου. Μάλιστα το 11% των εργαζόμενων βρίσκεται στο κατώτερο μισθολογικό επίπεδο με μεικτές αμοιβές χαμηλότερες των έξι ευρώ την ώρα.
Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι οι εργαζόμενοι που αντιστοιχούν σε αυτά τα μισθολογικά επίπεδα και χαρακτηρίζονται ως χαμηλόμισθοι (ή εργαζόμενοι φτωχοί) είναι περισσότεροι στο ανεπτυγμένο δυτικό τμήμα της χώρας (5,8 εκατ.) σε σχέση με το ανατολικό (2,2 εκατ.).
Η γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκέλ έχει ταχθεί υπέρ της θέσπισης κατώτερης εγγυημένης αμοιβής κατόπιν σχετικής συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων η οποία όμως θα ποικίλει σε κάθε κρατίδιο. Παράλληλα υπερασπίζεται το μοντέλο της ευέλικτης εργασίας, το οποίο θεσμοθετήθηκε το 2002 επί καγκελαρίας του Γκέρχαρντ Σρέντερ και προωθεί τις επισφαλείς σχέσεις εργασίας προκειμένου να διατηρείται χαμηλό το ποσοστό της ανεργίας.
Ενδεικτικό είναι ότι τα συνδικάτα που διαπραγματεύονται για τη θέσπιση κατώτερου μισθού διεκδικούν κατώτερη αμοιβή 8,5 ευρώ την ώρα. Την ίδια στιγμή χαρακτηρίζουν ως «εργασιακό απαρτχάιντ» το καθεστώς των δύο ταχυτήτων που έχει επικρατήσει την τελευταία δεκαετία στην αγορά εργασίας.
Οι μεγαλύτερες γερμανικές βιομηχανίες όπως ο όμιλος Volkswagen και η φαρμακοβιομηχανία Bayer ανακοίνωσαν ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός στις αντίστοιχες επιχειρήσεις κυμάνθηκε μεταξύ 6200 και 8200 ευρώ το 2011.