Αργοπόρησε κάμποσο η οριστική σύνταξη του ενδιάμεσου πέμπτου βιβλιαρίου της σειράς «Γραφή και Ανάγνωση», η οποία ξεκίνησε (εκδόσεις Πατάκη) με τον Σολωμό και τον Καβάφη (2007), πέρασε στον Σεφέρη και τον Ελύτη (2008), και κατέληξε στο ζεύγος Σινόπουλος – Σαχτούρης (2009). Αφήνοντας σε εκκρεμότητα τον ακαταπόνητο και πολύτροπο Γιάννη Ρίτσο. Οι λόγοι της αργοπορίας δεν ήταν μόνον προσωπικοί. Μεσολάβησε η επέτειος για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, που ευνόησε πολλαπλά συμπόσια και έντυπα αφιερώματα, όχι πάντα με την αναμενόμενη ποιότητα.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, δίστασα να προσθέσω στην πλούσια αυτή επετειακή σοδειά και τη δική μου κατάθεση, εν μέρει εξάλλου απολογιστική. Στο μεταξύ, με υπόδειξη της Νινέτας Μακρυνικόλα, σκάλωσε η δουλειά στον Τειρεσία, μια από τις πιο ατίθασες και αινιγματικές συνθέσεις του ποιητή, που απαιτούσε αποκλειστική προσήλωση, για να βγει σε πέρας.
Το προκείμενο βιβλιάριο μοιράζεται τώρα σε δύο μέρη: προβλεπόμενο το ένα, απρόβλεπτο το άλλο. Στο πρώτο μέρος συντάσσονται έξι μελετήματα – δύο δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Τα τρία πρώτα («Η τιμή του χρυσού και της πέτρας», «Προβλήματα ποιητικής οικονομίας», «Αφηγηματική υπόκριση») επιμένουν σε ζητήματα μεθόδου, σκηνοθεσίας και ιδεολογίας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Τα δύο τελευταία προσηλώνονται σε επώνυμες αρχαιόμυθες συνθέσεις του: στον Φιλοκτήτη και στον Τειρεσία. Μεσολαβούν τα «Μικρά ομηρικά»: παραβατικά, περιορισμένης έκτασης, ποιήματα, που υπερασπίζονται ευάλωτες μορφές και πράξεις των ομηρικών επών και του επικού κύκλου.
Το απρόβλεπτο Επίμετρο ανακαλεί (αποσπασματικά) την προδρομική εκείνη Πολυκριτική για τον Γιάννη Ρίτσο, δημοσιευμένη στο πρώτο τεύχος του περιοδικού η Συνέχεια (Φεβρουάριος 1973) – εκκρεμεί ακόμη η συστηματική και δίκαιη αποτίμησή της σε αφοσιωμένα πρόσωπα, πρωτοποριακά κείμενα και ριψοκίνδυνες πολιτικές πράξεις. Αναφέρονται ενδεικτικώς οι τίτλοι των τριών συνεισφορών, οι οποίες συντομευμένες εδώ αναδημοσιεύονται: «Ο ποιητής και η ποίηση» (εισαγωγικό κείμενο δικό μου), η «Ελευθερία και αναγκαιότητα» (της Χρύσας Προκοπάκη) και «Η μεγάλη δύναμη» (του Πάνου Θασίτη). Σε πλαίσιο εξάλλου αποτυπώνονται (με τις αναγκαίες πάλι περικοπές) δύο αυτοκριτικά κείμενα του Ρίτσου: «Σχόλια στις Μαρτυρίες» και «Ο Τοίχος και Το Θεωρείο».
Υστερα από σαράντα περίπου χρόνια, η προκείμενη Πολυκριτική (νεολογισμός που, όσο ξέρω, προτείνεται και εφαρμόζει στον ευρύτερο χώρο της κριτικής για πρώτη φορά) αφιερώνεται στον απόδημο πια Πάνο Θασίτη. Ισάξιο ποιητή με τους αξιωμένους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και κριτικό σπάνιας ευστοχίας, βεβαιωμένης και στο συγκεκριμένο του πόνημα. Οπου ορίζονται, εξετάζονται και δικαιώνονται τα παράδοξα της αδάμαστης ποιητικής ευφορίας του Γιάννη Ρίτσου, στο ολοκλήρωμα της οποίας συνδυάζονται ιδιοφυώς ο άρτιος και ο περιττός τρόπος. Που πάει να πει: η πύκνωση και η αραίωση, η άφεση και η ύφεση του ποιητικού λόγου.
Η συνολική αφιέρωση του βιβλιαρίου στην ωραία και γενναία Νάνα Καλλιανέση είναι πράξη αυτονόητη, τουλάχιστον για όσους διαθέτουν ακόμη μνήμη και συμπάθεια. Κέδρος, Νανά και Ρίτσος, σύμβολα μιας δίσεχτης εποχής, υπήρξαν και παραμένουν συνώνυμα. Γύρω και πλάι, ακουμπώντας ο ένας στον άλλο, κυκλοφορούν στον κάτω κόσμο και άλλοι φίλοι της αλησμόνητης Νανάς. Σκιές και φωνές, από το φασματικό εκείνο βιβλιοπωλείο της στοάς, συνομιλώντας μεταξύ τους, με την ελπίδα πως τους ακούμε. Ενώ ο Τειρεσίας του Ρίτσου βεβαιώνει: κανείς δεν έμεινε, κανείς δεν έφυγε, κανείς δεν λείπει.
Αν υπάρξει δεύτερη έκδοση του επικείμενου βιβλιαρίου, υπόσχομαι να προσθέσω ένα απρόβλεπτο μελέτημα, που προέκυψε ενδιαμέσως. Ο λόγος για τον Αίαντα του Γιάννη Ρίτσου: δραματική σύνθεση που περιέχεται στην Τέταρτη Διάσταση, συνταγμένη στη Λέρο και στη Σάμο, και χρονολογημένη επακριβώς («Αύγουστος 1967 -Ιανουάριος 1969). Διασταυρώθηκα μαζί της πρόσφατα, μελετώντας τις ανταποκρίσεις του Σοφόκλειου Αίαντα πίσω μπρος, φτάνοντας έτσι στον δικό του Αίαντα, που με συγκλόνισε. Πρόκειται για τον οικονομικότερο και εντελέστερο μονόλογο, που περιέχεται στα ομόλογα κείμενα της Τέταρτης Διάστασης, ο οποίος, με τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις του, ανταποκρίνεται ιδιοφυώς στο ομώνυμο δράμα του Σοφοκλή. Παράδειγμα οι τρεις στίχοι της αρχής του:
Γυναίκα, τι κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,/ βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,/ μπαίνουν μεγάλες μύγες, γέλια κρυφά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ