Οι αναθεωρήσεις που γίνονται πάντα στο δομικό έλλειμμα αποτελούν εμπόδιο στην αποτελεσματική εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου που υπέγραψαν στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής (1-2 Μαρτίου), οι Ευρωπαίοι ηγέτες, με στόχο την εισαγωγή αυστηρών κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη της Eurobank, με τίτλο «The European fiscal compact will be hard to implement», που υπογράφουν ο καθηγητής Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Συμβούλος Οικονομικών Μελετών της τράπεζας και ο Βασίλης Ζάρκος, Οικονομικός Αναλυτής της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της.
Οπως προβλέπει το νέο σύμφωνο, τα κράτη-μέλη δεσμεύονται να διατηρούν το κυκλικά προσαρμοσμένο (δομικό) δημοσιονομικό τους έλλειμμα μικρότερο από 0,5% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Όταν το δομικό έλλειμμα υπερβαίνει το όριο αυτό, τα κράτη-μέλη έχουν την υποχρέωση να υιοθετούν μέτρα ώστε να το μειώνουν κατά τουλάχιστον 0,5% κάθε χρόνο.
Συστηματική αποτυχία εξυγίανσης του υπερβάλλοντος ελλείμματος επιφέρει κυρώσεις, εκτός και αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που εμποδίζουν την δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας (π.χ. αντιμετώπιση των επιπτώσεων μιας φυσικής καταστροφής).
Η μελέτη της Eurobank εξετάζει τις πιθανότητες επιτυχίας του νέου συμφώνου. Συγκεκριμένα, μελετά την αξιοπιστία των δεδομένων για το δομικό έλλειμμα ως εργαλείο λήψης αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων.
Όπως επισημαίνει η τράπεζα, χρησιμοποιώντας δεδομένα για το δομικό έλλειμμα σε πραγματικό χρόνο και μετά από αναθεωρήσεις «εξετάζουμε τι θα είχε συμβεί αν τα τελευταία δέκα χρόνια η ευρωζώνη είχε εφαρμόσει τον δημοσιονομικό κανόνα. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να εκτιμήσουμε πόσες χώρες παραβάτες του συμφώνου θα είχαν πιθανόν ξεφύγει και πόσες χώρες θα είχαν πιθανόν πιαστεί κατά λάθος ως παραβάτες του συμφώνου».
Σύμφωνα με την Eurobank, η χρήση του δομικού ελλείμματος ως μέτρο επιτήρησης και αξιολόγησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας των μελών της Ευρωζώνης οφείλεται στο ότι παρουσιάζει μια πιο ακριβή εικόνα για τη δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας καθώς είναι απαλλαγμένο από την επίδραση του οικονομικού κύκλου.
Ωστόσο, το πρόβλημα στην εφαρμογή του νέου συμφώνου βρίσκεται στο γεγονός ότι η αξιολόγηση της δημοσιονομικής θέσης και των προσπαθειών δημοσιονομικής εξυγίανσης μιας χώρας βασίζεται στις τιμές του δομικού ελλείμματος σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή των τιμών που είναι διαθέσιμες την ώρα της αξιολόγησης.
Το δομικό έλλειμμα υπόκειται σε σημαντικές αναθεωρήσεις, που συμβαίνουν ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την αρχική δημοσιοποίηση των στοιχείων. Οι αναθεωρήσεις αυτές οφείλονται τόσο σε αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων όσο και σε αναθεωρήσεις των στοιχείων του ΑΕΠ, του ‘παραγωγικού κενού’ της οικονομίας και της μακροχρόνιας ελαστικότητας των δαπανών και των εσόδων του δημοσίου ως προς το ΑΕΠ.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης της Eurobank δείχνουν ότι οι αναθεωρήσεις μειώνουν την ικανότητα του δημοσιονομικού κανόνα να εκτιμήσει με ακρίβεια την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας.
«Βρίσκουμε ότι η πιθανότητα μια χώρα να έχει έλλειμμα μεγαλύτερο από 0,5% του ΑΕΠ χωρίς να ανιχνευθεί έγκαιρα είναι 17%. Επιπλέον, υπάρχει πιθανότητα 8% μια χώρα να ‘κατηγορηθεί ‘ότι παρέβη τον κανόνα του 0,5% ενώ τα αναθεωρημένα στοιχεία να δείξουν ότι ήταν «αθώα»» αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας.
Επιπλέον, βρίσκουν ότι η περιορισμένη αξιοπιστία των δεδομένων για το κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα σε πραγματικό χρόνο αφορά τόσο τις χώρες της περιφέρειας όσο και τις δημοσιονομικά πιο συνετές χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης.
«Με το νέο σύμφωνο η Ελλάδα έχει μικρότερη πιθανότητα να ‘ξεφύγει’ με έλλειμμα μεγαλύτερο από 0,5% χωρίς να ανιχνευτεί από ότι η Αυστρία, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Αντίθετα, δημοσιονομικά πιο συνετές χώρες όπως η Αυστρία και η Ολλανδία έχουν διπλάσια πιθανότητα από την Ελλάδα να ξεφύγουν» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι οικονομολόγοι της Eurobank
Επιπλέον, η μελέτη δείχνει ότι, εκτός από την δημοσιονομική κατάσταση, τα δεδομένα του δομικού ισοζυγίου έχουν περιορισμένη ικανότητα να εκτιμούν εγκαίρως και την επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου.
Συγκεκριμένα, 43% των περιπτώσεων δημοσιονομικής επιδείνωσης διαφεύγουν τον έγκαιρο εντοπισμό. Επιπλέον, υπάρχει 27% πιθανότητα μια χώρα να «κατηγορηθεί» αδίκως ότι αύξησε το έλλειμμά της, καθώς μεταγενέστερα αναθεωρημένα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.
Τέλος, η Eurobank βρίσκει ότι για κάθε μια ποσοστιαία μονάδα πραγματικής μεταβολής του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου, μόνο το 0,25% μπορεί να ανιχνευτεί εγκαίρως σε πραγματικό χρόνο.
Κατά συνέπεια τα δεδομένα τείνουν να υποτιμούν σε πραγματικό χρόνο τόσο την δημοσιονομική επιδείνωση όσο και τις προσπάθειες μιας χώρας για δημοσιονομική προσαρμογή.
Συμπερασματικά, η μελέτη δείχνει ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο που αποφασίστηκε από τους Ευρωπαίους ηγέτες ως εργαλείο επιτήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη πάσχει από ένα έλλειμμα αξιοπιστίας του βασικού κανόνα του.
Συγκεκριμένα, ο κανόνας βασίζεται σε δεδομένα για το δομικό ισοζύγιο των χωρών, τα οποία δεν είναι αξιόπιστα καθώς υπόκεινται σε σημαντικές αναθεωρήσεις αρκετά χρόνια μετά την αρχική δημοσιοποίησή τους.
Η πιθανότητα μια χώρα να κατηγορηθεί αδίκως είτε για έλλειμμα μεγαλύτερο του επιτρεπόμενου είτε ότι δεν πετυχαίνει τους στόχους της μείωσης του ελλείμματος της είναι σημαντική.
Η Eurobank εκτιμά ότι αυτό το πρόβλημα μπορεί να λειτουργήσει ως βόμβα στα θεμέλια του δημοσιονομικού συμφώνου, καθώς τα κράτη της Ευρωζώνης είναι πιθανό να εγείρουν επιφυλάξεις και αμφισβητήσεις όσον αφορά την αξιοπιστία του κανόνα, ουσιαστικά τινάζοντας το δημοσιονομικό σύμφωνο στον αέρα.