Δύο τρόποι υπάρχουν για να διαβάσει κανείς τη Χαμένη Άνοιξη (Το ΒΗΜΑ 2011 / Κέδρος 2009) του Στρατή Τσίρκα στις μέρες μας. Ο Γιώργος Βέλτσος τη διαβάζει ως αντανάκλαση του ταραγμένου κόσμου των Ιουλιανών του 1965 στο προσωπικό και πολιτικό σήμερα. Η άλλη ανάγνωση έχει να κάνει με το background των προσώπων – για την ακρίβεια με τα πράγματα γύρω από τους χαρακτήρες.
Το παρασκήνιο της Χαμένης Άνοιξης καθρεφτίζει την ποιότητα της ζωής στην Ελλάδα πριν από τη Μεταπολίτευση. Όταν ο Αντρέας, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, επιστρέφει από την υπερορία βρίσκει «τ’ αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας». Ποια είναι αυτά; «Ένα ξύλινο κρεβάτι με διπλό στρώμα από αφρολέξ, τρία διπλωτά τραπεζάκια από φορμάικα, το ένα για να τρώγω στην κουζίνα, τρεις καρέκλες με πλαστική ψάθα, ψυγείο, φουρνάκι, που λειτουργεί με υγραέριο, πιατικά, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, σεντόνια, μαξιλάρια και μια φλοκάτη για το γραφείο. Τέλος, μια κουρελού για την κρεβατοκάμαρη και δυο κουβέρτες» (σ. 134-135).
Ο ήρωας φροντίζει βέβαια να κάνει τη διάστιξη με τη Βαρσοβία, την Πράγα, τη Μόσχα και την Τασκένδη – και να χαρακτηρίσει τον εαυτό του μεταξύ σοβαρού και αστείου ως «νεόπλουτο». Ο νεόπλουτος όμως του δυτικού κόσμου δεν απέχει παρασάγγας (όπως αφήνεται να εννοηθεί) μόνο από τον πολίτη των λαϊκών δημοκρατιών ή τον μέσο Έλληνα του παρελθόντος. Συγκρίνοντας το καταναλωτικό όνειρο της φορμάικας και του αφρολέξ με το αντίστοιχο κατοπινό του Ι.Χ., του PC και του home theater αντιλαμβάνεται κανείς κάτι που έχει ξεχαστεί εδώ και χρόνια: η προδικτατορική Ελλάδα ήταν μια κατά βάση φτωχή χώρα.
Όσοι θυμούνται, έστω και αχνά, τις φτηνές καρέκλες με την πλαστική ψάθα του Αντρέα της Χαμένης Άνοιξης αραδιασμένες ακόμη στα στενά μπαλκόνια της Αθήνας των τελών της δεκαετίας του ’70, θα αναγνωρίζουν την αντιστοιχία στην τότε ελληνική πραγματικότητα μιας ανάμνησης της Ραΐσα Γκορμπατσόβα από τη σοβιετική, όπως την παραθέτει ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Ρόουντς στο βιβλίο Arsenals of Folly: ένα παλτό που της είχαν κάνει δώρο οι γονείς της, το οποίο φόρεσε πολλά χρόνια και αποτελούσε σημείο αναφοράς στα χρονικά της οικογένειας. Η οικογενειακή ιστορία πολλών Ελλήνων το 1980 γύριζε γύρω από ένα «καλό» παλτό, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, ένα παλιό σαλόνι που «άντεχε» ακόμη – γύρω από χρηστικά πράγματα που δεν αντικαθιστούνταν όχι από άποψη, αλλά γιατί ακριβώς δεν υπήρχε περίσσευμα για να αντικατασταθούν.
O καταναλωτισμός, η μόδα ή το lifestyle δεν είναι πάντοτε (ή αποκλειστικά) ζήτημα νοοτροπίας, προϋποθέτουν οικονομικούς πόρους. Το επίτευγμα της Μεταπολίτευσης είναι ότι από ένα σημείο και μετά, δια της ευρωπαϊκής οδού κυρίως, έδωσε την ευκαιρία να ξεπεραστεί το παλτό ως σημείο αναφοράς της οικογενειακής ιστορίας. Η σύλληψη του εγχειρήματος, η πολιτική διαχείριση και το τίμημα του τρόπου της υπέρβασης βέβαια όχι μόνο είναι μπροστά μας, αλλά απειλεί να καταστήσει και την όλη εποχή διάλειμμα.