Αν και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη λαμπρότητα ενός άστρου, η Γη εκπέμπει στο Διάστημα μια λάμψη, και η λάμψη αυτή φέρει μέσα της τα σημάδια της ζωής. Τώρα οι επιστήμονες βρήκαν τρόπο να τα αποκρυπτογραφήσουν με στόχο να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση για την αναζήτηση ζωής σε άλλους πλανήτες.
Φωτεινές «βιοϋπογραφές»
Ο πλανήτης μας φυσικά δεν είναι αυτόφωτος, αντανακλά όμως προς το Διάστημα το φως που δέχεται από τον Ηλιο. Τα φυτά αντανακλούν το φως με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τα πετρώματα ενώ οι χημικές ουσίες που συνοδεύουν την ύπαρξη ζωής αφήνουν σε αυτή την αντανάκλαση χαρακτηριστικά αποτυπώματα – σημάδια που οι επιστήμονες ονομάζουν «βιοϋπογραφές».
Οι γήινες βιοϋπογραφές είχαν παρατηρηθεί πριν από περίπου δυο δεκαετίες, όταν το ερευνητικό σκάφος Galileo της NASA είχε περάσει επάνω από τον πλανήτη μας καθ’ οδόν προς τον Δία. Οι επιστήμονες είχαν σκεφτεί τότε ότι η ανίχνευση ανάλογων αποτυπωμάτων σε άλλους πλανήτες θα μπορούσε να αποτελέσει μια χειροπιαστή ένδειξη για την ύπαρξη ζωής.
Ωστόσο η ακτινοβολία των πλανητών είναι αρκετά «μουντή« και από απόσταση, εξουδετερώνεται εντελώς από τη λάμψη του άστρου τους. Ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι πολύ μακρινοί όπως συμβαίνει με τους εξωπλανήτες που οι ειδικοί θεωρούν ότι θα μπορούσαν να είναι κατοικήσιμοι, είναι αδύνατον να συλληφθεί με τα επιστημονικά όργανα που διαθέτουμε.
Αντανάκλαση στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης
Μια ομάδα ερευνητών του Νότιου Ευρωπαϊκού Αστεροσκοπείου ανακάλυψε τώρα έναν τρόπο για να «χαρτογραφήσει» την αδύναμη πλανητική λάμψη. Για την ανάλυσή της βασίστηκε στο τεφρώδες φως ή γαιόφως (Earthshine) – την αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας που «φεύγει» από τη Γη στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης.
Όπως περιγράφουν στη μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature», αναλύοντας τα δεδομένα του Very Large Telscope (VLT) στη Χιλή οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι αντίθετα με το φως των άστρων, το φως που αντανακλάται από τους πλανήτες είναι πολωμένο. Μελετώντας το φάσμα αυτού του πολωμένου φωτός εντόπισαν τις «υπογραφές» του οξυγόνου, του όζοντος και του νερού καθώς και διαφορές στα μήκη κύματος οι οποίες υποδηλώνουν την ύπαρξη βλάστησης.
Η μέθοδος, αν και πολλά υποσχόμενη, θα πρέπει πάντως να περιμένει. «Η χρήση της συγκεκριμένης τεχνικής δεν είναι προσιτή με τη σημερινή τεχνολογία» παραδέχθηκε ο Μίχαελ Στέρτσικ, επικεφαλής της μελέτης. Ισχυρότερα τηλεσκόπια που θα αναπτυχθούν στο μέλλον, όπως το European Extremely Large Telescope, θα είναι ίσως σε θέση να βοηθήσουν.