Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα κόμματα έχουν τελείως απαξιωθεί – σε σημείο που πολλοί πολιτικοί να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν στον δρόμο ελεύθερα. Αυτή η απαξίωση είναι δικαιολογημένη. Γιατί είναι κυρίως ο τρόπος λειτουργίας του μεταπολιτευτικού κομματικοκρατικού συστήματος που εξηγεί το σημερινό αδιέξοδο. Οι μόνοι που δεν δείχνουν να έχουν καταλάβει αυτή την προφανή διαπίστωση είναι οι βουλευτές μας, που εξακολουθούν να είναι εγκλωβισμένοι σε μια πελατειακή και λαϊκιστική κουλτούρα, καθώς και σε έναν συγκρουσιακό ξύλινο λόγο. Εναν λόγο που, αντί να εξηγεί τι έχει συμβεί και τι πρέπει να γίνει, εξακολουθεί να αποπροσανατολίζει τους πολίτες με κοκορομαχίες σχετικά με το ποιο κόμμα φταίει για τη σημερινή κρίση. Αυτό δεν είναι μόνο βαρετό αλλά και εξοργιστικό. Τα κόμματα εξουσίας υποτιμούν τη νοημοσύνη των ψηφοφόρων όταν εξακολουθούν αυτό το βλακώδες κομματικό φουτμπόλ. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πολύ καλά πως και τα δύο κόμματα έχουν ευθύνη για την κρίση. Η μεν διακυβέρνηση Καραμανλή με την «επανίδρυση του κράτους» διέλυσε τη δημόσια διοίκηση και διπλασίασε σχεδόν το χρέος. Οσο για τη διακυβέρνηση Παπανδρέου, αντέδρασε με μεγάλη καθυστέρηση και διαχειρίστηκε τελείως ερασιτεχνικά τα προβλήματα που δημιούργησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Το τέλος της Μεταπολίτευσης;
Με βάση τα παραπάνω, πολλοί συμπεραίνουν πως το κομματικό σύστημα πνέει τα λοίσθια. Πως ήρθε όχι μόνο το τέλος του δικομματισμού αλλά και το τέλος του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Κατ’ αυτή την άποψη, αν το κίνημα του 1909 στο Γουδί σήμαινε το τέλος του παλαιοκομματισμού και του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού πιο γενικά, η τωρινή κρίση θα οδηγήσει στον θάνατο του «ύστερου παλαιοκομματισμού», δηλαδή θα οδηγήσει στη λεγόμενη δεύτερη Μεταπολίτευση. Αυτό όμως που διαπιστώνουμε σήμερα είναι πως η απαξίωση των κομμάτων, αντίθετα με αυτό που συνέβη στον Μεσοπόλεμο, δεν φαίνεται να οδηγεί στη δημιουργία νέων κομματικών μηχανισμών ικανών να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα, μια νέα πολιτική κουλτούρα. Υπάρχουν βέβαια διάφορες πολιτικές κινήσεις – από τους «Αγανακτισμένους» ως την «Κοινωνική Συμμαχία» και το «Για την Ελλάδα τώρα». Υπάρχουν επίσης νέα κομματίδια όπως αυτό του Μίκη Θεοδωράκη, του Πάνου Καμμένου, του Γιάννη Δημαρά και άλλα ακόμη πιο μικρά. Ολες όμως οι παραπάνω προσπάθειες δημιουργούν έναν πρόσκαιρο ενθουσιασμό αλλά μετά παύουν να προσελκύουν την προσοχή των πολιτών. Με άλλα λόγια, υπάρχει μεν απόλυτη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, αλλά από πουθενά δεν διαφαίνεται μια σοβαρή αντίδραση στην απαξίωση. Οι αντιδράσεις είναι είτε καθαρά αρνητικές (π.χ., χρήση βίας από κουκουλοφόρους, γιουχάισμα των πολιτικών) είτε εξαιρετικά καχεκτικές.
Κομματικές ανακατατάξεις
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν θα επέλθει καμία αλλαγή στον κομματικό χώρο. Η καθίζηση και πιθανή διάσπαση του ΠαΣοΚ, η εξίσου πιθανή αλλά όχι σίγουρη έκλειψη του δικομματισμού, η άνοδος της Κεντροαριστεράς, όλα αυτά θα φέρουν ανακατατάξεις. Αλλά σε ό,τι αφορά την πελατειακή, λαϊκιστική και άκρως συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα, αυτές οι αλλαγές μάλλον θα φέρουν μια από τα ίδια. Υπάρχει βέβαια και η ελπίδα τα ήδη υπάρχοντα κόμματα να ανανεωθούν μέσω της προσέλκυσης νέων στελεχών. Οσο όμως κυριαρχούν οι πελατειακές δομές του ρουσφετιού και της αδιαφάνειας, τα νέα στελέχη είτε θα αποχωρήσουν είτε θα προσαρμοστούν στο πελατειακό status quo. Αν ούτε οι νέες κινήσεις ούτε τα νέα κόμματα μπορούν να επιφέρουν μια ριζική αλλαγή, υπάρχει άλλος τρόπος παρέμβασης στο πολιτικό γίγνεσθαι;
Αντίβαρα στην κομματικοκρατία
Νομίζω πως ένας τρίτος τρόπος είναι να βρεθούν νέοι μηχανισμοί που θα λειτουργούν ως αναχώματα στην κομματική διαφθορά, στην αδιαφάνεια και, πιο γενικά, στην κομματικοκρατία. Οπως έχω συχνά τονίσει από αυτές τις στήλες, στη χώρα μας έχουμε όχι κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία. Υπάρχει ένας κομματικός «ιμπεριαλισμός» – με την έννοια πως τα κόμματα διεισδύουν και κομματικοποιούν όλους τους θεσμικούς χώρους, από τα επαγγέλματα ως το πανεπιστήμιο. Αυτή η «αποικιοποίηση» του κοινωνικού συνόλου οδηγεί στην αποδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών, οδηγεί σε μια ανισορροπία δύναμης μεταξύ κοινωνίας και κράτους. Αρα αυτό που πρωταρχικά χρειάζεται είναι η άμβλυνση του κομματικού επεκτατισμού, χρειάζεται ένα πέρασμα από τον κομματικοκρατικό στον κομματικό κοινοβουλευτισμό.
Υπάρχουν ήδη συγκεκριμένα μικρά βήματα που έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Ενα πρόσφατο παράδειγμα είναι η απόφαση της κυβέρνησης να δημιουργήσει θέση μόνιμου γραμματέα στο υπουργείο Οικονομικών. Αν αυτό το μέτρο γενικευθεί σε όλα τα υπουργεία, θα ανατρέψει τον κομματικοκρατικό θεσμό (που δημιουργήθηκε επί διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου) ανάληψης της θέσης γενικού γραμματέα από «κολλητούς» του υπουργού ή πιστούς οπαδούς της εκάστοτε κυβέρνησης – πράγμα που επέφερε ερασιτεχνισμό, ασυνέχεια, χάος και παραπέρα κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Ενα δεύτερο θετικό βήμα αποκομματικοποίησης είναι η άμβλυνση της δύναμης των κομματικών νεολαιών μέσα στο πανεπιστήμιο που ο νέος νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση θα επιφέρει. Ενα τρίτο βήμα είναι η δημιουργία της ανεξάρτητης αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη επί διακυβέρνησης Σημίτη. Οπως και στις υπόλοιπες ανεξάρτητες αρχές, υπήρξε μεν νομιμοποίηση από τη Βουλή, αλλά ο πρώτος επικεφαλής της αρχής Νικηφόρος Διαμαντούρος πέτυχε να αντισταθεί σε διάφορες κυβερνητικές και κομματικές πιέσεις. Κατόρθωσε να αποφύγει την κομματικοποίηση και να καταστήσει την Αρχή πραγματικά ανεξάρτητη. Ετσι ο Συνήγορος του Πολίτη εξακολουθεί ως σήμερα να παρέχει πολύτιμη βοήθεια σε χιλιάδες πολίτες που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στα γρανάζια της κρατικής γραφειοκρατίας.
Είναι απόλυτη ανάγκη δημιουργίας και άλλων, πραγματικά ανεξάρτητων αρχών που να λειτουργούν σαν αντίβαρα στην ασυδοσία των κομμάτων, των κυβερνήσεων και της δημόσιας διοίκησης. Τέτοιες αρχές θα πρέπει να δίνουν λόγο στη Βουλή και να διοικούνται από κοινώς αποδεκτές εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες, το έργο των οποίων θα υποστηρίζεται από εμπειρογνώμονες (λογιστές, φοροτεχνικούς, οικονομολόγους). Εμπειρογνώμονες ικανούς να ελέγχουν αποτελεσματικά τα κομματικά ταμεία, το «πόθεν έσχες» των πολιτικών, τα δημόσια έργα, τις αγορές εξοπλιστικών συστημάτων κτλ. Μόνο με αυτόν τον τρόπο (που εύνομες χώρες όπως η Μ. Βρετανία ακολουθούν) θα τελειώσει η κοροϊδία των εξεταστικών επιτροπών όπου οι βουλευτές ελέγχουν βουλευτές, όπου δηλαδή «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει».
Οι αντιδράσεις και η διέξοδος
Οι διάφορες κινήσεις πολιτών, τα νέα κόμματα, οι προτάσεις για αλλαγή του εκλογικού νόμου ή και του Συντάγματος, οι κομματικές ανακατατάξεις – όλα τα παραπάνω μπορεί να αποτελέσουν θετικές αντιδράσεις στην πλήρη απαξίωση του τωρινού κομματικού συστήματος. Αλλά δεν αρκούν. Χρειάζεται ο εκδημοκρατισμός του κομματικού συστήματος μέσω της δημιουργίας αντίβαρων στον κομματικό επεκτατισμό. Τέτοιου είδους αντίβαρα, αντίθετα με τις αλλαγές του εκλογικού νόμου ή του Συντάγματος, μπορούν να δημιουργηθούν σχετικά γρήγορα. Οσο για τους φορείς που θα πιέσουν για μια τέτοια αλλαγή, αυτοί μπορεί να έρθουν και από την κοινωνία των πολιτών αλλά και από πολιτικούς που αντιλαμβάνονται τις καταστρεπτικές συνέπειες της κομματικοκρατίας. Τέλος, μια βασική προϋπόθεση για την άμβλυνση της απαξίωσης που βιώνουν οι πολιτικοί σήμερα είναι να βοηθήσουν ενεργά στην αποκομματικοποίηση της κοινωνίας.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ