Ομόφωνα αθώοι κρίθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων οι 16 κατηγορούμενοι στην πρώτη δίκη για αγορά μη δομημένων ομολόγων από ασφαλιστικά ταμεία, την περίοδο 2001 έως και 2007.
Η δίκη, που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο, αφορούσε την αγορά σταθερών ομολόγων από τις διοικήσεις έξι ασφαλιστικών ταμείων με κατηγορούμενους στην υπόθεση έντεκα στελέχη διοικήσεων των επίμαχων ταμείων, καθώς και εκπροσώπους τεσσάρων χρηματιστηριακών εταιρειών που ενεπλάκησαν στις αγοραπωλησίες.
Δικογραφία για την υπόθεση σχηματίστηκε μετά την δημοσιοποίηση του λεγόμενου «σκανδάλου των δομημένων ομολόγων» , που αφορούσε την περίοδο του 2007, και την επέκταση της εισαγγελικής έρευνας που διενεργήθηκε για αυτό και σε προγενέστερες αγοραπωλησίες ομολόγων ασφαλιστικών ταμείων.
Η κατηγορία για τους έντεκα κρατικούς αξιωματούχους αφορούσε το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία, ενώ οι εκπρόσωποι των χρηματιστηριακών λογοδότησαν για ηθική αυτουργία στην απιστία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Τα επίμαχα ταμεία είναι τα : Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Διανομής Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων, Ταμείο Σύνταξης και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Οργανώσεων, Ταμείο Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων και Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων.
Οι εμπλεκόμενες χρηματιστηριακές εταιρίες στην υπόθεση είναι οι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών», της οποίας οι εκπρόσωποι Γ. Αποστολίδης, Σ. Πρινιωτάκης και Θ. Πρινιωτάκης είναι βασικοί κατηγορούμενοι και στην υπόθεση των δομημένων ομολόγων, «ΑΡΤΙΟΝ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» , «ΠΗΓΑΣΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και «ΤΡΩΥΛΟΣ Κυπριακή Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών».
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, οι αγοραπωλησίες των ομολόγων έγιναν με σημαντικές αποκλίσεις από τις τιμές της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ) γεγονός που προκάλεσε ζημία στις περιουσίες των ταμείων.
Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στο κατηγορητήριο οι συναλλαγές φέρονται να έγιναν «σε τιμές μεγαλύτερες, όσον αφορά τις αγορές, από τη μέγιστη τιμή ή την τιμή αποτίμησης του ίδιου τίτλου που είχε διαμορφωθεί στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την ημέρα της συναλλαγής, και σε τιμές μικρότερες, ως προς τις πωλήσεις, από την ελάχιστη τιμή ή την τιμή αποτίμησης των ίδιων τίτλων που είχε διαμορφωθεί στην ίδια αγορά κατά την ημέρα της συναλλαγής».
Στο δικαστήριο εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή της Κεφαλαιαγοράς, τη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Οι δικαστές, με απαλλακτική για τους κατηγορούμενους εισαγγελική πρόταση, έκριναν ότι οι τιμές ΗΔΑΤ κατά τη επίμαχη περίοδο δεν ήταν οι καλύτερες τιμές αγοράς και ότι οι Πρόεδροι των ταμείων ενήργησαν με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μελών των διοικητικών συμβουλίων χωρίς να τους ασκηθεί οποιαδήποτε επιρροή από τους εκπροσώπους των χρηματιστηριακών εταιρειών .Επιπλέον το δικαστήριο έκρινε ότι οι διοικήσεις των ταμείων δεν είχαν θεσμοθετημένη υποχρέωση συναλλαγής μέσω ΗΔΑΤ ή σε τιμές ΗΔΑΤ.
Με δήλωση του ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης Μ.Δημητρακόπουλος τόνισε: «Από την πολύμηνη ακροαματική διαδικασία προέκυψε η έλλειψη ενός σαφούς επενδυτικού πλαισίου, θεσπισμένου από την Πολιτεία, στο οποίο- υποχρεωτικά- να κινούνται οι Διοικήσεις των Ασφαλιστικών Ταμείων κατά την αξιοποίηση των αποθεμάτων των ασφαλισμένων».