Τα γενόσημα αποτελούν το καυτό θέμα συζήτησης των ημερών και η κοινή γνώμη φέρεται διχασμένη. Σε τέτοιες περιπτώσεις καλό είναι να μιλούν εκείνοι που ξέρουν. «Το Βήμα» ζήτησε από τον κ. Δημήτρη Κούβελα, καθηγητή Φαρμακολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, να ξεδιαλύνει το τοπίο.
Ποια είναι η θέση σας για τα γενόσημα;
«Τα γενόσημα είναι μόνο ένα παράδειγμα που δείχνει πως όταν θέτει κανείς λάθος ερωτήματα παίρνει λάθος απαντήσεις. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ποια είναι τα ζητούμενα και να υπάρξουν προτάσεις λύσεων των προβλημάτων. Π.χ., έχουμε αποφασίσει ότι θα πρέπει να μειωθεί το κόστος της Υγείας; Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στοχοποιώντας τα φάρμακα, που αποτελούν λιγότερο από το 15% του συνολικού κόστους υγείας».
Και η δική σας πρόταση;
«Η ορθολογική συνταγογράφηση βάσει κανόνων. Π.χ., στον καθορισμό της δόσης χρησιμοποιούνται υγιείς εθελοντές, συνήθως άνδρες. Η δόση που υπολογίζεται βάσει αυτών των «τσολιάδων» μπορεί να σκοτώσει έναν ηλικιωμένο του οποίου η ηπατική και η νεφρική λειτουργία είναι ανεπαρκείς. Το να μειώσει ο γιατρός τη δόση στο μισό για τον ηλικιωμένο ασθενή είναι για μένα άσκηση καλής ιατρικής. Αντιλαμβάνεστε βέβαια ότι μείωση στο μισό θα πει ένα χάπι αντί για δύο. Δηλαδή, μείωση του κόστους κατά 50% με ταυτόχρονη καλύτερη υγεία».
Επιστρέφοντας στα γενόσημα, υπάρχει κάτι που σας προβληματίζει;
«Υπάρχουν πολλά. Π.χ., στη Γερμανία υπάρχουν 20 αντίγραφα ομεπραζόλης (Losec) ενώ στην Ελλάδα περισσότερα από 100. Και το φάρμακο αυτό δεν είναι εξαίρεση, αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ε, λοιπόν, αυτό με προβληματίζει».
Πού αποδίδετε εσείς αυτό το φαινόμενο;
«Υπάρχουν τρεις τρόποι για να εγκριθεί ένα φάρμακο, γενόσημο ή μη. Ο ένας είναι η κεντρική έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων. Ο δεύτερος είναι η αμοιβαία έγκριση, η οποία σημαίνει ότι ένα φάρμακο παίρνει έγκριση σε μια χώρα και μια δεύτερη χώρα αποδέχεται αυτή την έγκριση και χωρίς περαιτέρω διαδικασίες προχωρεί στην έγκρισή του. Ο τρίτος τρόπος είναι η εθνική έγκριση η οποία γίνεται βάσει εθνικών διαδικασιών και τα φάρμακα που εγκρίνονται κυκλοφορούν μόνο στη χώρα μας. Δεν είναι λοιπόν προφανές το ερώτημα γιατί κάποιος μπαίνει στον κόπο να εγκρίνει ένα φάρμακο μόνο για τη χώρα μας; Δεν θα τον ενδιέφερε να πουλά το προϊόν του στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά; Ή μήπως δεν έχει το προϊόν τις προδιαγραφές για να κυκλοφορήσει στην ευρωπαϊκή αγορά;».
Το υπουργείο λέει ότι γίνονται έλεγχοι…
«Φυσικά, αλλά το θέμα είναι πώς γίνονται. Οπως σε πολλά πράγματα, υπάρχει και εδώ ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο επιτρέπει φαινόμενα που δεν μας τιμούν. Γι’ αυτό μπορούν τόσο πολλοί να δημιουργούν γενόσημα στην Ελλάδα».
Τι μπορεί να πάει άσχημα με ένα γενόσημο;
«Θα σας δώσω ένα μόνο παράδειγμα: σε πολλές περιπτώσεις ουδείς γνωρίζει τη σταθερότητα των γενοσήμων στον χρόνο. Αν αλλάξει και ένα μόνο έκδοχο, η δραστική ουσία μπορεί να ζει λιγότερο…».
Υποτίθεται πάντως ότι γίνονται βάσει της ίδιας συνταγής με τα πρωτότυπα.
«Οχι, είναι άλλη συνταγή. Είναι σαν να κάνεις κέικ που το βασικό συστατικό του είναι αλεύρι. Αν βάλεις σοκολάτα ή σταφίδες, όμως, γίνεται άλλο κέικ, που ταιριάζει στον έναν αλλά όχι σε κάποιον άλλον. Υποτίθεται επίσης ότι γίνονται δειγματοληπτικοί έλεγχοι. Και φυσικά πιστεύουμε το υπουργείο που λέει ότι ήλεγξε τα 1.000 από τα 200.000 φάρμακα που κυκλοφορούν. Προσωπικά θα ήθελα να έβλεπα (στο πρόγραμμα Διαύγεια) πού είναι το κονδύλι που δόθηκε για να επισκεφθούν κάποιοι το Μπανγκλαντές ή την Ινδία και στη συνέχεια το κόστος ανάλυσης για να ελεγχθούν ποιοτικά και ποσοστικά τα φάρμακα που θα έλθουν από εκεί. Τέλος, πώς εξασφαλίζουμε ότι η συνταγή θα είναι η ίδια αν εμείς θέλουμε να αγοράζουμε το χάπι για τρία λεπτά ενώ ο Γερμανός κάνει την ίδια παραγγελία και πληρώνει 30;».
Πάντως τα μισά φάρμακα στη Γερμανία είναι γενόσημα (βάσει του τηλεοπτικού σποτ του υπουργείου).
«Υπάρχει διαφορά στον ορισμό. Οι Γερμανοί συμπεριλαμβάνουν στα γενόσημα και τα πρωτότυπα των οποίων έχουν λήξει οι πατέντες. Στην Ελλάδα δεν περιλαμβάνουμε τα εκτός πατέντας στα γενόσημα. Αν τα συμπεριλαμβάναμε, το ποσοστό θα ξεπερνούσε το 50% και επομένως είναι ακριβώς το ίδιο».
Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, ποια θα ήταν η πρότασή σας για να μειωθούν κατά το δυνατόν φαινόμενα που μπορεί να θέσουν την υγεία μας σε κίνδυνο;
«Επειδή ορισμένα φαινόμενα είναι διεθνή, δεν χρειάζεται να ανακαλύψει κανείς την πυρίτιδα. Υπάρχει ένας κώδικας δεοντολογίας ο οποίος αφορά την πολιτική προώθησης των φαρμάκων και την αποφυγή του αθέμιτου ανταγωνισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας έχουν υπογράψει αυτόν τον διεθνή κώδικα ενώ άλλες εταιρείες είναι διστακτικές. Αυτό γεννά εύλογες απορίες… Γιατί το υπουργείο δεν αποφασίζει να μην καλύπτει φάρμακα που παρασκευάζονται από εταιρείες που δεν έχουν υπογράψει το σύμφωνο δεοντολογίας;».
Τι μπορεί λοιπόν να κάνει ένας γιατρός που θέλει να προστατεύσει τους ασθενείς του;
«Θεωρώ ότι είναι καιρός να αναλογιστούμε όλοι τις προσωπικές ευθύνες μας και οι γιατροί επίσης. Προσωπικά είμαι πάντα επιφυλακτικός, προτιμώ φάρμακα που κυκλοφορούν χρόνια στην αγορά, αποφεύγω κάποια με βιοδραστικά έκδοχα, προσδιορίζω προσεκτικά το δοσολογικό σχήμα και αποφεύγω δυσάρεστες εκπλήξεις».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ