Ετοιμη για όλα

«Αναμνήσεις τέλος» δηλώνει από την αρχή. Δεν μπορεί όμως να κρατηθεί. Η δύναμη του παρελθόντος την παρασύρει. Είναι βέβαια και το επάγγελμά της καθοριστικό: ξεναγός. Μια ζωή έδειχνε τα αρχαία στους ξένους, γίνεται να μην επηρεαστεί; «Εξηγητής. Απαντάει σε όλα τα ερωτήματα»: αυτό κάνει ο ξεναγός και η ίδια ήταν από τους καλύτερους, το αγαπούσε το επάγγελμά της, κι ας έχανε την ψυχραιμία της μερικές φορές κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής μεγάλης όπως Πειραιάς - Μαραθώνας. Οχι, όχι, κατά τα άλλα ήταν πάντοτε τυπική, ορεξάτη, έτοιμη για όλα. Και προπαντός ευσυνείδητη: «Ποτέ δεν λανσάρισα βυζαντινά σκουλαρίκια, από πλακιώτικες ρεβύ και μίζες δεν ήθελα να ξέρω, βάζα ιμιτασιόν δεν κράτησα» βεβαιώνει περήφανη.

«Αναμνήσεις τέλος» δηλώνει από την αρχή. Δεν μπορεί όμως να κρατηθεί. Η δύναμη του παρελθόντος την παρασύρει. Είναι βέβαια και το επάγγελμά της καθοριστικό: ξεναγός. Μια ζωή έδειχνε τα αρχαία στους ξένους, γίνεται να μην επηρεαστεί; «Εξηγητής. Απαντάει σε όλα τα ερωτήματα»: αυτό κάνει ο ξεναγός και η ίδια ήταν από τους καλύτερους, το αγαπούσε το επάγγελμά της, κι ας έχανε την ψυχραιμία της μερικές φορές κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής μεγάλης όπως Πειραιάς – Μαραθώνας. Οχι, όχι, κατά τα άλλα ήταν πάντοτε τυπική, ορεξάτη, έτοιμη για όλα. Και προπαντός ευσυνείδητη: «Ποτέ δεν λανσάρισα βυζαντινά σκουλαρίκια, από πλακιώτικες ρεβύ και μίζες δεν ήθελα να ξέρω, βάζα ιμιτασιόν δεν κράτησα» βεβαιώνει περήφανη.
Η Ελένη Βουτυρά, το γένος Νίκου, μπορεί να ανέχθηκε πολλά στη ζωή της, την άγνοια όμως δεν την συγχώρησε ποτέ. «Οι ανιστόρητοι στο πυρ» ήταν το σλόγκαν της. Τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει την αγάπη της για την Ιστορία, για την πολιτιστική μας κληρονομιά. Ισως επειδή είναι το μόνο πάθος στη ζωή της που δεν της επεφύλαξε δυσάρεστες εκπλήξεις. Ολοι οι άλλοι την πρόδωσαν: ο άντρας της, ο Ιορδάνης, αποδείχθηκε πως «τρυγούσε κι άλλα περιβόλια», τόσο μανιωδώς ώστε βρέθηκε νεκρός μια μέρα στην Ακροναυπλία. Χειρότερος από τον άντρα της, ο μπαμπάς της, πρώην στρατιωτικός που έγινε ασφαλιστής, απατούσε τη μητέρα της και εξαπατούσε τους πελάτες του, δεν δίστασε να μπλέξει την κόρη του στις παράνομες δοσοληψίες του.
Μοναχή και πικραμένη, η Ελένη Βουτυρά, μένει να κοιτάζει πρωί και βράδυ το Μουσείο της Ακρόπολης που χτίζεται απέναντι από το σπίτι της, ένα νεοκλασικό που αρνείται να το δώσει για αντιπαροχή. «Εδώ θα μείνω, στη ρίζα αυτού του βράχου, εγώ και η Ιστορία… Το σπίτι, σαν άλλος Παρθενώνας, αντιστέκεται στα εξώδικα. Θα το φυλάω σαν τα μάτια μου, μαμά» μονολογεί η ηρωίδα -φύλακας. Χωρίς γονείς, χωρίς οικογένεια, ο μόνος ρόλος που της απομένει να παίξει είναι φτιαγμένος από μάρμαρο: να γίνει η έκτη Καρυάτιδα, αυτή που χωρίστηκε βίαια από τις αδελφές της και τώρα μένει φυλακισμένη στο Βρετανικό Μουσείο. «Ας γίνω εγώ αυτή που θα φυλάει το σπίτι της μέχρι να βρει τον δρόμο του γυρισμού. Ας γίνω εγώ η έκτη Καρυάτιδα» δηλώνει μέσα στο παραλήρημά της.
Η Σοφία Φιλιππίδου αποδεικνύεται ιδανική Ελένη Βουτυρά. Ζωντανεύει όλο το εκλεπτυσμένο, ιδιαίτερο χιούμορ του κειμένου αλλά και την αίσθηση σχιζοφρένειας που κρύβεται κάτω από τα σπαράγματα. Οι ψευδαισθήσεις ηρωισμού και μεγαλείου που τη στηρίζουν τοποθετούνται στη σωστή τους διάσταση χάρη στον αυτοσαρκαστικό τόνο και το κρυπτό – παρανοϊκό βλέμμα της ηθοποιού, η οποία δίνει έτσι μια σύγχρονη διάσταση στην ηρωίδα της. Διαφορετικά, χωρίς αυτή τη σωτήρια ειρωνεία, η μισότρελη προστάτιδα της αρχαιοπρέπειάς μας θα φάνταζε γραφική και αξιολύπητη.
Δυστυχώς η Φιλιππίδου δεν ευνοήθηκε από τη σκηνοθεσία του εικαστικού Κώστα Τσόκλη. Εγκαταλελειμμένη στη ζωή, εγκαταλελειμμένη και στη σκηνή, η ηρωίδα πασχίζει να δώσει σχήμα στην αγωνία της, μένει καταδικασμένη όμως σε μια αμηχανία κινησιολογική, να περιφέρεται γύρω γύρω στα λευκά τοιχώματα, να τα χαϊδεύει, να πηγαίνει μπρος-πίσω αναζητώντας διέξοδο και στήριγμα. Είναι πραγματικά κρίμα και σφίγγεται η ψυχή σου να βλέπεις αυτή τη δαιμόνια, εξαιρετική ηθοποιό να μένει έτσι αβοήθητη. Το εγχείρημα θυμίζει τελικά μια άμορφη μάζα, ένα σύνολο καλών πρώτων υλών (κειμένου και ηθοποιού) που ο σκηνοθέτης άφησε αναξιοποίητες. Ούτε τη δραματική πλευρά της ηρωίδας εξερεύνησε – αυτόν τον «αποχαιρετισμό στην Ελλάδα που χάθηκε ανεπιστρεπτί», όπως χαρακτηρίζουν το έργο τους οι συγγραφείς -, μια πρόκληση που θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη Φιλιππίδου. Κατά συνέπεια, δεν ξεδιπλώνονται όλες οι διαστάσεις του κειμένου – η τραγικότητα της ματαιωμένης αρχαιολατρίας – αλλά κυρίως η ανάλαφρη, κωμική.
Το σκηνικό περιβάλλον, τέλος, ολόλευκο με μια μαύρη «σκιά» και μια ξύλινη κατασκευή να ίπταται διαγωνίως, σαν έτοιμη να πέσει, εξασφαλίζει ένα ευχάριστο, ασφαλές κέλυφος που δεν εμπνέει περισσότερες αναγνώσεις, ειδικά με αυτόν τον μονοκόμματο φωτισμό. Αντιθέτως, το κοστούμι της ηθοποιού, επίσης δημιουργία του Τσόκλη, μια αυστηρή ιβουάρ ρόμπα -φόρεμα με μακριά ουρά, κερδίζει σε όλα τα σημεία, εφόσον επιτυγχάνει ένα εύστοχο, σύγχρονο σχόλιο πάνω στην έννοια των γλυπτικών πτυχώσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.