Μπορεί το ασφαλιστικό σύστημα να προχωρούσε ασθμαίνον και το πρόβλημα των συντάξεων να βίωνε μια πυρακτωμένη αναβολή, ωστόσο, η μεταρρύθμισή του από το 2010 και εφεξής δεν έγινε σ’ ένα «φυσιολογικό» περιβάλλον. Ο, τι θεσμοθετείται την εποχή αυτή, διαφεύγει της πραγματικής επίλυσης του ασφαλιστικού και εντάσσεται καθαρά στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος.
Οι δαπάνες για συντάξεις ενοχοποιήθηκαν. Κατά το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Το κοινωνικό κράτος και οι συντάξεις κατηγορούνται σε κάποιο βαθμό για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Γι’ αυτό και το Μνημόνιο, ανάγοντας τη δημοσιονομική πολιτική σε ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματος σταθερότητας, επιφυλάσσει στην κοινωνική ασφάλιση έναν ρόλο στήριξης της προσπάθειας προσαρμογής. Η διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και η βελτίωση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεθοδεύεται με τη μείωση των δαπανών για πληρωμές συντάξεων.
Σχεδόν η περιστολή των συνταξιοδοτικών δαπανών εμφανίζεται από το Μνημόνιο ως μονόδρομος. Μάλιστα, η σύνδεση γίνεται πιο άμεση, αφού από τη μείωση των συντάξεων εξαρτάται η εκταμίευση των χρημάτων της «σύμβασης δανειακής διευκόλυνσης». Η ίδια λογική των περικοπών συνεχίστηκε και με την έγκριση του «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015», καθώς και με το νέο Μνημόνιο (νέα περικοπή κύριων και επικουρικών συντάξεων).
Στην επιλογή αυτή εντοπίζεται και η σύγχρονη μετάλλαξη της κοινωνικής ασφάλισης. Το ασφαλιστικό αντιμετωπίζεται ως αιτία του δημοσιονομικού προβλήματος, καθώς και ως μέσο αντιμετώπισής του. Του λοιπού, οι στόχοι των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων αλλάζουν. Δεν πρόκειται πλέον για απλή διασφάλιση της βιωσιμότητας των Ταμείων, αλλά για διάσωση της ίδιας της εθνικής οικονομίας και κατ’ επέκταση της χώρας. Ειδικότερα, η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους επιδιώκεται μέσω σοβαρών επεμβάσεων στο ασφαλιστικό σύστημα. Το ασφαλιστικό ζήτημα χάνει την αυτοτέλεια επίλυσής του, μεταβαλλόμενο σε τμήμα μιας γενικότερης δημοσιονομικής διευθέτησης.
Η περικοπή των συντάξεων δεν έγινε με κάποιες μακρόπνοες εκτιμήσεις βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά με βάση τις άμεσες ανάγκες του Προϋπολογισμού. Η μη εφαρμογή των άλλων πολιτικών επέβαλε ως μέτρο άμεσης απόδοσης για τη δημοσιονομική εξυγίανση του κράτους τις μειώσεις των συντάξεων. Η επιβολή εισφορών στις συντάξεις, καθώς κι οι άλλες οριζόντιες περικοπές, κατά τις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων, στοχεύουν αποκλειστικά στην εξομάλυνση των δημοσιονομικών υπερβάσεων από τις οποίες μαστίζεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Πρόσθετα, πρέπει να διαρρήξουμε ένα πέπλο ουδετερότητας που εξυφαίνεται γύρω από τη δημοσιονομική ισορροπία. Πράγματι, η δημιουργία ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου δεν είναι ουδέτερη, αλλά συνδέεται με μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, την πολιτική της λιτότητας. Στην προοπτική περιστολής του δημόσιου χρέους, η δημοσιονομική αυστηρότητα συνδυάζεται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο προσαρμογής που συνίσταται στον περιορισμό του κράτους και της μείωσης της δημόσιας δαπάνης.
Η οικονομική πολιτική που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους με τη μείωση των δημόσιων δαπανών, συμπορεύεται με μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη για συρρίκνωση του ρόλου του Κράτους. Πρόκειται ουσιαστικά για ταύτιση/ κάλυψη μιας πολιτικής με την τήρηση ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική αυστηρότητα επιτρέπει να μεταφερθεί το βάρος της προσαρμογής στις κοινωνικές δαπάνες.
Η σύνδεση της κοινωνικής ασφάλισης με το δημοσιονομικό είναι ικανή να αποδομήσει τον θεσμό και να συσκοτίσει τις αρχές του. Λόγω εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δημιουργούνται εσωτερικές αντιφάσεις: αναιρείται η ανταποδοτικότητα (εισφορές αλληλεγγύης, πλαφόν), ενώ το κοινωνικό στοιχείο περιορίζεται στις δυνατότητες του κράτους και όχι στις αντοχές των ατόμων. Αυξάνουν τα όρια ηλικίας (στη λογική της βιωσιμότητας) και συγχρόνως εξωθούνται οι ασφαλισμένοι στη σύνταξη (στη λογική της σύνταξης ως μέτρου κατά της ανεργίας). Δίδονται κίνητρα παραμονής στην ασφάλιση, ενώ δημιουργείται αβεβαιότητα για το επίπεδο των συντάξεων. Εν τέλει, καταλήγουμε σε μια κοινωνική ασφάλιση που δεν επιτελεί κανέναν από τους στόχους της.
Ολες οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις μετά το Μνημόνιο κρίνονται ύποπτες για δημοσιονομική υστεροβουλία. Στον χώρο της ασφάλισης ασθένειας, η εκλογίκευση μεθοδεύθηκε με μια εξίσωση προς τα κάτω. Ο ΕΟΠΥΥ με τον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας αποτελεί ακόμη ένα δείγμα μεταρρύθμισης σε βάρος του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Το ίδιο, η κατάρτιση ενός νέου καταλόγου ΒΑΕ εφορμά περισσότερο από μια αφετηρία μείωσης των δαπανών, παρά από πραγματική βούληση επανόρθωσης αδικιών. Στην ίδια «δημοσιονομολαγνεία» υποτάσσεται ο μηχανισμός απονομής των αναπηρικών συντάξεων. Τέλος, η αξιοποίηση της περιουσίας των Ταμείων υπακούει κι αυτή στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Τα αποθεματικά των Ταμείων αντιμετωπίζονται ως κρατική περιουσία που επενδύεται σε τίτλους ελληνικού δημοσίου.
Η ανωτέρω αλλαγή πλεύσης έχει ως συνέπεια να μην επιλύεται το ασφαλιστικό με βάση τις κοινωνικές προτεραιότητες και ανάγκες, που είναι ιδιαίτερα έντονες σε περίοδο οικονομικής ύφεσης, αλλά με βάση τη συγκεκριμένη πολιτική αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους. Ενώ η κοινωνική ασφάλιση θα έπρεπε να αναλάβει σήμερα έναν πιο ενεργό ρόλο, διαμεσολαβώντας ως κεντρικός θεσμός κοινωνικής αλληλεγγύης (με αξιακούς όρους) ή ως «αυτόματος σταθεροποιητής της οικονομίας» (με μακρο-οικονομικούς όρους), γινόμαστε μάρτυρες μιας ανάστροφης πορείας που εκδηλώνεται ως περιστολή της ασφαλιστικής προστασίας. Οι όποιες λύσεις υπαγορεύονται από το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε θεμελιακές κοινωνικές αρχές του θεσμού. Η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι η απόλυτη προτεραιότητα. Ολα εξαρτώνται από αν το κράτος θα μπορέσει να επιχορηγήσει τα Ταμεία.
* Ο κ. Αγγελος Στεργίου είναι καθηγητής Νομικής ΑΠΘ