Μπορεί μία γαλλίδα, γεννημένη σε εβραϊκή οικογένεια, που τηρεί τη θρησκευτική παράδοση ακόμη και στις ενδυματολογικές επιλογές της, να συμπεριφέρεται ως κοσμοπολίτισσα; Γίνεται μία σύζυγος ραβίνου και μητέρα τριών παιδιών, να ζει τη ζωή …ακτιβίστριας; Ζωντανή εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τους έντονα θρησκευόμενους συντηρητικούς, κλειστούς, περιχαρακωμένους, η Nehama Hendel μιλά για την εμπειρία της στην Ελλάδα, μετά τη Γαλλία, το Ισραήλ και τη Νέα Υόρκη, για το δίκτυο εθελοντών στο οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες της, αλλά και για το πρώτο κόσερ εστιατόριο της Αθήνας. Εκλαμβάνει άλλωστε ως κοπλιμέντο την αντίφαση που εντοπίζουν οι άλλοι σε αυτή, και εξηγεί ότι τα στερεότυπα υπάρχουν για να καταρρίπτονται.

Η έντονη θρησκευτική ταυτότητα γίνεται αντιληπτή από την πρώτη στιγμή. Η Nehama δεν αφήνει ακάλυπτα μπράτσα και γόνατα, δεν φορά παντελόνια, τηρεί το γράμμα αλλά και το πνεύμα του Ιουδαϊκού νόμου. Μιλά άψογα ελληνικά, με άρωμα Γαλλίας.

«Ηλθαμε πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2000. Από τις «πολικές» θερμοκρασίες της Νέας Υόρκης, βρεθήκαμε να χαζεύουμε έλληνες να κολυμπούν στα νερά του Παλαιού Φαλήρου, κάτω από τον ήλιο. Η Ελλάδα ήταν συνειδητή επιλογή. Και η – εθελοντική οργάνωση – Chabad, στους κόλπους της οποίας δραστηριοποιούμαστε, μας έδωσε τη δυνατότητα να την υλοποιήσουμε. Τον Απρίλιο του 2001 μέναμε κιόλας εδώ».

Τα ελληνικά, πέμπτη κατά σειρά γλώσσα, τη βοήθησαν να αποκρυπτογραφήσει τους εγχώριους κώδικες. «Ο Ελληνας όταν λέει «θα έλθω», εννοεί «ίσως έλθω». Και όταν μιλά για τη δυσκολία του να γίνει κάτι, συνήθως θέλει να σου πει «δεν γίνεται»».

Τα λιγοστά κρούσματα αντισημιτισμού δεν φαίνεται να την απασχολούν ιδιαίτερα. «Εχει τύχει ακόμη και να μας βρίσουν στον δρόμο. Πρόκειται, όμως, για μεμονωμένες περιπτώσεις. Ακόμη και αυτοί που αγαπούν τις θεωρίες συνωμοσίας ή βλέπουν εχθρούς στο όνομα των Εβραίων, είναι εξαιρετικά φιλικοί όταν σε γνωρίζουν από κοντά. Αρνούμαι να πω τους έλληνες, ρατσιστές».

Δασκάλα στο επάγγελμα, η Nehama έχει αφιερωθεί στον εθελοντισμό∙ από τον Αύγουστο του 2011 και στο πρώτο κόσερ εστιατόριο της πρωτεύουσας. «Η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας αριθμεί περί τα 3.000 μέλη», υπογραμμίζει. «Παραδόξως, όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε ούτε ένα εστιατόριο που να τηρεί τη θρησκευτική, διατροφική, παράδοση_ όταν στο Παρίσι και τα προάστια, υπάρχουν περί τα 150. Ο εντοπισμός του κτιρίου ήταν το πιο σημαντικό βήμα. Η περιοχή του Ψυρρή έχει χρώμα, το εστιατόριο βρίσκεται κοντά στη συναγωγή, αλλά και στο μετρό. Το Gostijo προτείνει τη σεφαραδίτικη κουζίνα, τα πιάτα δηλαδή των εβραίων που έφυγαν από την Ισπανία τον 15ο αιώνα, και οι οποίοι στις αρχές του αιώνα ζούσαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη».

Ο κατάλογος σέβεται απολύτως τη Βίβλο και το Ταλμούδ. Οχι χοιρινό, όχι τυροκομικά (απαγορεύεται ο συνδυασμός τους με το κρέας), όχι οστρακοειδή, όχι κρασί φτιαγμένο από αλλόθρησκους.

«Αποφασίσαμε να προωθήσουμε μεσογειακές γεύσεις. Η αλήθεια είναι ότι εκτός από βιβλία και παραδόσεις, συμβουλευθήκαμε και τις κυρίες της κοινότητας που φημίζονται για τις μαγειρικές επιδόσεις τους. Έτσι προέκυψε για παράδειγμα το πιάτο με τα αυγά, βρασμένα με φλούδες κρεμμυδιού και ελληνικό καφέ, για 12 ώρες. Είναι ενδιαφέρον αυτό το ταξίδι στη γεύση. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ούτε ο χώρος της εστίασης είναι εύκολος, ούτε η οικονομική συγκυρία η καλύτερη δυνατή. Αλλά πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα συνέλθει».

Τα παιδιά της Nehama και του αμερικανοϊσραηλινού ραβίνου Mendel Hendel – η 12χρονη Hannah, ο 10χρονος Ariel και ο τετράχρονος Levy – γεμίζουν με φωνές και τρεχαλητά το ισόγειο, τις ώρες που το εστιατόριο δεν έχει πελάτες.

Στον πρώτο όροφο, τα απογεύματα, ο Mendel δίδει διαλέξεις με άξονα την Οικονομία και τον Ιουδαϊσμό. «Μια ματιά στην παγκόσμια οικονομική κρίση μέσα από το πρίσμα ενός δίκαιου και ακλόνητου οικονομικού μοντέλου 3.000 χρόνων παράδοσης και πρακτικής εμπειρίας», όπως τονίζει ο ίδιος.

Λίγες οικογένειες αποπνέουν τη συνοχή των πέντε τους. H Nehama εξηγεί πόσο σημαντικός είναι ο θεσμός για την ίδια: μεγάλωσε άλλωστε σε σπίτι με οκτώ παιδιά, και ήταν ήδη στα δεκαοκτώ όταν γεννήθηκε η μικρότερη αδελφή της.

Το Σάββατο, ως αργία, είναι η καλύτερη τους μέρα. Πυρήνας, οι συνευρέσεις γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, μακριά από υποχρεώσεις, e-mail και σχολικά μαθήματα.

Ο – πλέον δεκτικός σε ερωτήσεις – Ariel, εξηγεί ότι θεωρεί γλώσσα του τα εβραϊκά, αλλά μιλά «και αγγλικά, και γαλλικά, και ελληνικά, α! και μία γλώσσα που έχω εφεύρει με την αδελφή μου, με εβραϊκά γράμματα, που στηρίζεται στους κανόνες της νοηματικής».

Οσο για την ερώτηση – κλισέ, «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις», ο ίδιος απαντά αποστομωτικά.

– «Και να το σκεφτόμουν, νομίζω ότι δεν θα κατέληγα κάπου».
– «Γιατί;»
– «Μα γιατί αυτό είναι ένα θέμα, για όταν μεγαλώσω…».