Πρώτα εμφανίστηκε το κείμενο και μετά η κρίση. Το κείμενο γράφτηκε στο Internet την εποχή του μεγάλου αθηναϊκού πανικού. Δεκέμβριος του 2008, σε ένα ελληνικό γυναικείο σάιτ μόδας που προσπαθούσε να ακολουθήσει τις εξελίξεις σε μια καμένη και καθόλου χριστουγεννιάτικη Αθήνα. Τίτλος: «Το στυλ της διαδήλωσης». Ηταν από τα κείμενα που ήταν γραμμένα με τόσο επίσημο τόνο, που δεν ήξερες αν ήταν σοβαροφανής ή ειρωνικός. Κάτω από τον σχεδόν χιουμοριστικό τίτλο, οι προτροπές σε πρώτο πρόσωπο προς την αγαπητή αναγνώστρια άγγιζαν το γκροτέσκο: «Το αυξημένο ενδεχόμενο να φωτογραφηθείς, σε ανύποπτη στιγμή, εν δράσει και το πρόσωπό σου να κάνει τον γύρο του κόσμου μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων είναι ένας ακόμη λόγος για να μπεις στον κόπο να συνδυάσεις την κομψότητα και την πρακτικότητα». Οπως τα περισσότερα γυναικεία κείμενα, υπήρχε η πρακτική όψη των πραγμάτων. Συμβούλευε τις επίδοξες διαδηλώτριες να φορέσουν ένα «σφιχτοϋφασμένο βαμβακερό μαντίλι ή πασμίνα που μπορεί να δώσει το απαραίτητο χρώμα στην εμφάνισή σου», αλλά παράλληλα με σεβασμό στην επιβίωση και την «προστασία από τις καιρικές συνθήκες και τα χημικά. Η πρόβλεψη για ενδεχόμενη σύλληψη είναι οι παράμετροι που θα κατευθύνουν όλο το στάιλινγκ».
Το κείμενο αποδείχθηκε διαχρονικό. Ακόμη και σήμερα αναπαράγεται, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ως η πιο χαρακτηριστική ένδειξη μιας μπερδεμένης εποχής μεταξύ ανέμελου παρελθόντος και επιτακτικού μέλλοντος. Σίγουρα, χωρίς να το επιδίωκε η συντάκτρια, αντικατοπτρίζει στο έπακρο το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, στην ερμηνεία του λήμματος lifestyle: «(ως επίθετο) είδος δημοσιογραφικού λόγου και σχεδιασμού εντύπων που χαρακτηρίζεται από ελαφρότητα, κυνισμό και χιούμορ στην αντιμετώπιση όλων των θεμάτων, δίνοντας έμφαση σε ό,τι σχετίζεται με ζητήματα τρόπου ζωής, μόδας, διακόσμησης, σχέσεων των δύο φύλων, κοινωνικής ανόδου, παρουσίασης επιτυχημένων ανθρώπων κτλ.». Ηταν ο ορισμός της εποχής.
Η συζήτηση για το αν το lifestyle έχει καταστρέψει την Ελλάδα είναι τόσο παλιά όσο και το lifestyle. Απλώς τον τελευταίο καιρό εμφανίστηκε ανανεωμένη, μαζί με τη δημόσια παραδοχή του Πέτρου Κωστόπουλου, αυτονόητου αρχιερέα του είδους, πως «απέτυχα, καταστράφηκα, είμαι σε κλινική κατάθλιψη». Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις μπροστά στην τελική κατάρρευση στα σχόλια στο Internet, στις κουβέντες στις παρέες, στον δημόσιο λόγο γενικά, διέκρινε κανείς ένα γενικό ανάθεμα, μια πλήρη απομυθοποίηση ενός παλιού τρόπου ζωής, μια προσπάθεια αποστασιοποίησης των πάντων, από μια μαζική εποχή, από ένα πάρτι, που στις καλές εποχές έμοιαζε να έχει πολλούς προσκεκλημένους: Από τους χιλιάδες αναγνώστες των περιοδικών του (και των μιμητών που ακολούθησαν), από τους τηλεοπτικούς αστέρες που πήραν την αμφιλεγόμενη λάμψη τους φιλοξενούμενοι στα περιοδικά του, από τον Κώστα Σημίτη που έδωσε μία από τις τελευταίες ουσιαστικές συνεντεύξεις του πριν από τις εκλογές του 2000 στο «Nitro», από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που έχει επίσης μιλήσει στο περιοδικό, από τον Γιώργο Παπανδρέου που χρόνια πριν από τις εποχές ΔΝΤ, ως ένας νεαρός προοδευτικός βουλευτής, ευαγγελιζόταν στο περιοδικό «Κλικ» την «αποποινικοποίηση της μαριχουάνας». Και γινόταν και αυτός μόδα.
Πριν από λίγες ημέρες η Κατερίνα Παπουτσάκη έγραψε στους περίπου 44.000 followers της στο Τwitter: «Δεν υπάρχει αξιοπρέπεια; Υποδουλώνουν τον λαό, ξεπουλούν την Ελλάδα! Πλήρης εξαθλίωση». Οι αντιδράσεις ήταν – ως συνήθως – υστερικές. Κάποιοι από τους όλο και περισσότερους «επαναστατικούς» λογαριασμούς στα social media την κατηγόρησαν πως κάνει «Την επανάσταση lifestyle». Οι υπερασπιστές του μνημονίου αναπαρήγαγαν την ατάκα με προφανή στόχο να αποδυναμώσουν την επαναστατική ρητορική «που είναι απλώς μια μόδα». Και οι ψύχραιμοι παρατηρητές είδαν πως στην μπερδεμένη, επιτακτική εποχή μας όλα μπλέκονται γλυκά: και η αντίδραση, και το παλιό lifestyle, και η δικαιολογημένη οργή για την ενοχλητική πραγματικότητα. Αν στην υπόθεση της Κατερίνας Παπουτσάκη υπήρχε οργή, σε μια άλλη υπόθεση όπου το lifestyle συναντήθηκε με την επανάσταση, υπήρχε μόνο αμηχανία. Πριν από λίγες εβδομάδες, στο τηλεοπτικό πάνελ της Ναταλίας Γερμανού, ο ηθοποιός Μάριος Αθανασίου σε μια κουβέντα που περιστρεφόταν γύρω από τα ζώδια, τις σχέσεις, την προδοσία, τις γυναίκες, τους άνδρες και όλα αυτά με τον γνωστό τηλεοπτικό τρόπο που κάνει το ασήμαντο να φαίνεται φοβερά σημαντικό, αποφάσισε να μιλήσει για τους απεργούς της Χαλυβουργικής. Οι τηλεοπτικοί οικοδεσπότες του, από λαλίστατοι χαρωποί συνομιλητές μεταβλήθηκαν σε παγωμένους, ο χρόνος ξαφνικά έμοιαζε να κυλάει πιο αργά στο στούντιο, η αμηχανία κοβόταν με το μαχαίρι προτού η κουβέντα αλλάξει με δικτατορικό τρόπο από την παρουσιάστρια σε κάτι που έμοιαζε πιο σημαντικό, όπως «η απιστία σήμερα».
Το ερώτημα παραμένει: Τελικά τι ακριβώς ισχύει; Το «η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή;», η φράση-σημαία του κωστοπουλικού lifestyle, αυτό που ανάγκασε τον Γιάννη Αγγελάκα, κάτι σαν το αντίβαρο του Κωστόπουλου στον τρόπο ζωής, να του απαντήσει με το τετράστιχο «Η ζωή είναι μεγάλη / κι αν την κάνεις καρναβάλι / θα ’ρθει η ώρα να χτυπήσεις / το ξερό σου (τ’ αδειανό σου;) το κεφάλι», ή το εδώ και χιλιάδες φορές γραμμένο σύνθημα στους τοίχους: «To lifestyle είναι μαγικό. Από μηδενικό σε κάνει νούμερο». Το μότο η «ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή» ρίζωσε σε περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους θα τολμούσαν ποτέ να παραδεχτούν. Και ακόμη επηρεάζει ή τουλάχιστον εκφράζει τα παιδιά που γαλουχήθηκαν με τη μεταπολιτευτική επωδό των γονέων τους: «Δεν θέλουμε να κουραστείς όπως εμείς, θέλουμε να έχεις ό,τι δεν είχαμε». Τώρα που η θλίψη ξεχειλίζει και από τα μπατζάκια μας, ποιος διαθέτει την απαραίτητη ψυχική υποδομή προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη της; Κορίτσια και αγόρια που ξοδεύουν εμφανέστατα πολύ χρόνο για την εμφάνισή τους δηλώνουν ότι έχουν «κατάθλιψη». Μουρμουρίζουν «χάλια» στην ερώτηση «πώς περνάς;» εκεί που κάποτε, όχι πολύ παλιά, απαντούσαν με έναν αταβιστικό, αυτοματοποιημένο τρόπο «τέλεια». Η μετάβαση από το «τέλεια» στο «χάλια» έγινε χωρίς ενδιάμεση στάση, έτσι για να πάρει κανείς δυο ανάσες και να μπορέσει να σκεφτεί τι αναθεματίζει και για ποιους λόγους ακριβώς. Το πέρασμα από τα πάρτι του «Mercedes» στον μηδενισμό του «φωτιά σε όλα» έγινε χωρίς να έχει περάσει το hangover.
Τώρα που δεν υπάρχει ούτε αναπτήρας για να ανάψουν κάποια παλιά πούρα και ένα κείμενο όπως εκείνες οι παλιές γενικεύσεις του τύπου «Οι φυλές της Αθήνας», θα έπρεπε να συμπεριλάβει και τους αστέγους της, τώρα που ο Πέτρος Κωστόπουλος, με αυτόν τον μονίμως εγωκεντρικό τρόπο του, κήρυξε και επίσημα τη λήξη του πάρτι, το lifestyle, με την ευρεία έννοια, μοιάζει να θεωρείται βασικός παράγοντας της χρεοκοπίας, ακόμη και αν στην ουσία είχε συρρικνωθεί εδώ και χρόνια. Εδώ και καιρό, καθώς τα λεφτά είναι λιγότερα, η πραγματικότητα πιο ζοφερή, ο τρόπος ζωής αλλάζει. Για κάποιους αυτό σημαίνει επιστροφή σε μια πιο πραγματική ζωή: Με ποδηλατοπορείες, εναλλακτικές εξόδους, λιγότερη κατανάλωση, καλλιτεχνικές δράσεις σε καταλήψεις, μια όλο και μεγαλύτερη ανάγκη εθελοντισμού. Αυτό είναι η εκδίκηση της φυσιολογικής ζωής, ένας θρίαμβος του κανονικού ανθρώπου.
Το μέτρο, όμως, σπάνια συχνάζει στα μέρη μας. Και, πλέον, το βλέπεις στις συζητήσεις, στη συμπεριφορά, στα status updates στο Τwitter: Πίσω από τη δικαιολογημένη οργή για την αδικία των μέτρων, για την ανικανότητα των πολιτικών, για τους χιλιάδες λόγους για τους οποίους κάποιος έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται, κυριαρχεί το αγανακτισμένο lifestyle. Η αγανάκτηση είναι γενική, άκριτη, χωρίς αυτοκριτική, χωρίς λογική: Την ώρα που κατέρρεε η Imako, στα social media υπήρχε μια πλειοδοσία χαιρεκακίας, κακεντρέχειας, σχεδόν δικαίωσης για το τέλος αυτής της εποχής. Το lifestyle θεωρήθηκε υπαίτιο για το επίπεδο της οικονομικής ζωής, για το χάλι του δημόσιου διαλόγου, για τη μετατροπή της λέξης «κουλτούρα» σε βρισιά. Ελάχιστοι αναφέρθηκαν στην ανεργία των εργαζομένων της εταιρείας, οι περισσότεροι τη θεώρησαν μια δίκαιη τιμωρία σε όσους συμμάχησαν με την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Οι περισσότεροι αρνήθηκαν ότι κάποτε διάβασαν ένα τέτοιο περιοδικό, η μπάλα πετάχτηκε στην εξέδρα, η ουσία χάθηκε, ο διάλογος μετατράπηκε, ως συνήθως, σε μια ακατάληπτη κραυγή. Η ρουτίνα του δημόσιου λόγου δηλαδή.
Κάθε εποχή έχει τους εκφραστές της. Την περίοδο που ο διορατικός – μέχρι το σημείο να πιστέψει ότι ήταν αλάνθαστος – επιχειρηματίας Κωστόπουλος εξέφρασε το lifestyle της κατανάλωσης, της γενίκευσης, της αδιακρισίας, της χλεύης προς οτιδήποτε «μη cool» και του χοντροκομμένου σεξισμού που σίγουρα κατέστρεψε πολλούς εφήβους που έγιναν μεσήλικοι μέχρι να καταλάβουν πως πήραν λάθος δρόμο στη ζωή τους, λάθος στον ερωτικό τομέα, μπορεί να μην υπήρχαν αρκετά λεφτά, αλλά υπήρχε η προσδοκία τους. Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να γράψει με επιτυχία ένα κείμενο για το πέος του – όπως γινόταν με φοβερή επιτυχία εκείνες τις εποχές. Υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από μια κουβέντα με τον καλύτερο φίλο ενός άνδρα. Και κάπου εδώ αρχίζει το νέο lifestyle.
Η υπερβολή, η ίδια που έκανε σημαία τον Κωστόπουλο, έχει μετατραπεί σε αγανάκτηση. Σίγουρα δικαιολογημένη, αλλά όχι από όλους. Οι έμπειροι, έξυπνοι, διορατικοί ή ίσως ιδιοτελείς, αυτοί που πιάνουν εύκολα τις μάζες, από άκριτοι καταναλωτές μετατρέπονται σε τιμητές των πάντων. Από καταναλωτές, σε επαναστάτες. Από φορείς της μαζικής κουλτούρας, σε θιασώτες ενός ολοκληρωτισμού με ενόχους, προδότες, πουλημένους και σωστούς διαδηλωτές. Τα πούρα δεν έχουν σημασία πια, τα στριφτά τσιγάρα κάνουν τη δουλειά τους. Ο Καρλ Μαρξ είναι το νέο τοπ μόντελ. Και όπως πάντα, θριαμβεύουν αυτοί που φωνάζουν πιο δυνατά, κάνουν τη λιγότερη αυτοκριτική και δεν ντρέπονται να τσαλαπατήσουν κάθε άποψη που δεν πιστεύει πως όλα είναι άσπρα και μαύρα. Και πάλι ρουτίνα.
Στην ουσία, όλα είναι κύκλος. Οπως μετά τη Μεταπολίτευση, όπου η πολιτική ήταν η μόδα, περάσαμε στα 90s, όπου η πολιτική ήταν βαρετή, έτσι και τώρα το νέο σέξι είναι η κραυγή – η υπερβολή της λογικής ενασχόλησης με τα κοινά, οι μεταπράτες της αγανάκτησης είναι οι νέοι ηγέτες του lifestyle. Το 1987, όταν το «Κλικ» ήταν στο τέταρτο τεύχος του και σημείωνε χαμηλές κυκλοφορίες, αποφάσισε να δώσει ως δώρο ένα προφυλακτικό, με αφορμή την αφόρητη υποκρισία με την οποία αντιμετωπιζόταν (και) τότε το AIDS. Σε λίγες μέρες ήταν η νέα μόδα. Ενα περιοδικό στις μέρες μας, για να γίνει μόδα, ίσως θα έπρεπε να δώσει μια ντουντούκα. Για να βοηθήσει πιο πολύ αυτούς που φωνάζουν τις βεβαιότητές τους πιο δυνατά από τους άλλους. Ετσι πήγαινε πάντα όμως…
«Xούντα και τηλεόραση»
Από τον Πέτρο Τατσόπουλο, συγγραφέα
Από την επικράτηση της ιδιωτικής τηλεόρασης και έπειτα, δηλαδή 22 χρόνια μετά το 1990, προβαλλόταν παντού ένας τρόπος ζωής που συνοψίζει το lifestyle όπως το ξέρουμε. Θεωρώ πως το lifestyle που σέρβιρε ο Πέτρος Κωστόπουλος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του δεν ήταν παρά ένα ριμέικ του τρόπου ζωής της εποχής της δικτατορίας. Οσοι είναι πάνω από 50 θυμούνται πως στην εποχή της χούντας δεν προβαλλόταν τόσο η αντικομμουνιστική όψη όσο η άποψη πως η ζωή έχει να κάνει με την ελαφρότητα. Οτι η ζωή είναι ωραία και πρέπει να τη γλεντάμε. Και κάπου εκεί εμφανίστηκαν ο Νίκος Μαστοράκης, ο Φρέντυ Γερμανός, αποθεώθηκε ο Ζαμπέτας, ο κονφερασιέ Γιώργος Οικονομίδης.
Το ότι «η ζωή είναι ωραία και δεν πρέπει να έχουμε σκοτούρες» μπαίνει στο ψυγείο στην ουσία, από τη Μεταπολίτευση και μετά. Και περίπου δέκα χρόνια μετά περνάει στο ανάθεμα. Το lifestyle από το 1974 μέχρι το 1990 είναι η άκρατη πολιτικοποίηση, κάτι που ίσως να μοιάζει με αυτό που ζούμε τώρα. Ο Μαστοράκης εξαφανίζεται από την Ελλάδα, ο Νίκος Φώσκολος δεν ακούγεται πουθενά, ο Φρέντυ Γερμανός πάει στην «Ελευθεροτυπία» και εξαγνίζεται. Και από το 1990 και μετά, έρχεται η αναγέννηση.
Ο Κωστόπουλος δεν ήταν μόνος του. Τα ιδιωτικά κανάλια ήταν αυτά που έκαναν διαγωνισμό σαχλαμάρας, μεταφέροντας τις εκπομπές-σκουπίδια, από τα μεσάνυχτα, σε όλες τις ζώνες. Από περιθωριακές, σερβίρονται σαν mainstream. Κάποια στιγμή διεμβολίζεται και το δελτίο ειδήσεων με το Star να το ονομάζει με θράσος «εναλλακτικό», οικειοποιούμενο και μια ορολογία που ανήκει αλλού. Εκεί, όμως, ξεκινά η παρεξήγηση. Για τους περισσότερους Ελληνες αυτός ο τρόπος ζωής έμεινε ένα απατηλό όνειρο. Το ότι έβλεπαν τις εκπομπές δεν σημαίνει πως ζούσαν σύμφωνα με αυτές. Κυρίως γιατί δεν μπορούσαν. Αλλά όλο αυτό έδωσε την εντύπωση και στο εξωτερικό πως όλοι οι Ελληνες ζούσαν πάνω από τις δυνάμεις τους και κάθε βράδυ ήταν στα μπουζούκια, τρώγοντας τα δάνεια της Ευρώπης. Τεράστιο ψέμα. Εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν με τα χρήματα του μισθού τους. Η ρετσινιά, όμως, έμεινε. Και αυτό είχε αποτέλεσμα να συγκεντρώσουμε το ευρωπαϊκό ανάθεμα και να τιμωρηθούν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν έφταιξαν σε τίποτε. Και ίσως εκεί να εντοπίζεται αυτή η οργή για το lifestyle: Ο λαός και δεν το έζησε και κατηγορείται για αυτό.
Δεν μπορείς να πεις πως η οργή που νιώθουν εκατομμύρια άνθρωποι είναι μια νέα μορφή lifestyle. Σίγουρα αρκετοί καπηλεύονται, κατευθύνουν και διαχειρίζονται την οργή. Αλλά η οργή παραμένει γνήσια. Μαζί με μια πίκρα πως χρεωθήκαμε ένα πάρτι στο οποίο δεν ήμασταν προσκεκλημένοι…
Η «επανάσταση» έφερε το lifestyle
Από τη Σώτη Τριανταφύλλου, συγγραφέα
Από τη δική μου μικρή ιστορία στον ελληνικό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο θα βγάλετε πιθανώς τα συμπεράσματά σας. Από τη μία, απεδείχθη αδύνατο να προσαρμοστώ στον αριστερό Τύπο: οι δημοσιογράφοι καλούνταν να γράφουν τερατώδη ψέματα, ενώ ασκείτο λογοκρισία σοβιετικού χαρακτήρα. Οι αριστερές εφημερίδες ήταν εξίσου κίτρινες με τις δεξιές και πολλά δημοσιογραφικά στελέχη συμπεριφέρονταν λες και βρίσκονταν στους διαδρόμους του Κρεμλίνου. Από την άλλη πλευρά, απεδείχθη αδύνατο να προσαρμοστώ στον Τύπο του lifestyle, όπου δεν ενθαρρυνόταν η πολιτική και κοινωνική κριτική. Την Ελλάδα δεν την κατέστρεψε το lifestyle: την κατέστρεψε η έλλειψη δημοκρατικής παιδείας και γενικής παιδείας. Πολλοί από όσους παριστάνουν σήμερα τους επαναστάτες υπήρξαν αμέριμνοι και ανεύθυνοι απολογητές ενός τρόπου ζωής χαμηλής αισθητικής και υψηλής δαπάνης. Πολλοί από τους απολογητές του lifestyle ήταν παλιοί αριστεροί που είχαν μπουχτίσει την αριστερή μιζέρια. Κοντολογίς, η «επανάσταση» έφερε το lifestyle – στη συνέχεια, το lifestyle εξαντλήθηκε ελλείψει πόρων. Σήμερα είναι εύκολο να επιτίθεται κανείς στο lifestyle – παλιότερα, σας διαβεβαιώνω, δεν ήταν και τόσο εύκολο: όποιος δεν ακολουθούσε το ρεύμα θεωρούνταν απλώς δύσθυμος σαν τους γέρους στο θεωρείο του «Muppet Show». Οσο για το αν η «επανάσταση» θα φέρει έναν άλλον τρόπο ζωής, πιστεύω ότι, προς το παρόν, επιδιώκει έναν άλλον τρόπο θανάτου.
«Ο Φιντέλ και ο Τσάβες»
Από τον Κωνσταντίνο Καμάρα
Το ζήτημα δεν είναι πόσο το lifestyle επηρέασε την Ελλάδα – άλλωστε, εδώ η απάντηση είναι λίγο-πολύ γνωστή. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει να συζητήσει κανείς τις αιτίες, την πολυδιάστατη δυναμική ώστε να καταλάβει αν η κυριαρχία του lifestyle θα ανατραπεί και, σε αυτή την περίπτωση, πώς και πότε θα επανέρθει. Δεν είναι τυχαίο πως η ανάδειξη και επέλασή του προκύπτουν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 – τότε που οι ασύστολες παροχές άρχισαν να δημιουργούν μια γενικευμένη αίσθηση ευμάρειας σε ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας που, κατά κανόνα, δεν την είχε γευτεί ποτέ. Ταυτόχρονα, η υποχώρηση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας – ή, συγκεκριμένα, της ρομαντικής εκδοχής της – και ο εκφυλισμός της, ο περιορισμός της σε κυνικά ρητορικά σχήματα και σε καθεστωτική συμπεριφορά αφαίρεσαν τις όποιες ενοχές για μαζική ανταλλαγή των «ιδεωδών» με τον καταναλωτισμό. Εκεί, κατά διαβολική σύμπτωση, συνέπεσε και η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του ’86 που απελευθέρωσε τη διακίνηση (δηλαδή, για την Ελλάδα, κυρίως εισαγωγή) αγαθών με αποτέλεσμα όχι μόνο να πολλαπλασιαστούν οι επιλογές των καταναλωτών, αλλά αυτές να αποτελούνται από «θρυλικά» προϊόντα που κάποτε έβρισκε κανείς μόνο στο εξωτερικό, αυτά που έφερνε ως θεσπέσια πεσκέσια κάποιος συγγενής που ταξίδευε στην αλλοδαπή.
Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν θα αρκούσε από μόνο του για να αποκτήσει το lifestyle τις διαστάσεις που έλαβε. Στη μετατροπή του lifestyle σε εθνική κουλτούρα συνετέλεσε η απελευθέρωση της αγοράς των ΜΜΕ, με τους πολλαπλασιαζόμενους τίτλους περιοδικών και, κυρίως, την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση, που ανέτρεψε τα «σοβαρά και υπεύθυνα», πλην όμως φρικτά ανιαρά κρατικά μέσα. Στο τέλος, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στην κατανάλωση αυτή καθαυτή: η απόλαυση αγαθών δεν είναι εξ ορισμού καταδικαστέα. Στην ελληνική περίπτωση, όμως, υπήρξε προβληματική τόσο η πηγή της ευμάρειας (και αυτά τα σπασμένα πληρώνουμε σήμερα) όσο και η πατροπαράδοτη αποκρουστική υπερβολή στη συμπεριφορά. Το τελικό αποτέλεσμα δεν εκπλήσσει – δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που μία κατ’ εξοχήν ενσάρκωση αυτής της lifestyle ιδεολογίας, ο Π. Κωστόπουλος, διένυσε την πλήρη διαδρομή από φιλήδονος νεαρός Φιντέλ σε οριακά χυδαίο μεσήλικο Τσάβες…
Ο Κωνσταντίνος Καµάρας είναι συγγραφέας, σύµβουλος της Διεθνούς Ενωσης Εφηµερίδων και µέλος του ΔΣ του ΙΑΒ Europe, πανευρωπαϊκού οργανισµού για τη διαδραστική επικοινωνία.
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 4 Μαρτίου 2012