«It’s chic to be Greek» («Είναι σικ να είσαι Ελληνας») έγραφε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στους «New York Times» ο Νίκολας Γκέιτζ (ή αλλιώς Νίκος Γκατζογιάννης) συνοψίζοντας σε μία φράση όλη τη νεοαποκτηθείσα υπερηφάνεια των ελλήνων ομογενών της Αμερικής εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με το ντοκυμαντέρ της Μαρίας Ηλιού «Το Ταξίδι: το Ελληνικό Ονειρο στην Αμερική», ήταν το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που προκάλεσε γενικότερο αναβρασμό και είχε αρχίσει τότε να επηρεάζει θετικά όχι μόνο την κοινότητα των Αφροαμερικανών αλλά και άλλων μειονοτήτων, μεταξύ των οποίων και οι Ελληνες.
Επειτα από αγωνιώδεις προσπάθειες ένταξης στην αμερικανική κοινωνία, οι οποίες διήρκεσαν δεκαετίες ολόκληρες, οι Ελληνες της Αμερικής αισθάνονται για πρώτη φορά ότι μπορούν άφοβα να επιδεικνύουν την καταγωγή τους. Οχι τυχαία, το σύνθημα που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος εκείνη την περίοδο είναι το «επιστροφή στις ρίζες».
Ούτε που θα το φανταζόταν αυτό η νεαρή κοπέλα που έφτασε στο νησί Ελις πριν από 100 χρόνια αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. «Αχ, πόσο όμορφη είσαι!» αναφώνησε μόλις είδε από το κατάστρωμα του πλοίου το Αγαλμα της Ελευθερίας. Ούτε που θα φανταζόταν τις δυσκολίες που επρόκειτο να συναντήσει, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, το κρύο, την εχθρότητα και τις προκαταλήψεις των γηγενών, και προπαντός το μαράζι της επιστροφής που θα την κατέτρωγε μέχρι τέλους. Ούτε που θα το φανταζόταν ότι αυτό που μια ζωή λαχταρούσε θα γινόταν κάποτε (όταν αυτή θα είχε πια γεράσει) σύνθημα στους δρόμους της χώρας που την υποδέχτηκε: «επιστροφή στις ρίζες».
Η ιστορία της Ελληνίδας που μετανάστευσε στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα (από το 1900 ως το 1917 περίπου 450.000 Ελληνες εισήλθαν στη χώρα) είναι μία από τις πολλές που ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης «Πατρίδες». Επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με ένα κολλάζ από μαρτυρίες μεταναστών, κυρίως Ελλήνων αλλά και τριών «ξένων», ενός Σύρου, ενός Αφγανού και ενός Πακιστανού, που εμφανίζονται επί σκηνής και αφηγούνται τις πραγματικές περιπέτειές τους.
Τα κείμενα προέρχονται από διάφορες πηγές, όπως εξηγούν οι σκηνοθέτες στο σημείωμά τους, ενώ τα βιβλία που χρησιμοποίησαν περισσότερο είναι τα «Ελληνες εργάτες στη Γερμανία» (1974) και «Οπου κι αν είμαι, ξένος» (2000) του Γιώργου Ματζουράνη. Το έργο του Ματζουράνη επελέγη επειδή «οι μαρτυρίες που περιέχει είχαν συγκεντρωθεί επί τόπου, τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Οπότε φέρουν ολόκληρο το αίσθημα της αποκοπής από την πατρίδα και το σοκ της επαφής με την ξένη χώρα. Οι «ήρωές» του μιλούν εν θερμώ. Δεν προσέχουν τα λόγια τους. Δεν είναι ακόμη σε θέση να αξιολογήσουν» διαβάζουμε στο ίδιο σημείωμα.
Αυτή η αίσθηση του πρωτόλειου κυριαρχεί στις αφηγήσεις που ζωντανεύουν μέσα από τις ερμηνείες των ηθοποιών. Σιγά-σιγά, ταξιδεύοντας μπρος-πίσω στον χρόνο, από τις αρχές του 20ού αιώνα ως σήμερα, τους ακολουθούμε σε όλα τα στάδια της δοκιμασίας: το πρωτόγονο ταξίδι για την πραγματοποίηση του οποίου έπρεπε να πουληθούν όλα τα υπάρχοντα («ένα κατσίκι για το διαβατήριο»), το φαγητό στο πλοίο («ρέγκες με σκουλήκια»), οι ψείρες, η άφιξη στον τόπο προορισμού, τα φτωχικά διαμερίσματα, τα εξοντωτικά ωράρια εργασίας («πίσσα ξυπνάω, πίσσα γυρνάω»), οι δυσκολίες εκμάθησης της ξένης γλώσσας, η αλληλογραφία με τα αγαπημένα πρόσωπα πίσω στην Ελλάδα, το άγχος της απιστίας («εγώ το τρίτο παιδί θα το κάνω, δεν ξέρω με ποιον»), η αγωνία του επαναπατρισμού, η επιστροφή (για μερικούς, όχι για όλους) αλλά και η δυσκολία επανένταξης στην ελληνική κοινωνία έπειτα από τόσα χρόνια απουσίας («Εδώ στην Ελλάδα μάς λένε Γερμανούς») που οδηγεί στο πικρό συμπέρασμα: «Οταν γνωρίσεις δύο πατρίδες, δεν έχεις καμία».
Η ελληνική εμπειρία από διάφορες μεταναστευτικές περιόδους του παρελθόντος μπλέκεται αρμονικά με την εμπειρία των «ξένων» του παρόντος οι οποίοι μπήκαν λαθραία στην Ελλάδα με κίνδυνο της ζωής τους και προσπαθούν, όπως λένε, να αφομοιωθούν, να μάθουν τη γλώσσα και τις συνήθειές μας, να τραγουδήσουν τα τραγούδια μας, να ερωτευτούν με κοπέλες που ντρέπονται να τους γνωρίσουν στους φίλους τους.
Γλαφυρές ιστορίες που συνδυάζουν την απελπισία με το χιούμορ και καθίστανται ακόμη πιο συγκινητικές, όταν σκεφτεί κανείς ότι είναι πέρα για πέρα αληθινές και φυσικά ότι η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο κυκλικό: εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις, μοιάζει να λέει το «πόρισμα» της παράστασης που κλείνει με αποκαλυπτικά νούμερα: 59.000 Ελληνες έκαναν το 2011 αίτηση για μετανάστευση στο αμερικανικό προξενείο (αν το σημείωσα σωστά).
Παρ’ όλες τις αρετές και τα ευγενή τους κίνητρα, οι «Πατρίδες» αποδεικνύονται ένα εγχείρημα περισσότερο κοινωνιολογικού παρά θεατρικού ενδιαφέροντος. Η ροή είναι μονότονη, η διάρκεια μεγάλη και η όψη επαφίεται σε παλιομοδίτικά κλισέ: ράγες τρένου περιτριγυρισμένες από στοίβες φθαρμένες βαλίτσες (Αντώνης Δαγκλίδης) συνιστούν την πλέον αναμενόμενη επιλογή και δεν εξασφαλίζουν πλατφόρμα στη φαντασία. Ακόμη και ένα θέατρο-ντοκουμέντο θα μπορούσε να ωφεληθεί από φρέσκες σκηνογραφικές ιδέες.
Σε ερμηνευτικό επίπεδο ξεχωρίζουν η Ελένη Κοκκίδου και ο Θανάσης Ευθυμιάδης (ο εργάτης με το κίτρινο Fa και τις πολλαπλές κατακτήσεις), αξίζει όμως εδώ να αναφερθούν όλοι οι ερμηνευτές, ηθοποιοί και μη, που προσεγγίζουν με πάθος τους αφανείς ήρωές τους: Μπακάρ Χουσεΐν αλ Μπακάρ, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ιρφάν Μουχαμάντ Αρίφ, Σταύρος Καραγιάννης, Παναγιώτης Τσεβάς, Ταξιάρχης Χάνος, Μπαρκάτ Χοσεϊνί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ