Δεν συμφωνώ με τους ομοεθνείς, που απαρνούνται την προσφορά συμπάθειας και αλληλεγγύης από, ελάχιστους έστω, ξένους. Είναι, νομίζω, ψηλομύτικο να μετράς πόσοι κατέβηκαν στη διαδήλωση όπου δήλωναν «είμαστε όλοι Έλληνες» και να αποστρέφεσαι τη συμπάθειά τους. Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν μας θεωρούν ακόμα γραφικούς και ζορμπάδες, αν έχουν την εντύπωση, σαν τους παλιούς φιλέλληνες του 19ου αιώνα, ότι κυκλοφορούμε ακόμα με χλαμύδες ή παρασυρμένοι από τα απελευθερωμένα κορίτσια του ευρωπαϊκού βορρά θεωρούν ότι τα αγόρια μας έχουν εξαιρετική λίμπιντο. Στην καλύτερη περίπτωση συμπάσχουν μαζί μας, στο όνομα της αλληλεγγύης των λαών. Το ζήτημα είναι πως έχουμε ακόμα την ανάγκη να μας αναγνωρίζουν σαν μια «ιδιαίτερη περίπτωση». Το ζήτημα είναι επίσης πως διεκδικούμε αυτήν την «ιδιαιτερότητα» ως ένα συστατικό στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας.
Δώσαμε πολλές αιτίες και αφορμές για συμπαράσταση και αλληλεγγύη και ελάχιστες για ισοτιμία και κανονικότητα. Τα δύο νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη, τα κορυφαία βραβεία του πρόσφατα αδικοχαμένου Θόδωρου Αγγελόπουλου στα σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ, η παγκόσμια καταξίωση του ελληνικού μουσικού ήχου από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, τα διεθνή πρόσωπα της Ειρήνης Παπά και της Μελίνας Μερκούρη, οι μεταφράσεις των μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη, η νέα αρχιτεκτονική, οι μεγάλοι επιστήμονες, όπως ο Παπανικολάου, κι άλλοι, κι άλλοι, που τόσο επιπόλαια τώρα λησμονώ, δεν τοποθέτησαν στον παγκόσμιο χάρτη τη χώρα τους σαν κακόμοιρο θύμα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας, αλλά ως γενέθλιο τόπο, πηγή έμπνευσης, της δημιουργίας τους.
Σήμερα ο νέος φιλελληνισμός δεν ανακαλύπτει και δεν τιμά τη δημιουργική Ελλάδα. Συμπονά, κι αυτό είναι πολύ χρήσιμο και άλλο τόσο σημαντικό, αλλά η συμπόνια είναι μια χειρονομία στην καλύτερη περίπτωση, ηθική και, φοβάμαι, ελάχιστα προωθητική.
Το Ελληνικό κράτος οφείλει, σε μεγάλο βαθμό, την ύπαρξή του, στον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό. Δεν είναι μόνο ο ρόλος των Ευρωπαϊκών δυνάμεων στη συγκρότηση του νέου Ελληνικού κράτους. Στην περίοδο της Χούντας οι Έλληνες αυτοεξόριστοι στις χώρες της Δύσης, φιλοξενήθηκαν και προστατεύθηκαν. Κάποια χρόνια νωρίτερα, οι ηττημένοι του ελληνικού εμφύλιου βρήκαν στα κράτη του Ανατολικού μπλοκ στοιχειώδεις και απαραίτητες συνθήκες επιβίωσης.
Σχεδόν πάντα οι Έλληνες αντιμετωπίστηκαν ως τα άδικα θύματα, είτε της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε των Συνθηκών της Γιάλτας, είτε της πολιτικής των ΗΠΑ στον χώρο της Μεσογείου. Η γεωπολιτική θέση της χώρας δεν θέτει μόνο το αιώνιο δίλημμα των παππούδων, αν θα είμαστε με την τιάρα του πάπα ή το φέσι του Οθωμανού. Έχει κι άλλες, εξίσου κρίσιμες συνθήκες, αν και η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έμοιαζε να κλείνει οριστικά αυτό το υπαρξιακού χαρακτήρα ερώτημα. Όπως φαίνεται, δεν το έλυσε.
Η σημερινή κρίση επαναφέρει το θέμα των εθνικών μας επιλογών. Και το πρόβλημα είναι, με ποιον τρόπο το επαναφέρει. Είναι η αστειότητα περί δραχμής, είναι η συμπλεγματική διαπίστωση περί «πειραματόζωου» που τάχα, έχει επιλεγεί ο πιο σκληροτράχηλος λαός του κόσμου για να δοκιμαστεί η σκληρότητα και η βιαιότητα των μέτρων της «νέας τάξης», είναι ο απίθανος «διάλογος» που από ολημερίς και ολονυχτίς ακούγεται στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα από νεόκοπους, ως επί το πλείστον, αστέρες, είναι όλες αυτές οι όψεις της υπανάπτυξης κι είναι γνωστό πως ο ήχος των ντενεκέδων μπορεί να καλύψει την ευγένεια του βιολιού. Συνεχίζουμε απτόητοι και υπερήφανοι, γιατί, εκεί έξω υπάρχουν ακόμα Ευρωπαίοι που εξακολουθούν να μας συμπαραστέκονται, ειλικρινώς μεν, αλλά σαν να είμαστε ολίγον εξωτικά πουλιά, δε.
Ο νέος φιλελληνισμός θα αποκτήσει μια σημασία αν συνδυαστεί, επιτέλους, με την άρνηση της ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Με άλλα λόγια, όταν πάψει να είναι συμπονετικός, όταν δεν ξεχρεώνει άλλο τα γραμμάτια του «Χρυσού Αιώνα». Τον Παπανικολάου δεν τον τίμησαν γιατί ήταν Έλληνας, αλλά γιατί ήταν κορυφαίος και πρωτοποριακός επιστήμονας. Αυτό συνέβη από τον Χατζηδάκη έως τον Αγγελόπουλο, αυτό συμβαίνει σήμερα με τους νέους ανθρώπους που ξενιτεύονται και δουλεύουν, όχι σαν παιδιά μιας αδικημένης χώρας, αλλά ως επαρκείς και αποδοτικοί εργαζόμενοι. Αυτήν την αναγνώριση την έχουμε περισσότερο ανάγκη από κάθε διαβεβαίωση για το αρχαίο DNA μας.