«Δεν υπάρχει πολεδομική θεραπεία για την Αθήνα, η οποία πρέπει να εγκαταλειφθεί ως πρωτεύουσα και να παραμείνη απλώς πνευματικό κέντρο. Για λόγους εθνικούς και οικονομικό-παραγωγικούς η νέα πρωτεύουσα πρέπει να αναζητήση τη θέση της βορειότερα, προς τον Σπερχειό – Νέες Θερμοπύλες- προς την Θεσσαλονίκη ή την Πέλλα, την παλιά πρωτεύουσα της Μακεδονίας».
Η ρηξικέλευθη πρόταση του Σόλωνος Κυδωνιάτη ήταν μόνο μία από τις καινοτομίες που υποστήριξαν διακεκριμένοι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι κατά την διάρκεια του θρυλικού Α’ Συνεδρίου Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1961 στην Αθήνα και δημοσιεύτηκε τέτοιες μέρες πριν από μισό αιώνα στις σελίδες του περιοδικού «Αρχιτεκτονική» (σώζεται ψηφιοποιημένο στο αρχείο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος). «Το Βήμα» ανατρέχει σε ορισμένες από τις ομιλίες, όπως του Κ. Δοξιάδη, του Α. Προβελέγγιου, του Σ. Κυδωνιάτη και του Α.Αραβαντινού και παραθέτει το πόρισμα του συνεδρίου, που εξακολουθεί να είναι τόσο επίκαιρο μισό αιώνα αργότερα.
«Μεταφορά πρωτευούσης»
«Θα παραστώμεν δε μάρτυρες του εκπληκτικού φαινομένου να ίδωμεν τον ρυθμόν των κατεδαφίσεων προς κατάκτησιν νέων επιφανειών προς κυκλοφορίαν να υστερή του ρυθμού εισροής αυτοκινήτων, εις τρόπον ώς να μη αργήση η στιγμή, καθ’ ην η επιφάνεια των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων να υπερβή την επιφάνειαν των προς κυκλοφορίαν οδών» προέβλεπε τότε προφητικά ο Κυδωνιάτης.
«Αι Αθήναι δεν θεραπεύονται. ίσως μάλιστα να μη πρέπει να θεραπευθούν. Αι Αθήνα δεν δύνανται πάντως ποτέ να εξελιχθούν εις σύγχρονον πρωτεύουσαν. Τον χειρουργόν καθυστερήσαντα, διαδέχεται εαυτόν ο ιερεύες. Ας ακολουθηθή η μόνη απομένουσα λύσις: Η εγκατάλειψις» υποστήριζε ο καθηγητής του ΕΜΠ.
Ο Κυδωνιάτης τασσόταν υπέρ της μεταφοράς της κυβέρνησης, της διοίκησης, της Δικαιοσύνης, των μεγάλων τραπεζών, οργανισμών και εργοστασίων μακριά από την Αθήνα, προκειμένου «να διασωθούν αι Αθήναι εις την ιστορικήν των μορφήν» και να λειτουργήσουν «ως πόλις τουριστική και πνευματική, ως πόλις της Τέχνης και της Σοφίας». «Αι Αθήνα δια την Αθήνάν, αλλ’ η πρωτεύουσα μακράν των Αθηνών» σημείωσε στον λόγο του.
Ο ρομαντικός Κυδωνιάτης έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την αστυφιλία και ζητούσε άμεσα αποκέντρωση των κρατικών και οικονομικών λειτουργιών για να σωθεί η πληθυσμιακή διαρροή της υπαίθρου. «Όσο ταχύτερον αντιληφθώμεν την αλήθειαν αυτήν τόσον ολιγώτερα δεινά θα επισσωρεύσωμεν και εις την πόλιν και την χώραν και εις τους κατοίκους της» κατέληξε στην ομιλία του.
Αν και η τοποθέτηση του Κυδωνιάτη ερχόταν σε συνέχεια αντίστοιχων φωνών της δεκαετίας του 1930, που έμπλεκαν την πολεδομία με την ιστορία, αφού υποστήριζαν ότι εξ αρχής η Αθήνα δεν ήταν τίποτε άλλο από μία προσωρινή, μεταβατική πρωτεύουσα, διότι αυτό το καθήκον ανήκε στην Κωνσταντινούπολη με την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, εν τούτοις οι επισημάνσεις του καθηγητή του ΕΜΠ για τον γιγαντισμό των Αθηνών ήταν καίριες και παραμένουν επίκαιρες.
«Εμπορικοί δρόμοι μόνο για πεζούς»
Νέος επιστήμων, τότε, ο μετέπειτα καθηγητής του ΕΜΠ, Α. Αραβαντινός υποστήριξε στο συνέδριο την «ανάγκη να διερευνηθή το εμπορικό κέντρο της πόλεως για να δημιουργηθούν εμπορικοί δρόμοι αποκλειστικά για πεζούς και δρόμοι αποκλειστικά για οχήματα», καθώς, όπως τόνισε, «με αυτόν τον τρόπο θα ανακουφισθή η πίεσις προς το κέντρο».
Ο Αραβαντινός, παρουσιάζοντας το μοντέλο του Αννόβερου, έθετε ως στόχο «την δημιουργίαν ενός οδικού κυκλοφοριακού δικτύου μόνο για πεζούς, ανεξαρτήτου κατά το δυνατόν από την τροχαίαν κίνηση και πυρήνων συγκεντρώσεως ή αναψυχής των πεζών», από τους οποίους θα αποκλείονταν τα αυτοκίνητα.
Οι ιδέες του καθηγητή χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να γίνουν αποδεκτές και να αρχίσουν να εφαρμόζονται στην Αθήνα, και μάλιστα, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν και τέθηκε σε εφαρμογή ένα εντατικό πρόγραμμα πεζοδρομήσεων στο Αθηναϊκό Κέντρο, που δυστυχώς δεν συνεχίστηκε.
«Από την πόλη στην Οικουμενούπολη»
«Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός του πληθυσμού, η συνεχής ανάπτυξη της τεχνικής, η καλλιτέρευση του βιοτικού επιπέδου, η ραγδαία και καταπληκτική εξάπλωση των συγκοινωνιακών μέσων, ιδίως η εισβολή στη ζωή του αυτοκινήτου δημιούργησαν και δημιουργούν τις προϋποθέσεις που έσπασαν και θα σπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό των παλιών οικισμών και θα δώσουν νέες μορφές οικισμών. Την Δυνάπολη, την Οικουμενούπολη. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος στο χάος, το οποίο δημιουργείται καθημερινά και θα δημιουργείται με περισσότεροη πυκνότητα στο μέλλον. Με βάση αυτήν την πρόβλεψη, θα πρέπει να συγκροτηθή το μεγάλο μας οικιστικό και πολεοδομικό πρόγραμμα». Με αυτή την εισαγωγή, η οποία θεωρείται θρυλική στον τεχνικό κόσμο, ο Κωσταντίνος Δοξιάδης ανέλυσε το δικό του πολεδομικό όραμα για την Αθήνα και την Ελλάδα.
«Θα έλθη η στιγμή όπου 100 χρόνια από σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού θα ζη κατά μήκος του άξονος Πατρών, Κορίνθου, Αθηνών, Λαμίας, Βόλου, Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκης, μ’ένα μικρό άξονα προς τα σύνορα και άλλο άξονα προς την Αλεξανδρούπολη, γιατί εκεί επάνω βρίσκονται οι μεγάλοι πλουτοπαραγωγικοί χώροι, γιατί η όλη εξέλιξη μας οδηγεί προς την δημιουργία ενός μεγάλου κλάδου της Παγκόσμιας Οικομενούπολης μέσα στην ίδια μας την χώρα» έλεγε προφητικά ο Δοξιάδης, δείχνοντας έναν χάρτη δικτύων υποδομών που λίγο διαφέρει από την σημερινή κατάσταση.
Ο Δοξιάδης έβλεπε το μέλλον της Αθήνας στις περιοχές του Τατοϊου, της Ελευσίνας και των Μεσογείων και προέβλεπε ότι η πρωτεύουσα θα στέγαζε το έτος 2000 περίπου τα πέντε εκατομμύρια κατοίκους. Η κατοπινές προειδοποιήσεις του για συντεταγμένο και ουμανιστικό πολεοδομικό σχεδιασμό δεν εισακούστηκαν. Ακόμη και σήμερα η αγορά πολεοδομεί και το κράτος έπεται.
«Εθνική ανάγκη ο Καταστατικός χάρτης για την Πολεοδομία»
Στο απώγειο της πορείας του, που διεκόπη απότομα από την δικτατορία λίγα χρόνια αργότερα, ο Αριστομένης Προβελέγγιος ζήτησε στο Α’ Αρχιτεκτονικό Συνέδριο την άμεση δημιουργία ενός κατασταστικού χάρτη για την πολεδομία, που δεν θα επιτρέπει την παρέμβαση του κράτους στα πολεοδομικά θέματα, τα οποία θα πρέπει να καθορίζονται από τον τεχνικό κόσμο, και πρότεινε «σαν πρώτο μέτρο να αποσυμφορηθή η Αθήνα και να περιορισθούν οι κάτοικοί της σε ένα εκατομμύριο».
«Στην Αθήνα εφαρμόστηκαν όλα τα κλασσικά λάθη της διεθνούς αντιπολεοδομικής σκέψεως. Το κυριώτερο είναι γι’αυτούς από τους συναδέλφους που παρακολουθούν την πολεοδομική προσπάθεια μέσα στις φάσεις της αδυσώπητης διαφοροποιήσεως ιδεών, οικονομιών και προβλήμάτων στις διάφορες χώρες. Το σημαντικότερο είναι ότι ο έλεγχος της ιδιοκτησίας υπήρξε το κλειδί της Πολεοδομίας. Ο έλεγχος της ακινήτου ιδιοκτησίας είναι κάτι τόσο παλιό όσο και οι πόλεις» έλεγε ο Προβελέγγιος.
«Το Αθηναϊκό αδιέξοδο, λοιπόν, οφείλεται στην αδυναμία του Κράτους από παλαιότερα χρόνια μέχρι σήμερα να προγραμματίση, να επιβάλη, να κυριαρχήση» σημείωσε και υπογράμμισε ότι «γεγονός είναι ότι, η ασυλλόγιστη αυθαιρεσία, η βεβαιότητα ότι Αθήνα δεν είναι μία κοινωνική ολότητα, αλλά η πόλη όπου τα συμφέροντα του καθενός πρωθούνται, έκανε μία παράλογη επέκταση με ουσιαστική κατάληψη όλου του Αττικού πεδίου, με πλήρη καταστροφή της πράσινης ζώνης που περιέβαλε την Αθήνα και με πλήρη συντριβή και διασπορά όλων των στοιχείων που μπορούσαν συνθετικά ν’αποτελούν την μονάδα μεγαλούπολη – Αθήνα».
«Τα δεινα είναι δύο. Το ένα είναι ότι η πόλη αυτή έχει δημιουργήσει μία βαθύτατη υποθήκη στην εθνική οικονομία για το μέλλον. Η αύξηση της αξίας των οικοπέδων και κατά συνέπεια των επ’αυτών κτηρίων δημιούργησε μία εις βάθος ανατροπή του οικονομικού ρυθμού που έπρεπε να έχη η μία χώρα, της οποίας τα οικονομικά αποθέμετα και εν γένει η παραγωγή και ο βιομηχανικός εξοπλισμός ήταν μετά τον πόλεμο υποτυπώδη» ανέφερε.
«Το δεύτερο πως η δημιουργία τεράστιας επιφάνειας στην οποία δόθηκε τεράστια αξία, καθήλωσε μεγάλα χρηματικά ποσά σε πράξεις, οι οποίες τελικά δεν είναι παρά πλασματικές και συναλλαγές μη παραγωγικές, με συνέπεια την αδυναμία της παροχής από τους ιδιώτας των ποσών που διέθεσαν για την αξιοποίηση, την πλασματική, την φανταστική, στο πενταπλάσιο ή το δεκαπλάσιο της αληθούς τους αξίας. Εστέρησαν έτσι το Κράτος από έναν οικονομικό σύμμαχο, τους ίδιους τους Έλληνας με αποταμιεύσεις τόσον εκ του εσωτερικόυ όσο και εκ του εξωτερικού για την δημιουργία ευρυτάτου οικοδομικού προγράμματος, του οποίου τα κέρδη θα επέστρεφαν εις τους ίδιους τους μετόχους Έλληνες» σημείωσε.
«Έτσι, δημιουργήθηκε και στην Ελλάδα μία κατάσταση ανθρώπων που ζουν ένα επίπεδο επιθυμιών και απολαυών πάνω όχι μόνο από το ουσιαστικό επίπεδο του τόπου τους, αλλά και πάνω από τα αγαθά, τα οποία με εύλογο τρόπο απέκτησαν» τόνισε και ζήτησε την «άμεση δημιουργία ενός Νέου Καταστατικού Χάρτου που να συνθέτη την πολεοδομική ανασυγκρότηση σαν πρόβλημα εθνικής ανάγκης».
Έτσι, ο Προβελέγγιος πρότεινε αναδιάρθωση, αναδιοργάνωση με πύκνωση και μείωση της έκτασης των Αθηνών, με πρόγραμμα μείωσης του πληθυσμού στο 1 εκατομμύριο κατοίκους, ανάπτυξη παραγωγικών έργων και ιδιαίτερα της ενέργειας, εκμετάλλευση μεταλλευμάτων, ορθολογιστική οργάνωση της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής και ανάπτυξη των υποδομών.
Το πόρισμα του συνεδρίου
«Το Συνέδριο, κατά τις γόνιμες εργασίες του, πού διεξήχθησαν μέσα σε πνεύμα επιστημονικής αναζητήσεως και αντικειμενικότητος, διαπιστώνει τα εξής:
1. Την οξύτητα με την οποία τίθεται σήμερα, και τη μεγαλύτερη οξύτητα με την οποία θα τεθή αύριο, το πολεοδομικό πρόβλημα της χώρας, καθώς και τους κινδύνους πού δημιουργεί η παράταση της σημερινής καταστάσεως.
2. Τον απόλυτο συσχετισμό του προβλήματος της πολεοδομίας με την οικονομική, τεχνική, διοικητική, εκπαιδευτική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, και την ανάγκη της συντονισμένης αντιμετωπίσεώς του.
3. Την έλλειψη συγκεκριμένης εθνικής πολεοδομικής πολιτικής και συγχρόνως την αδυναμία του Κράτους να αντιμετωπίση και προγραμματίση, με τις υπηρεσίες που διαθέτει και χωρίς να κινητοποιή ολόκληρο το επιστημονικό δυναμικό της χώρας, ένα μακροχρόνιο πολεοδομικό πρόγραμμα.
4. Την ανάγκη να αντιμετωπισθούν τα πολεοδομικά μας προβλήματα με μιά σωστή οικιστική πολιτική καί ένα μακράς πνοής πρόγραμμα.
5. Την ιδιαίτερη σημασία της ερεύνης και μελέτης για την αντιμετώπιση των πόλεων και οικισμών της χώρας.
6. Την ανάγκη της ειδικής εκπαιδεύσεως των αρχιτεκτόνων, τεχνικών και επιστημόνων της χώρας πάνω στα πολεοδομικά θέματα.
7. Την υφισταμένη εξάρτηση μεταξύ της πολεοδομικής αναπτύξεως και του θεσμού της τοπικής αυτοδιοικήσεως, ο οποίος χρήζει υλικής και ηθικής ενισχύσεως από μέρους του Κράτους, ώστε οι πόλεις και τα χωριά μας να αντιμετωπίσουν σωστά τη μελλοντική μας διαμόρφωση.
8. Την ευθύνη του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και Τεχνικού Eπιμελητηρίου της Ελλάδος για την ορθή μελέτη και αντιμετώπιση των πολεοδομικών και οικιστικών ζητημάτων, καθώς την ανάγκη να μελετήσουν ένα πρόγραμμα συγκεκριμένης δράσεως.
9. Αποφασίζει τη συγκρότηση Επιτροπής επεξεργασίας και διατυπώσεως του πορίσματος του Συνεδρίου. Η Επιτροπή προτείνεται να αποτελεσθή από τον Καθηγητή κ. Θ. Aργυρόπουλο, τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο κ. Α. Χατζόπουλο, τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο κ. Α. Aραβαντινό, τον Πρόεδρο και τον Γεν. Γραμματέα του Συλλόγου Aρχιτεκτόνων.
10. Αποφασίζει τη σύγκληση του Δευτέρου Πανελληνίου Αρχιτεκτονικού Συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 1962, με θέμα η «Πολεοδομία λαϊκή κατοικία στην Ελλάδα»».